Σπαγγέτι (γουέστερν) που ομορφαίνουν και δεν παχαίνουν

Ο γιατρός και συγγραφέας του βιβλίου «Western all’Italiana» Σταύρος Κωνσταντόπουλος ακτινογραφεί τα σπαγγέτι γουέστερν.

Κηφισιά καλοκαίρι του ’68 στα δεκατρία µου, άλλη µια βραδιά πάνω στη µάντρα του Ιάσονα (καλοκαιρινός κινηµατογράφος στην πλατεία Κεφαλαρίου απέναντι από τη Μεταµόρφωση του Σωτήρος) µαζί µε τους συµµαθητές µου να παρακολουθούµε ακόµη µια ακατάλληλη ταινία: «Ο καλός, ο κακός και ο άσχηµος» γράφει στην ταµπέλα του κινηµατογράφου.

Η θανατηφόρα κλοτσιά του Σανγκάι Τζο

Μέχρι τότε ανεβαίναµε στη µάντρα περισσότερο για να κάνουµε φασαρία και να ενοχλήσουµε τους θεατές που είχαν πληρώσει εισιτήριο, µέχρι να µας πάρει είδηση ο αιθουσάρχης και να µας κατεβάσει χτυπώντας µας µε σκουπόξυλο. Αυτή η ταινία όµως µε είχε συνεπάρει τόσο που δεν σκέφτηκα ούτε στιγµή να κάνω χαβαλέ, όπως όλοι οι υπόλοιποι γύρω µου. Απορροφηµένος και ενθουσιασµένος από αυτό που έβλεπα, δεν πήρα είδηση πως οι υπόλοιποι την είχαν κοπανήσει µόλις εµφανίστηκε ο αιθουσάρχης και όχι µόνο τις έφαγα, αλλά µε πήγε από το αυτί στους γονείς µου που έτρωγαν στο διπλανό Εντελβάις. Επίπληξη, τιµωρία και το επόµενο βράδυ –αφού την κοπανάω µε το ποδήλατο– πηγαίνω στο Κεφαλάρι και ανεβασµένος στη µάντρα προσπαθώ να δω όλη την ταινία. ∆εύτερη αποτυχία, χωρίς συνέπειες αυτήν τη φορά, αφού την κοπάνησα έγκαιρα.

Θα ακολουθήσει και τρίτη προσπάθεια, η οποία δεν θα ήταν η φαρµακερή, αφού ο αιθουσάρχης βλέποντας την επιµονή µου να τη δω µε βάζει στον κινηµατογράφο, αλλά για να µην έχει πρόβληµα, καθώς η ταινία ήταν ακατάλληλη και εγώ ανήλικος, µε πηγαίνει στην καµπίνα προβολής. Ενα σκαµνάκι στο οποίο καθόµουν για να φτάνω στο παράθυρο ώστε να βλέπω και ο θόρυβος από τη µηχανή προβολής είναι αυτά που κυρίως θυµάµαι από την πρώτη επαφή µου µε το ιταλικό γουέστερν.

Το φθινόπωρο του ’68 και τον χειµώνα του ’69 καταργούνται οι κυριακάτικες εκδροµές της οικογένειας, συνήθεια ετών, αφού εγώ πάντα «αρρωσταίνω» κατά τη διάρκεια αυτών, ενώ ταυτόχρονα γίνοµαι µανιώδης αναγνώστης των κυριακάτικων εφηµερίδων. Και όλα αυτά για να µπορώ να πηγαίνω να βλέπω όσα γουέστερν ήταν κατάλληλα. Ετσι γνώρισα τους λαϊκούς κινηµατογράφους του κέντρου της Αθήνας: Κοτοπούλη, Πάνθεον, Τιτάνια, Ροζικλαίρ, Εσπερος, Οµόνοια, Κοσµοπολίτ, Μοντιάλ, Σταρ και Ρεξ, στις σκοτεινές αίθουσες των οποίων κυρίως τις απογευµατινές ώρες είδα δεκάδες γουέστερν τα επόµενα χρόνια, ενώ οι γονείς µου νόµιζαν ότι πήγαινα να παίξω ποδόσφαιρο στην αλάνα πάνω από το µοναδικό τότε γυµνάσιο της Κηφισιάς στην οδό Λεβίδου. Κάποια στιγµή βέβαια το ανακάλυψαν όταν βρήκαν τα προγράµµατα που κρατούσα, στα οποία έγραφα και σηµειώσεις.

Τον Μάιο του 1971 πολιτικοί πρόσφυγες οικογενειακώς στην Παβία, στο Μιλάνο και µετά στη Ρώµη, όπου έπρεπε να µάθω ιταλικά σε χρόνο-ρεκόρ για να πάω σε ιταλικό σχολείο. Ετσι εκτός από τα µαθήµατα στο σπίτι, ο κινηµατογράφος ήταν ο τρόπος να µάθω τη γλώσσα. Εµπαινα στην αίθουσα στην πρώτη προβολή, γύρω στις δυόµισι, και έβγαινα νύχτα. Κινηµατογράφοι όπως οι Farnese, Metropolitan, Etoile και Rialto έγιναν το δεύτερο σπίτι µου. Φυσικά όλοι αυτοί έπαιζαν γουέστερν, το εµπορικό είδος της εποχής.

Οι κινηµατογράφοι στους οποίους προβάλλονταν αυτές οι ταινίες, κυρίως στις βραδινές προβολές, ήταν γεµάτοι από κόσµο, από νεανικό κοινό – κατά κύριο λόγο άντρες, οι οποίοι συµµετείχαν στη δράση επιδοκιµάζοντας όταν τους άρεσε η εξέλιξη και αποδοκιµάζοντας όταν κάτι δεν συµβάδιζε µε τα γούστα τους. ∆εν θα ξεχάσω τις σκηνές που εκτυλίχτηκαν µπροστά στα µάτια µου σε έναν κινηµατογράφο της Ρώµης την Πρωτοχρονιά του 1974, στον οποίο παιζόταν το «Il mio nome è Shangai Joe» (Μονοµαχία µε γροθιές και καράτε) του Μάριο Καϊάνο. Ολοι οι θεατές από το πρώτο τέταρτο είχαν σηκωθεί από τα καθίσµατα και έκαναν αναπαράσταση των κινήσεων καράτε του πρωταγωνιστή. Μια κλοτσιά όµως ενός θεατή βρήκε στο πρόσωπο τον διπλανό του και τότε ο κινηµατογράφος έγινε αρένα. Ο ένας χτυπούσε τον άλλο, η προβολή διακόπηκε, άναψαν τα φώτα στην αίθουσα και η σύρραξη σταµάτησε µε την επέµβαση των καραµπινιέρων που είχαν ειδοποιηθεί από τον αιθουσάρχη. Την επόµενη ηµέρα ο κινηµατογράφος έκλεισε για «ανακαίνιση».

Η Ρόµα, η Αγρια ∆ύση και ένα βιβλίο µε γεύση σπαγγέτι

Το καλοκαίρι του 1974 µε βρίσκει επαναπατρισµένο στην Αθήνα και τρεις µήνες µετά φοιτητή στην Ιατρική. Ο κινηµατογράφος αποτελεί τον έρωτα της ζωής µου και ξεκινάω να γράφω κείµενα σε περιοδικά της εποχής. Το σπαγγέτι αρχίζει να παρακµάζει και παρότι πηγαίνω καθηµερινά σινεµά, βλέπω πλέον όλο και πιο σπάνια ταινίες του είδους.

Πολύ αργότερα, τα Χριστούγεννα του 1998, σε µια από τις συχνές επισκέψεις µου στη Ρώµη, την πόλη των εφηβικών µου χρόνων, ένας συµµαθητής και φίλος από τα παλιά, γιατρός της ποδοσφαιρικής Ρόµα µέχρι πρόσφατα, γνωρίζοντας την αγάπη που είχα από τα µαθητικά µας χρόνια για τα γουέστερν, µε προσκάλεσε –προτού πάµε να δούµε αγώνα της Ρόµα– να παρακολουθήσουµε ένα καινούργιο ιταλικό γουέστερν που κυκλοφόρησε εκείνο τον καιρό, το «Il mio West» του Τζοβάνι Βερονέζι.

Βγαίνοντας από τον κινηµατογράφο είχα αποφασίσει να γράψω ένα βιβλίο για το ιταλικό γουέστερν. Το ανακοίνωσα στον φίλο µου και του ζήτησα να µιλήσει στον αδερφό του, γνωστό λογοτέχνη και σεναριογράφο, για να µε φέρει σε επαφή µε ανθρώπους που ασχολήθηκαν µε το είδος.

Το επόµενο διάστηµα στις συχνές επισκέψεις µου στη Ρώµη συνάντησα ανθρώπους του ιταλικού κινηµατογράφου: σκηνοθέτες, σεναριογράφους, οπερατέρ, κάποιοι από αυτούς παλιοί γνώριµοι, και µέσα από τις αφηγήσεις τους βγήκε το πρώτο κοµµάτι του βιβλίου, η ιστορική αναδροµή στο γουέστερν µε λεπτοµέρειες άγνωστες στην πλειονότητά τους στο ευρύ κοινό. Ταυτόχρονα σε κάθε επίσκεψή µου στη Ρώµη αγόραζα από τα δισκοπωλεία όποιο γουέστερν έβρισκα σε DVD, για να ξαναδώ κάποια ή να δω όσα δεν είχα δει. Ξέθαψα δε από τις παλιές κούτες στο πατάρι του σπιτιού µου τα προγράµµατα των ταινιών που κρατούσα, ξεχωρίζοντας αυτά των γουέστερν.

Ετσι βρέθηκα µε περίπου 200 τίτλους. Κάθε βράδυ ύστερα από µια κουραστική µέρα στην κλινική και στα διαγνωστικά κέντρα όπου δούλευα ξεκουραζόµουν βλέποντας γουέστερν και γράφοντας κείµενα για τις ταινίες. Τέσσερα χρόνια µετά το βιβλίο είχε τελειώσει, ελλιπές µεν αλλά για εµένα είχε τελειώσει, και είχε µείνει στο κοµπιούτερ µου να το διαβάζω κάθε τόσο, διορθώνοντας ό,τι δεν µου άρεσε.

Γύρω στο 2010 και ύστερα από συνεχείς πιέσεις του φίλου µου ∆ηµήτρη Κολιοδήµου και της συζύγου του Υβόνης να προσθέσω και άλλες ταινίες ώστε να γίνει όσο το δυνατό πιο πλήρες, ξεκίνησα πάλι να ψάχνω ταινίες στην Ιταλία και να κάνω νέες επαφές µε ανθρώπους του χώρου για ταινίες που δεν µπορούσα να βρω. Μια προσπάθεια που κράτησε άλλα δέκα χρόνια, αφού τα πράγµατα µε την κατάρρευση της µουσικής βιοµηχανίας είχαν αναγκάσει τα µικρά δισκοπωλεία να κλείσουν και οι µεγάλες αλυσίδες (βιβλιοπωλεία – δισκοπωλεία) έφερναν πλέον µόνο τις καινούργιες κυκλοφορίες. Σήµερα το αποτέλεσµα αυτής της προσπάθειας βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία.

INF0

Το βιβλίο «Western all’Italiana. 444 ευρωπαϊκά γουέστερν» του Σταύρου Κωνσταντόπουλου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αιγόκερως