Σοκ και Μπέος

Τρεις πανεπιστημιακοί προσεγγίζουν το αποκρουστικό φαινόμενο του μάτσο δημάρχου και τη νέα επικράτησή του στον Δήμο Βόλου

Σφαλιάρες, ομοφοβία και μπουγέλωμα αντιπάλων σε μια πόλη που βυθίστηκε δύο φορές στις λάσπες λίγες μέρες προτού ανοίξουν οι κάλπες. Παρά τη διαχειριστική ανεπάρκεια, τη ματσίλα και τα λούμπεν σχήματα, ο Αχιλλέας Μπέος επικράτησε στη μάχη για τη δημαρχία του Βόλου με το εμφατικό 55,02%. Αραγε τι οδήγησε 32.032 Βολιώτες να δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης για τρίτη φορά στον άνθρωπο που αντιλαμβάνεται το αυτοδιοικητικό του βήμα ως εφαλτήριο εκφοράς φασίζουσας ρητορικής; Επίσης, τι μετατρέπει το πλήθος σε όχλο χειροκροτητών τοξικής αρρενωπότητας, όπως συνέβη το βράδυ της προηγούμενης Κυριακής στο κεντρικό εκλογικό περίπτερο του Αχ. Μπέου;

«Φασιστικός λόγος»

Απάντηση δίνουν τρία μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας, τα οποία προσεγγίζουν το αποκρουστικό φαινόμενο «Μπέος» από διαφορετικές επιστημονικές αφετηρίες. Ο επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας και Ελληνικού Πολιτικού Συστήματος του ΔΠΘ Χρύσανθος Τάσσης υποστήριξε αρχικά ότι παρακολουθούμε «το αποτέλεσμα διεργασιών που γίνονται στην ελληνική κοινωνία από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, αρχές της δεκαετίας του ’90 και μετά», επισημαίνοντας το φαινόμενο της «πολιτικής καρτελοποίησης», το οποίο αποτυπώνει την απομάκρυνση της κοινωνίας από τα κόμματα αλλά και τον πρωταγωνιστικό ρόλο που διαδραματίζουν τα κυρίαρχα ΜΜΕ στην αναπαραγωγή των κομματικών μηχανισμών.

Συνέπεια αυτού, η πολιτική ακολούθησε το μονοπάτι του λαϊφστάιλ, γεγονός που πριμοδότησε την ιδεολογική καχεξία και τις αυταρχικές περσόνες. «Από το 1990 υπάρχει η τάση για lifestyle politics, για προσωποποίηση της πολιτικής, με τις ιδέες να μην αποτελούν τη βάση των μεγάλων πολιτικών διαφορών, καθώς η έμφαση δίνεται στην έννοια της διαχείρισης. Είναι αυτό που λέμε μεταπολιτική και μεταδημοκρατία» εξηγεί, συμπληρώνοντας πως «η συρρίκνωση της δημοκρατίας» δημιουργεί ένα ρεύμα που στρέφει τους πολίτες σε «αυταρχικού τύπου προσωπικότητες και λύσεις».

«Αυτό γίνεται και στις ηγεσίες των κομμάτων, αλλά και σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης» είπε, ενώ υπογράμμισε ότι το ρεύμα αυτό επέφερε «την ήττα των δύο μεγάλων ιδεολογιών: του σοσιαλισμού και του χριστιανισμού». Οπως ανέλυσε ο Χρ. Τάσσης, οι πολίτες δεν ενδιαφέρονται για τους μεγάλους μετασχηματισμούς ούτε για την ουσία της χριστιανικής ηθικής, η οποία ήταν συνυφασμένη με το δεξιό ακροατήριο.

«Αρα λοιπόν έχουμε αυταρχικές προσωπικότητες οι οποίες σε συνδυασμό με τη μη εμπλοκή της κοινωνίας στην πολιτική διαμορφώνουν τύπο αυταρχικού μοντέλου που κυριαρχεί έξω και πάνω από οποιαδήποτε θεσμική ηγεσία, κάτι που είναι θελκτικό για την κοινωνία. Αυτές οι μορφές εξουσίας συμπίπτουν με την άνοδο της Χρυσής Αυγής» διαπίστωσε και κατέληξε λέγοντας: «Για παράδειγμα, οι δηλώσεις Μπέου για τον Στέφανο Κασσελάκη είναι βαθιά ρατσιστικές και διχαστικές, θυμίζουν την εποχή του μεσοπολέμου στην Ευρώπη. Είναι φασιστικός λόγος. Αυτό αντανακλά και μια τάση που υπάρχει έντονα στην κοινωνία».

«Ταύτιση με τον ισχυρό»

Από την πλευρά του, ο Δημήτρης Καλτσώνης, καθηγητής Θεωρίας Κράτους και Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διευκρίνισε εισαγωγικά: «Η εκλογική επικράτηση του Μπέου δεν μπορεί να μας κρύψει ότι υπάρχει μείωση της επιρροής του. Γιατί στις προηγούμενες εκλογές έλαβε 37.000 ψήφους και τώρα έλαβε 32.000 ψήφους. 57,5% στις προηγούμενες εκλογές, 55% στις τωρινές. Η συμμετοχή, επίσης, είναι χαμηλότερη. Ηταν στο 60% το 2019, τώρα είναι στο 54%».

Επιπλέον συμπλήρωσε: «Είναι προφανές ότι στηρίχτηκε από τη ΝΔ, από την ακροδεξιά και από ισχυρά επιχειρηματικά συμφέροντα και αξιοποιεί πελατειακά δίκτυα. Νομίζω ότι τα ερωτήματα μπορούν να απαντηθούν αν σκεφτούμε ότι εδώ και δεκαετίες έχουμε από τα κυρίαρχα Μέσα και την κυρίαρχη ιδεολογία μια ηρωοποίηση της βίας ενάντια στον αδύναμο».

Επιπλέον, ο Δ. Καλτσώνης επισήμανε τον ρόλο που έπαιξε «το κυρίαρχο αφήγημα από τα κυρίαρχα ΜΜΕ ότι για τις πρόσφατες φυσικές καταστροφές φταίει μόνο η κλιματική κρίση». Στηλίτευσε επίσης «την ανοχή τομέων του κρατικού μηχανισμού απέναντι στη βία και την παρανομία της ακροδεξιάς», κάτι που «το είδαμε με τον πιο κραυγαλέο τρόπο στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής» και τόνισε την ταύτιση με τον ισχυρό που αισθάνονται όσοι υποστηρίζουν τέτοιου είδους υποψηφιότητες.

«Παρόμοια φαινόμενα έχουμε και σε άλλες χώρες. Λόγου χάρη, ο μεγαλέμπορος ναρκωτικών Εσκομπάρ είχε εκλεγεί γερουσιαστής…» κατέληξε.

«Αυτό “πουλάει”»

Η δόκτωρ και επιστημονική συνεργάτιδα του τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ ΑΠΘ και ΕΚΠΑ Δέσποινα Χρονάκη προσεγγίζει το θέμα τόσο από το σκέλος της αντίδρασης του κοινού στο παραλήρημα Μπέου όσο και ως προς τη λειτουργία των ΜΜΕ.

«Τα δημόσια πρόσωπα που τραβούν το ενδιαφέρον των Μέσων με προσβλητικές τοποθετήσεις και τη δημόσια κατακραυγή ή επευφημία ανταποκρίνονται σε μια πολιτισμική και κοινωνική συνθήκη (άρα και πολιτική), στην οποία άτομα με θεσμικό ρόλο (π.χ. πολιτικοί) ή με λόγο στη δημόσια σφαίρα παραβιάζουν τα όρια του κοινωνικά αποδεκτού και των προσδοκώμενων κοινωνικών και πολιτισμικών κανόνων συμπεριφοράς. Η καταφανής, εκτεταμένη και με ένταση παραβίαση των προσδοκιών των ακροατηρίων – πολιτών για τα δημόσια πρόσωπα –και ειδικά τους εκπροσώπους θεσμών– τροφοδοτεί και το ενδιαφέρον των Μέσων. Επομένως, αυτό που “πουλάει” δεν είναι μόνο ο δήμαρχος Βόλου ως κάτι γκροτέσκο, αλλά η παραβίαση του κοινωνικά αποδεκτού και η βίαιη – σοκαριστική μετάβασή της από το ιδιωτικό στο δημόσιο» σημείωσε και συνέχισε:

«Οι επευφημίες των ακροατηρίων έχουν σίγουρα και κοινωνική – πολιτισμική επεξήγηση: σε μια βαθιά συντηρητική κουλτούρα όπως η ελληνική, η πλαισίωση του ομοφυλόφιλου άντρα ως “πούστη” δεν παραπέμπει απλώς στην εκθηλυμένη φιγούρα του άντρα (και στη χλεύη εξαιτίας της ταυτότητάς του), αλλά στην έλλειψη κοινωνικών χαρακτηριστικών που αποδίδονται στο αρρενωπό: την τιμιότητα, το θάρρος, τη γενναιότητα, την πατρικότητα. Θεωρείται λοιπόν ότι παραβιάζει έμφυλες κοινωνικές κατασκευές οι οποίες πολιτισμικά είναι πολύ πιο στιβαρές από τη σεξουαλική του ταυτότητα».

 

Ετικέτες