Σωτήρης Ρούσσος – Νίκος Χριστοφής: «Το δίπολο ισλαμιστές – κεμαλιστές δεν ισχύει σήμερα»

Σωτήρης Ρούσσος – Νίκος Χριστοφής: «Το δίπολο ισλαμιστές – κεμαλιστές δεν ισχύει σήμερα»

Ο πρώτος γύρος των προεδρικών εκλογών στην Τουρκία επιβεβαίωσε πανηγυρικά την πολιτική κυριαρχία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Δεδομένου ότι ο Τούρκος πρόεδρος συγκέντρωσε τo 49,5% των ψήφων, διατηρώντας προβάδισμα 4,5 ποσοστιαίων δυνάμεων από τον βασικό του αντίπαλο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, ενώ ο τρίτος της εκλογικής αναμέτρησης Σινάν Ογκάν βρίσκεται εγγύτερα στις θέσεις του κυβερνώντος AKP σε ό,τι αφορά το κουρδικό ζήτημα, η πιθανότητα μιας ήττας Ερντογάν στον δεύτερο γύρο της 28ης Μαΐου θα πρέπει να θεωρείται σενάριο επιστημονικής φαντασίας.

Η μακροβιότητα του πολιτικού φαινομένου Ερντογάν θα πρέπει να αποδοθεί στις βαθύτερες κοινωνικές διεργασίες που έλαβαν χώρα στη γείτονα την τελευταία εικοσαετία και τις νέες πολιτικές διαιρέσεις που εδράζονται στην ολοένα κλιμακούμενη αντίθεση ανάμεσα στα μεγάλα αστικά κέντρα και την Τουρκία της υπαίθρου. Μια ακόμη ερμηνεία αφορά τη θέση της Τουρκίας στο παγκόσμιο γεωπολιτικό στερέωμα, ειδικά σε ένα διεθνές περιβάλλον που χαρακτηρίζεται έντονα από την ολοένα μεγαλύτερη τάση πολυπολικότητας, με την Αγκυρα να εμπεδώνει εντός (σε επίπεδο λαϊκού αισθήματος) και εκτός (σε επίπεδο διπλωματίας) το δικαίωμά της στη χειραφέτησή από τη «συλλογική» Δύση και κυρίως την Ουάσινγκτον.

Τα αίτια μιας ακόμη διαφαινόμενης νίκης Ερντογάν, την επόμενη μέρα και τις επιπτώσεις της για την Ελλάδα συζητήσαμε με τον καθηγητή στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Σωτήρη Ρούσσο και τον αναπληρωτή καθηγητής Τουρκικής Ιστορίας και Πολιτικής στο Shaanxi Normal University Νίκο Χριστοφή.

Ποιο το κλειδί μιας ακόμη επικράτησης του Ερντογάν;

Σ.Ρ.: Το κλειδί έγκειται στη νέα πόλωση που έχει δημιουργηθεί στην Τουρκία μεταξύ των μεγάλων μητροπολιτικών κέντρων (Κωνσταντινούπολη, Αγκυρα, Σμύρνη) και των παραλίων από τη μια μεριά και της περιφέρειας της κεντρικής και βόρειας Τουρκίας (παράλια Εύξεινου Πόντου) και των μικρών και μεσαίων πόλεων της υπαίθρου από την άλλη, που αντανακλά διαφορετικά οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά προτάγματα. Οι δεύτερες είναι περιοχές όπου κυριαρχούν μεσαία στρώματα, θρησκευόμενα, με συντηρητική και πατριαρχική πρόσληψη της πολιτικής, που όμως δεν υποστηρίζουν υποχρεωτικά μια ισλαμιστική ατζέντα με την έννοια της σαρία ή της μαντίλας. Αυτά λοιπόν τα στρώματα, που δεν διαθέτουν την έκθεση στο διεθνές εμπόριο που διέπει την υπόλοιπη χώρα και ασχολούνται σε ένα βαθμό με τη γεωργία, έχουν κοινό αξιακό κώδικα με τον Ερντογάν και έχουν ευεργετηθεί από αυτόν την προηγούμενη δεκαπενταετία. Δεν θα τον εγκαταλείψουν μόνο και μόνο εξαιτίας μιας διετούς κρίσης πληθωρισμού όπως νόμιζαν κάποιοι. Ν.Χ.: Νομίζω πως αμελώς αγνόησαν το γεγονός πως ο Ερντογάν είναι στην εξουσία δύο δεκαετίες, το οποίο σημαίνει πως μπορούσε να εργαλειοποιήσει την εξουσία του κράτους (άλλωστε το κράτος είναι ο ίδιος), να χειραγωγήσει και να στρέψει τους Τούρκους πολίτες μεταξύ τους παίζοντας το χαρτί της ταυτότητας.

Για παράδειγμα, η δική μου ανάγνωση, η δική μου εξήγηση, έγκειται στις μακροχρόνιες προσπάθειες κατασκευής μιας «νέας Τουρκίας», μιας Τουρκίας σουνιτικής, μιας Τουρκίας «αυτοκρατορικής», μιας Τουρκίας σημαντικής σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Στον πυρήνα αυτής της «νέας Τουρκίας» βρίσκεται η ταυτότητα. Για παράδειγμα, θα περίμενε κάποιος πως ο κόσμος των σεισμόπληκτων περιοχών, συνδυαστικά με τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα και τον τεράστιο πληθωρισμό, θα ψήφιζε μαζικά εναντίον του Ερντογάν. Συνέβη το αντίθετο. Αυτό σημαίνει πως μπορεί να έχουν λιγότερα χρήματα αλλά να νιώθουν περισσότερο ασφαλείς ως ευσεβείς μουσουλμάνοι λόγω των πολιτικών του Ερντογάν, ο οποίος –μην ξεχνάμε– πείθει. Υπό αυτή την έννοια ο «νέος Τούρκος» μπορεί να είναι ή να νιώθει καλύτερα από πριν.

Αντιστρόφως, πού οφείλεται μια ακόμη αποτυχία της ενιαίας αντιπολίτευσης; Οι αιτίες της ήττας περιορίζονται αποκλειστικά στην επιλογή του Κιλιτσντάρογλου;

Σ.Ρ.: Δεν με πείθει ότι για όλα φταίει η επιλογή υποψηφίου. Μια υποψηφιότητα τύπου Ιμάμογλου για παράδειγμα στην παρούσα φάση δεν θα είχε σοβαρές πιθανότητες να διεισδύσει εκλογικά στον δεύτερο πόλο ακριβώς γιατί δεν έχει διείσδυση στην ύπαιθρο. To γεγονός πάντως πως στην αντιπολίτευση επέλεξαν να μείνουν στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή που λέγεται Κιλιτσντάρογλου δείχνει την παθογένεια ενός συνασπισμού που τον ενώνει μόνο ο αντιερντογανισμός. Να σημειώσουμε εδώ πως ο Ερντογάν δεν κατάφερε να αλλάξει μόνο το κράτος αλλά και τον πολιτικό χάρτη της χώρας, καθιστώντας τον λόγο του ηγεμονικό. Εκμεταλλεύτηκε την κατάρρευση της παραδοσιακής κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς και έφτιαξε μια νέα, κυρίαρχη την τελευταία εικοσαετία πρόταση, στην οποία οι αντίπαλοί του δεν έχουν βρει ακόμη τη δική τους απάντηση.

Ν.Χ.: Το βασικό ερώτημα που θέτουν όσοι παρακολουθούν τις εξελίξεις στην Τουρκία, είτε στην Τουρκία είτε στο εξωτερικό, είναι τι συνέβη. Πέρα από τις αναλύσεις ορισμένων που αναφέρονται απλοϊκά και μόνο σε στημένες εκλογές, ότι «ψήφισαν και τα δέντρα» κ.λπ., εγώ αυτό που εντόπισα ήταν η υπερβολική έμφαση στα γκάλοπ, τα κοινωνικά δίκτυα, σε πολιτικές εκπομπές –όπως στο κατά τα άλλα ανεξάρτητο Medyascope– να προεξοφλούν πως ο Κιλιτσντάρογλου θα είναι ο επόμενος πρόεδρος, ο μεγάλος νικητής. Αυτό ουσιαστικά σήμαινε πως δεν δινόταν η απαραίτητη προσοχή και ανάλυση στον ίδιο τον Ερντογάν, στο κόμμα του, στον κρατικό μηχανισμό που δουλεύει γι’ αυτόν κ.λπ. Εάν το έκαναν προσεκτικά και πέρα από ευσεβείς πόθους και ελπίδες, θεωρώ πως θα εντόπιζαν πού υστερούσε ο Κιλιτσντάρογλου και πού υπερίσχυε ο Ερντογάν. Οπως συνέβη και με τους σχολιαστές που θεωρούσαν πως ο Τραμπ δεν θα εκλεγόταν, έτσι και τώρα θεώρησαν πως ο Κιλιτσντάρογλου θα εκλεγόταν. Μια ανάλυση η οποία δυστυχώς βασίζεται στην ελπίδα, σε ένα wishful thinking. Επιπλέον, θα πρέπει να τονιστεί πως η στρατηγική της αντιπολίτευσης στην Τουρκία εξυπηρετεί τους υπερεθνικιστές και μας υπενθυμίζει την προειδοποίηση του Βάλτερ Μπένγιαμιν: «Ενας λόγος για τον οποίο ο φασισμός έχει μια ευκαιρία είναι ότι στο όνομα της προόδου οι αντίπαλοί του τον αντιμετωπίζουν ως ιστορική αναγκαιότητα».

Εχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε την Τουρκία υπό το δίπολο ισλαμιστές/κεμαλιστές; Αυτές οι τομές ισχύουν ή έχουν αντικατασταθεί από καινούργιες;

Σ.Ρ.: Αυτές οι διαχωριστικές γραμμές δεν έχουν την ευκρίνεια του παρελθόντος. Είναι εξάλλου χαρακτηριστικό πως ισλαμιστές και κεμαλιστές βρίσκει κανείς και στα δύο στρατόπεδα. Σήμερα η αντιπολίτευση είναι ένα ετερόκλητο μείγμα που περιλαμβάνει σοσιαλδημοκράτες, ακροδεξιούς, ισλαμιστές και εμμέσως τους Κούρδους. Εκτός του ότι με ένα τέτοιο σχήμα, που δεν χαρακτηρίζεται από ενιαία αντίληψη, δεν μπορείς να κερδίσεις έναν τόσο δυνατό αντίπαλο, αυτό το μείγμα λέει πολλά για το πόσο έχουν διασαλευτεί οι παλιές απλές τομές τις οποίες στην Ελλάδα αγαπάμε να αναπαράγουμε.

Ν.Χ.: Οποιαδήποτε έρευνα πραγματοποιείται εντός αυτών των περιορισμών και των δίπολων σχημάτων αποστερείται κάθε πιθανότητα να εξετάσει την τουρκική πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα στην ολότητά της – ιδιαιτέρως τις σχέσεις κράτους – θρησκείας, που είναι ένα από τα πιο περίπλοκα κοινωνικοπολιτικά φαινόμενα στη σύγχρονη Τουρκία. Οπότε θα έλεγα πως αυτοί οι διαχωρισμοί δεν ισχύουν και δεν ξέρω αν ίσχυαν και ποτέ. Αλλωστε δεν υπάρχει ένα ισλάμ και σίγουρα ούτε ένας κεμαλισμός. Η Τουρκία, όπως κάθε χώρα άλλωστε, είναι πολύπλοκη, πολυεπίπεδη, με πολλούς δρώντες οι οποίοι έχουν διάφορα συμφέροντα, γι’ αυτό τον λόγο προσπαθώ στη δική μου ανάγνωση να μην υιοθετώ δίπολα σχήματα αλλά επιχειρώ να εντάσσω την Τουρκία σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο.

Πόσο μια νέα θητεία Ερντογάν μεταβάλλει τις σχέσεις του με Ελλάδα και Δύση;

Σ.Ρ.: Εκτιμώ πως ο Ερντογάν θα συνεχίζει να παίζει σε ένα ιδιότυπο 60-40 μεταξύ Δύσης και Ανατολής, επειδή βλέπει ότι τον παίρνει καθώς πηγαίνουμε σε έναν κόσμο πιο ανεξάρτητο, όπου πολλές χώρες διέπονται από μεγαλύτερη ευελιξία μεταξύ Δύσης και Ανατολής, ειδικά σε οικονομικό επίπεδο. Στην Ελλάδα θα πρέπει να μάθουμε να κοιτάμε την Τουρκία πιο μακροσκοπικά. Εκεί μπαίνει η ευθύνη των ακαδημαϊκών, των πολιτικών και των δημοσιογράφων, που αντιμετωπίζουν τη γειτονική χώρα με όρους επικαιρότητας ανακαλύπτοντας απότομες στροφές ή κινήσεις αντιπερισπασμού στην εξωτερική πολιτική της. Ομως η τελευταία έχει να κάνει με τον διεθνή της ρόλο και έχει πίσω της ένα στοιχείο αυτοκρατορικής κληρονομιάς.

Ν.Χ: Ακόμη και σήμερα πολλοί αναλυτές –στην Ελλάδα αυτό κυριαρχεί– τείνουν να αναλύουν και να συζητούν την άνοδο του ΑΚΡ στην εξουσία, την πολιτική του ταυτότητα –ειδικά σε σχέση με τη θρησκεία– καθώς και τις όποιες εξελίξεις λαμβάνουν χώρα στην Τουρκία μέσω αυτού του εδραιωμένου δίπολου. Σε αυτό το σημείο είμαι μάλλον από τους απαισιόδοξους. Πολλοί αναλυτές θεωρούν πως λόγω της άσχημης οικονομίας της Τουρκίας και των σχέσεων με τη Δύση, εάν εκλεγεί ο Ερντογάν στις 28 Μάη, μάλλον θα επιχειρήσει να εξομαλύνει τις σχέσεις με τη Δύση. Θεωρώ πως η όποια προσπάθεια εξομάλυνσης των σχέσεων με τη Δύση θα γίνει μέσω τρίτων, όπως για παράδειγμα μέσω καλών σχέσεων με το Ισραήλ, ώστε να υπάρχει αντίκτυπος στις ΗΠΑ. Οσον αφορά τη Ρωσία, το γεγονός ότι ακόμη και ο Κιλιτσντάρογλου δήλωσε πως εάν κερδίσει δεν θα αλλάξει η σχέση της Τουρκίας με τη Ρωσία δείχνει πόσο σημαντική είναι για την Τουρκία. Επιπλέον, θεωρώ πως θα επιχειρήσει να βελτιώσει τις σχέσεις της με την Αίγυπτο σε μια προσπάθεια να απομονώσει την Ελλάδα, παρόλο που οι σχέσεις μεταξύ Αθήνας και Αγκυρας βελτιώθηκαν σημαντικά μετά τον σεισμό του Φεβρουαρίου του 2023.

Documento Newsletter