Οι αιματηρές συγκρούσεις στην πρωτεύουσα Χαρτούμ και στον νότο του Σουδάν ανάμεσα στις αντίπαλες στρατιωτικές ομάδες που ερίζουν για την εξουσία και για τον τρόπο που θα γίνει η μετάβαση σε κοινοβουλευτικό καθεστώς έχουν προκαλέσει έντονες ανησυχίες στη διεθνή κοινότητα. Η θέση και το μέγεθος της χώρας μπορούν να πυροδοτήσουν δυσάρεστες εξελίξεις για τη σταθερότητα της κεντρικής Αφρικής, με τις τζιχαντιστικές ομάδες που λυμαίνονται τα περίχωρα της λίμνης Τσαντ στα νοτιοδυτικά της χώρας να καραδοκούν, ενώ και η Αίγυπτος στα βόρειά της σύνορα αναμένει με αγωνία τις εξελίξεις.
Ταραχώδες παρελθόν
Το Σουδάν είναι η τρίτη μεγαλύτερη χώρα στην Αφρική και στον Αραβικό Σύνδεσμο. Από την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του από τη Βρετανία και την Αίγυπτο το 1956 το Σουδάν δεν κατάφερε να δει πολιτικές κυβερνήσεις να μακροημερεύουν αφού γίνονταν απανωτά πραξικοπήματα, από την εποχή του σοσιαλιστή και παναραβιστή Τζαφάρ Νιμέιρι μέχρι τη δικτατορία του ισλαμιστή στρατιωτικού και εγκληματία πολέμου Ομάρ αλ Μπασίρ.
Η ισλαμική διακυβέρνηση της χώρας, που ξεκίνησε από τον Νιμέιρι και συνεχίστηκε από τον Αλ Μπασίρ, βάθυνε το ρήγμα μεταξύ του μουσουλμανικού βορρά και του χριστιανικού νότου, προκαλώντας τον δεύτερο σουδανικό εμφύλιο. Ο εμφύλιος οδήγησε τελικά στην απόσχιση του Νότιου Σουδάν το 2011, το οποίο έγινε ξεχωριστό κράτος.
Η τωρινή σύγκρουση
Οι δύο αντίπαλες στρατιωτικές ομάδες συγκρούονται με φόντο τους αιματηρούς εμφυλίους και τη στρατιωτική δικτατορία που βίωσε η χώρα για δεκαετίες μέχρι το 2019. Τότε ο καταδικασμένος για εγκλήματα πολέμου στη γενοκτονία του Νταρφούρ Ομάρ αλ Μπασίρ ανατράπηκε από στρατιωτικό πραξικόπημα, έπειτα από έντονες πολιτικές διαμαρτυρίες από το Μέτωπο για την Ελευθερία και την Αλλαγή. Το μέτωπο αυτό, που αποτελείτο από διάφορες δημοκρατικές δυνάμεις του Σουδάν, δεν είχε το πολιτικό κεφάλαιο να οδηγήσει τη χώρα σε δημοκρατικό καθεστώς κι εκεί είναι που παρεισέφρησαν οι στρατιωτικοί.
Ο στρατός του Σουδάν και οι λεγόμενες Δυνάμεις Ταχείας Υποστήριξης (ΔΤΥ) αποφάσισαν να μοιραστούν την εξουσία και να οδηγήσουν τη χώρα στη μετά Αλ Μπασίρ εποχή. Η πολιτική εκπροσώπηση της μεταβατικής κυβέρνησης επλήγη σοβαρά τον Οκτώβριο του 2021, έπειτα από ακόμη ένα πραξικόπημα, ενώ ουσιαστικά εξαφανίστηκε μετά την παραίτηση του πρωθυπουργού Αμπντάλα Χάμντοκ τον Ιανουάριο του 2022, αφήνοντας ουσιαστικά την εξουσία στα χέρια των στρατιωτικών. Οι στρατιωτικοί, αν και έχουν υπογράψει συμφωνία μετάβασης της χώρας σε δημοκρατικό καθεστώς τον Δεκέμβριο του 2022, δεν έχουν δώσει σημάδια ότι θα αποχωριστούν την εξουσία αυτοβούλως – ή αν το κάνουν, υπάρχουν βάσιμοι φόβοι ότι θα υπονομεύσουν τη νέα πολιτική κυβέρνηση για να βρουν λαβή ώστε να ξαναρπάξουν την εξουσία. Το κύριο σημείο τριβής είναι ο τρόπος με τον οποίο οι ΔΤΥ θα ενσωματωθούν στον στρατό της χώρας και ποιος είναι εκείνος που θα τις ελέγχει…
Μάλιστα και οι δύο στρατιωτικές δυνάμεις είναι κατάλοιπα του καθεστώτος Αλ Μπασίρ. Οι ΔΤΥ είναι ευθεία μετεξέλιξη της διαβόητης πολιτοφυλακής Τζαντζαουίντ. Οι Τζαντζαουίντ κατηγορούνται για εθνοκάθαρση, με θύματα τις φυλές Φουρ, Μασαλίτ και Ζαγκάβα στον πόλεμο στο Νταρφούρ το 2002, όπου χρησιμοποιήθηκαν για να καταστείλουν μια τοπική εξέγερση, ενώ εξακολουθούσαν να δρουν στην περιοχή μέχρι το 2008, όταν η δραστηριότητά τους αναχαιτίστηκε πρώτα από δυνάμεις της Αφρικανικής Ενωσης κι έπειτα του ΟΗΕ.
Εκτιμάται ότι 2,5 εκατ. πολίτες εκτοπίστηκαν από τον πόλεμο στο Νταρφούρ και πάνω από 300.000 σκοτώθηκαν. Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο κατηγορεί τους τότε αξιωματούχους της κυβέρνησης για γενοκτονία, εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Τις ΔΤΥ διευθύνει ο στρατηγός Μοχάμεντ Χαμντάν Ντάγκαλο, ευρύτερα γνωστός ως «Χεμέντι», ο οποίος είναι αντιπρόεδρος στο Εθνικό Συμβούλιο που κυβερνά τη χώρα. Δυτικοί αναλυτές εκτιμούν ότι περίπου 100.000 στρατιώτες σε όλη τη χώρα βρίσκονται υπό τις διαταγές του. Μετά τον πόλεμο στο Νταρφούρ, οι στρατιώτες του πολλαπλασιάστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν ως συνοριοφύλακες. Παράλληλα, οι μπίζνες του Χεμέντι, με τη βοήθεια του Αλ Μπασίρ, επεκτάθηκαν και η οικογένειά του βρέθηκε να κατέχει χρυσωρυχεία, μεταξύ άλλων περιουσιακών στοιχείων. Οι δυνάμεις του Σουδανού ισχυρού στρατηγού πολέμησαν στο πλευρό των σαουδαραβικών δυνάμεων στον πόλεμο της Υεμένης, δίνοντάς του τη δυνατότητα να συνδεθεί με τις χώρες του Κόλπου.
Οι διεθνείς αντιδράσεις
Η Δύση αμέσως καταδίκασε τις πράξεις των δύο στρατών και κάλεσε τις δυνάμεις να επανέλθουν στον δημοκρατικό διάλογο. Η Κίνα από την πλευρά της, όμως, έχει κάθε λόγο να ιδρώνει, μιας και έχει «ξανακαεί» στην περιοχή. Οταν το Νότιο Σουδάν αποσχίστηκε από την υπόλοιπη χώρα το Πεκίνο αποφάσισε να κάνει δουλειές με το νέο κράτος ώστε να αποκτήσει πρόσβαση στα πλούσια αποθέματα πετρελαίου και το πλήρωσε αφού οι απανωτές πολεμικές συρράξεις τού κόστισαν ό,τι επενδύσεις είχε κάνει στην περιοχή.
Παράλληλα, το Σουδάν έχει αναπτύξει σχέσεις με το Ισραήλ, εξού και η προσχώρησή του στις λεγόμενες Συμφωνίες του Αβραάμ για την εξομάλυνση των σχέσεών τους. Επιπλέον, η γνωστή ρωσική εταιρεία μισθοφόρων Βάγκνερ έχει εκπαιδεύσει τα στρατεύματα των ΔΤΥ, με αντάλλαγμα τη διαχείριση χρυσωρυχείων. Συγχρόνως Ρωσία και Σουδάν έχουν συμφωνήσει για την κατασκευή ναυτικής βάσης στην Ερυθρά θάλασσα, γεγονός που ανησυχεί τη Δύση.