Το βούλευμα του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, μέσω του οποίου η Δικαιοσύνη αποφάνθηκε ότι το σκάνδαλο Novartis είναι απολύτως υπαρκτό, είναι απλά η αρχή. Και μπορεί η κυβέρνηση και τα εμπλεκόμενα στην υπόθεση πολιτικά πρόσωπα, είτε να προβαίνουν σε μια ένοχη σιωπή, είτε να επιχειρούν –όπως ο Αδωνης Γεωργιάδης- να κλείσει κάθε κουβέντα σχετικά με τη Novartis, εντούτοις τα όσα αναγράφονται στο βούλευμα, έχουν ανοίξει ξανά την υπόθεση. Οι συνέπειες του βουλεύματος είναι κατακλυσμιαίες και επηρεάζουν κάθε πτυχή της υπόθεσης που έμεινε… «αδιευκρίνιστη».
Ως αποτέλεσμα, δημιουργείται ένα τεράστιο νομικό και ηθικό ζήτημα αναφορικά με την πρόσφατη εισαγγελική πρόταση της εισαγγελέας Πρωτοδικών Μαρίας Κάψου, η οποία στις 20 Ιουνίου 2022 πρότεινε προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών να μην αποδοθεί κατηγορία σε βάρος του πρώην υπουργού Υγείας Ανδρέα Λοβέρδου για την πράξη της δωροληψίας πολιτικού προσώπου κατ’ εξακολούθηση, επειδή «δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής». Κι αυτό γιατί προκειμένου να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα η εισαγγελέας Πρωτοδικών Μαρία Κάψου, έχει αποδομήσει σε μεγάλο βαθμό την αξιοπιστία αλλά και την σημαντικότητα των όσων έχουν καταθέσει οι προστατευόμενοι μάρτυρες.
Η εισαγγελική πρόταση έχει ανατραπεί
Μόνο που οι προστατευόμενοι μάρτυρες, μέσω του βουλεύματος του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, δηλαδή με τη… βούλα της Δικαιοσύνης, αποδείχθηκε ότι ήταν αξιόπιστοι, ότι εισέφεραν σωρεία στοιχείων καθώς και ότι εκφοβίστηκαν. Θα τα λάβει όλα αυτά υπόψη του το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών που θα κληθεί να αποφανθεί αν θα παραπέμψει ή όχι τον Ανδρέα Λοβέρδο, ή θα στηριχθεί σε μια προβληματική εισαγγελική πρόταση, που βασίστηκε σε μια ανύπαρκτη ανάκριση και η οποία προβαίνει σε νομικούς ισχυρισμούς οι οποίοι πλέον έχουν ανατραπεί;
Όπως σχολιάζουν νομικοί κύκλοι στο Documento, πολλά σημεία της επίμαχης εισαγγελικής πρότασης έρχονται σε πλήρη αντίθεση με όσα αναγράφονται στο βούλευμα του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, το οποίο συγκροτήθηκε από ανώτατους δικαστικούς. Κι αυτός είναι ο λόγος που όπως υποστηρίζουν στο Documento οι ίδιοι νομικοί κύκλοι, δεν γίνεται το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών να στηριχθεί σε μια εισαγγελική πρόταση η οποία βασίστηκε σε μια ανύπαρκτη ανακριτική διαδικασία, της οποίας άλλωστε το νομικό σκεπτικό έχει αποδομηθεί και ανατραπεί πλήρως από το βούλευμα του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.
Απαξίωση των προστατευόμενων μαρτύρων
Αυτό που κυρίως αξίζει να σημειωθεί από την εισαγγελική πρόταση που συνέταξε η Μ. Κάψου, είναι ότι η εισαγγελέας προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποδομήσει τις καταθέσεις των προστατευόμενων μαρτύρων. Όπως αναγράφεται χαρακτηριστικά στην εισαγγελική πρόταση, «η απαγγελθείσα κατά του κατηγορουμένου κατηγορία περί της λήψης από αυτόν των προαναφερόμενων δώρων και ωφελημάτων, προκειμένου, κατά παράβαση των καθηκόντων του, να προβεί στις προαναφερόμενες πράξεις και παραλείψεις, βρήκε έρεισμα σχεδόν αποκλειστικά στις ένορκες καταθέσεις των προστατευόμενων…». Σε άλλο σημείο της εισαγγελικής πρότασης αναγράφεται ότι «οι προστατευόμενοι μάρτυρες στις ανωτέρω καταθέσεις τους δεν διαλαμβάνουν κανένα περιστατικό του οποίου να έχουν ιδία αντίληψη, παρά εκθέτουν όσα, κατά τις δηλώσεις τους, τους είχε εκμυστηρευτεί σε ανύποπτο χρόνο ο Κωνσταντίνος Φρουζής».
Τι λέει όμως το βούλευμα του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου αναφορικά με τους προστατευόμενους μάρτυρες, η αξιοπιστία των οποίων τόσο πολύ αμφισβητείται από την εισαγγελέα Πρωτοδικών Μ. Κάψου; Λέει, ότι οι τρεις προστατευόμενοι μάρτυρες –άρα και ο Νίκος Μανιαδάκης-, αποτελούν «τρείς ουσιώδεις μάρτυρες», οι οποίοι εντοπίστηκαν από τους εισαγγελείς Διαφθοράς από τις καταθέσεις τους και τα στοιχεία που εισέφεραν στην έρευνα του FBI. Μια έρευνα που έκλεισε με τη Novartis να εξαναγκάζεται να καταβάλει στο αμερικανικό δημόσιο 350 εκατομμύρια δολάρια για αθέμιτες πρακτικές που πραγματοποίησε στην Ελλάδα. Κι όλα αυτά βάσει των στοιχείων που προσκόμισαν και αυτοί οι τρεις μάρτυρες, που στην εισαγγελική πρόταση της Μ. Καψού αποδομούνται.
Αλλωστε, όπως αναγράφεται στο βούλευμα του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου αναφορικά με τους προστατευόμενους μάρτυρες, αυτοί προσεγγίστηκαν από τους πρώην εισαγγελείς Διαφθοράς επειδή γνώριζαν «ουσιώδη πράγματα για τις διερευνώμενες πράξεις και πρόσωπα». Γνώριζαν δηλαδή την ουσία του σκανδάλου. Αναφέρεται επίσης πως αναφορικά με τους τρεις προστατευόμενου μάρτυρες κρίθηκε από τις ελληνικές αρχές ότι «γνώριζαν και από δική τους αντίληψη ουσιώδη πράγματα για τις διερευνώμενες πράξεις και πρόσωπα, ως εκ της θέσης που κατείχαν σημαντικά στελέχη της Novartis Hellas οι δύο και στέλεχος του υπουργείου ο τρίτος κατά τον κρίσιμο χρόνο». Ακόμη, στο βούλευμα σκιαγραφείται ο φόβος που ένιωθαν οι προστατευόμενοι μάρτυρες: «οι τρεις όμως μάρτυρες διατύπωσαν φόβο για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα των ίδιων και των οικογενειών τους, από πιθανολογούμενες πράξεις εκφοβισμού ή αντεκδίκησης σε βάρος τους εκ μέρους των εμπλεκόμενων προσώπων, εκθέτοντας και επιχειρήματα προς τούτο».
Το βούλευμα αναγράφει επίσης ότι όπως συνάγεται από την επισκόπηση των καταθέσεων των προστατευόμενων μαρτύρων που υπάρχουν στη δικογραφία, αυτοί αρχικά καταθέτουν για τις αθέμιτες πρακτικές της εταιρείας Novartis, καθώς και για τους τρόπους δωροδοκίας δημοσίων προσώπων στα κέντρα λήψης αποφάσεων στον χώρο της υγείας και διακίνησης φαρμάκων (διοικητές νοσοκομείων – προέδρους Οργανισμών Υγείας), για δωροδοκίες ιατρών του Δημοσίου και ιδιώτες ιατρούς, ενώ αναφέρονται και σε πολιτικά πρόσωπα, έχοντας γνώση όσων καταθέτουν από όσα έχουν ακούσει από τον διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας Novartis Κ. Φρουζή».
Άρα, οι τρεις προστατευόμενοι μάρτυρες, βάσει του βουλεύματος του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, είναι αξιόπιστοι, εισέφεραν σωρεία στοιχείων, ένιωσαν φόβο, βρίσκονταν στον πυρήνα των ανθρώπων που εμπλέκονται στο σκάνδαλο, έχοντας πολύ σημαντική θέση είτε στη Novartis, είτε στο υπουργείο, με αποτέλεσμα να γνωρίζουν «ουσιώδη πράγματα για τις διερευνώμενες πράξεις και πρόσωπα».
Είναι επομένως πασιφανές, ότι τώρα που η Δικαιοσύνη έχει αποφανθεί ξεκάθαρα ότι οι προστατευόμενοι μάρτυρες γνώριζαν σημαντικές πτυχές της υπόθεσης και βρίσκονταν πολύ κοντά στον κύκλο των ανθρώπων που εμπλέκονται στην υπόθεση, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών δεν μπορεί να στηριχθεί σε μια εισαγγελική πρόταση η οποία έχει πλήρως ανατραπεί. Αλλωστε, πρόκειται για μια εισαγγελική πρόταση που είναι σε πολλά της σημεία ακατανόητη.
Ο ρόλος του Νίκου Μανιαδάκη
Κι αυτό γιατί φαντάζει πλήρως ακατανόητο το ότι η εισαγγελέας Μ. Κάψου αναφέρει απαξιωτικά ότι οι κατηγορίες περί λήψης δώρων και ωφελημάτων προς τον Α. Λοβέρδο βασίστηκαν «αποκλειστικά στις ένορκες καταθέσεις των προστατευόμενων μαρτύρων». Ειδικά, όταν υπάρχει κατάθεση της προστατευόμενης μάρτυρας «Αικατερίνης Κελέση», όπου ανέφερε ότι ήταν «παρούσα σε τηλεφωνική επικοινωνία του κατηγορούμενου με τον Φρουζή, μετά την οποία ο Φρουζής την ενημέρωσε ότι ο κατηγορούμενος απαίτησε να του χορηγηθούν μετρητά σε βαλίτσα…». Δεν έχει σημασία όταν κάποιος καταθέτει ότι ήταν μάρτυρας μπροστά σε μια τέτοια τηλεφωνική συνομιλία; Γιατί; Επειδή το λέει ο –ακόμη διωκόμενος για την υπόθεση– Κ. Φρουζής; Κι αν είναι πιο σημαντικά όσα υποστηρίζει ο διωκόμενος Φρουζής, κεντρικό πρόσωπο του σκανδάλου, γιατί δεν κλήθηκε να καταθέσει από την ανακρίτρια κατά της διαφθοράς Μαρία-Λουίζα Ιωαννίδου;
Αξίζει επίσης να αναφερθεί πως σχετικά με τον Ν. Μανιαδάκη, η Μ. Καψού περιορίστηκε να πει απλά ότι δεν είχε στη θητεία του Α. Λοβέρδου κάποια ανάμειξη στα θέματα τιμολόγησης. Παράλληλα, δεν έλαβε καθόλου υπόψη της όσα ανέφερε ο Ν. Μανιαδάκης, ως προστατευόμενος μάρτυρας, όταν και έκανε λόγο για πολλές υπερτιμολογήσεις φαρμάκων επί υπουργίας Α. Λοβέρδου. Μόνο που αναφορικά με τον Ν. Μανιαδάκη, το βούλευμα του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, αποδόμησε πλήρως τον ισχυρισμό ότι ήταν «άτυπος σύμβουλος» των υπουργών Υγείας. Κι αυτό γιατί όπως χαρακτηριστικά αναγράφεται, ο Νίκος Μανιδάκης «είχε θέση στο υπουργείο Υγείας».
Μια ανάκριση που δεν έγινε ποτέ
Κάτι ακόμα που αξίζει να αναφερθεί σχετικά με την επίμαχη εισαγγελική πρόταση αναφορικά με τον Α. Λοβέρδο, είναι ότι ποτέ δεν υπήρξε στην πραγματικότητα ανακριτική διαδικασία. Όταν είχε ασκηθεί δίωξη εναντίον του πρώην υπουργού Υγείας από την πρώην εισαγγελία Διαφθοράς, την υπόθεση ανέλαβε η ανακρίτρια κατά της διαφθοράς Μαρία-Λουίζα Ιωαννίδου. Τον Νοέμβριο του 2021, κι ενώ κρατούσε την υπόθεση δύο χρόνια ανοιχτή, η ανακρίτρια εξέφρασε τη «διαφωνία» της με τη δίωξη, στηριζόμενη στον νόμο περί ευθύνης υπουργών, καθώς το «αξιόποινο των πράξεων» είχε «εξαλειφθεί». Όλα αυτά λίγες ημέρες πριν από τις εσωκομματικές εκλογές του ΚΙΝΑΛ, στις οποίες ο Ανδρ. Λοβέρδος ήταν ένας εκ των υποψηφίων. Λίγες εβδομάδες μετά ο εισαγγελέας πρωτοδικών Αθηνών Ιωακείμ Κασωτάκης επισήμανε ότι «παραδεκτώς» ασκήθηκε η δίωξη καθώς δεν έχουν παραγραφεί τα φερόμενα αδικήματα, συμπληρώνοντας πως το σκεπτικό της ανακρίτριας «δεν έχει κανένα νομικό έρεισμα» και «δημιουργεί δικαστικό αδιέξοδο».
Η εισαγγελική πρόταση έγινε δεκτή από το δικαστικό συμβούλιο. Η δικογραφία επέστρεψε στην ανακρίτρια Ιωαννίδου για να διενεργήσει ανάκριση επί της ουσίας, η οποία ολοκληρώθηκε όπως φάνηκε σε χρόνο-ρεκόρ. Στη συνέχεια η Μ.-Λ. Ιωαννίδου, που έκλεισε την υπόθεση με τυπικές κλήσεις, διαβίβασε τη δικογραφία στην Εισαγγελία Πρωτοδικών, από όπου εκδόθηκε η εισαγγελική πρόταση που αποκαλύπτει σήμερα το Documento. Εάν αυτή υιοθετηθεί και από το δικαστικό συμβούλιο που έχει τον τελικό λόγο, το δικαστικό αδιέξοδο είναι πλέον παρελθόν. Ο Ανδρ. Λοβέρδος θα αρχειοθετηθεί λίγο καιρό πριν από τις επερχόμενες, όπως όλα δείχνουν, βουλευτικές εκλογές.
Εφόσον το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών αρχειοθετήσει τον Α. Λοβέρδο, παρότι το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο έχει ήδη απορρίψει τους ισχυρισμούς που υιοθετούνται στην επίμαχη εισαγγελική πρόταση, θα πρόκειται για ένα πολύ σοβαρό παράπτωμα της Δικαιοσύνης. Κάτι που θα αποτελέσει ένα σοβαρό χτύπημα τόσο για την ίδια όσο και για την κοινωνία, η οποία είδε τη Δικαιοσύνη, μέσω της έκδοσης του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου να ανακτά τη χαμένη της αξιοπρέπεια, η οποία ήταν… «αδιευκρίνιστο» που είχε χαθεί…