Σοφία Αδαμίδου: «Η Μπέλλου δεν είχε σχέση με τη φήμη του δύσκολου ανθρώπου»

Σοφία Αδαμίδου: «Η Μπέλλου δεν είχε σχέση με τη φήμη του δύσκολου ανθρώπου»

Ένα απόγευμα στο σπίτι της δημοσιογράφου και συγγραφέα που έγραψε τη βιογραφία της μεγάλης ερμηνεύτριας.

Στα τέλη του 1992 η Σοφία Αδαµίδου, η οποία τότε εργαζόταν στον ΑNT1, αναζήτησε τη Σωτηρία Μπέλλου στο Ρεπορτάζ όπου τραγουδούσε για να της πάρει συνέντευξη. Η βραδιά που γνωρίστηκαν ήταν η αρχή µιας µεγάλης φιλίας, από την οποία γεννήθηκε το βιβλίο «Σωτηρία Μπέλλου – Πότε ντόρτια, πότε εξάρες» το οποίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1998 και πάνω του βασίστηκε το θεατρικό έργο «Σωτηρία µε λένε». Εδώ και λίγο καιρό η βιογραφία επανεκδόθηκε ξεκινώντας νέο κύκλο γνωριµίας µε τους αναγνώστες. Με αυτή την αφορµή συναντηθήκαµε µε τη συγγραφέα για να συζητήσουµε για την τόσο ιδιαίτερη περίπτωση της Σωτηρίας Μπέλλου, η οποία άφησε το βαθύ της ίχνος στο ελληνικό µεταπολεµικό τραγούδι αλλά πλήρωσε ακριβά το θάρρος της να είναι ο εαυτός της. «Ηταν πολύ µεγάλο το ταξίδι µέσα από τη ζωή αυτής της γυναίκας» λέει η συγγραφέας. «Εζησα κι εγώ πράγµατα, εποχές, ανθρώπους, συναισθήµατα, φόβους, όνειρα, οράµατα».

Πώς γνωριστήκατε;

Βρεθήκαµε κάποια στιγµή για να της κάνω µια συνέντευξη. Οταν τελειώσαµε µου είπε: «Μην εξαφανιστείς τώρα που έκανες τη δουλειά σου. Ετσι κάνουν όλοι οι δηµοσιογράφοι». Της απάντησα: «Με χαρά, κ. Μπέλλου, όποτε θέλετε να τα ξαναπούµε». Λίγες µέρες µετά της τηλεφώνησα να δω αν της άρεσε η συνέντευξη και µε κάλεσε για καφέ. Ετσι ξεκίνησε η φιλία µας. Οταν αρρώστησε βρέθηκα κοντά της και τη συνόδευα στους γιατρούς. Στις συζητήσεις που είχαµε µου µιλούσε για τη ζωή της. Μια µέρα µου ζήτησε να γράψω τη βιογραφία της. «Θα το κάνεις όταν εγώ θα σου πω, δεν θα µε πιέσεις» µου είπε. Σεβάστηκα την παράκλησή της και έτσι κάποια στιγµή –αφού µου είχε δώσει γραπτά της, φωτογραφίες και άλλα ντοκουµέντα– µου είπε «ξεκίνα». Ηταν η εποχή που είχε βγει από το νοσοκοµείο έπειτα από τρία χρόνια νοσηλείας.

Πρόλαβε να τη διαβάσει;

Δυστυχώς όχι. Τον Μάιο του 1997 ξεκίνησα, τον Αύγουστο πέθανε.

Δηλαδή σας ζήτησε να το ξεκινήσετε όταν κατάλαβε ότι ερχόταν το τέλος;

Ναι.

Πώς ήταν στην προσωπική της επαφή;

Πολύ απλή. ∆εν είχε καµία σχέση µε τη φήµη του δύσκολου και περίεργου ανθρώπου που µου είχε µεταφερθεί την εποχή που πήγα να της κάνω τη συνέντευξη. Εγώ γνώρισα έναν άνθρωπο πολύ φιλικό, δεν είδα ποτέ κάποια ιδιοτροπία της. Βέβαια πάντα παίζει ρόλο και η χηµεία των ανθρώπων στις σχέσεις τους· πιθανώς την πέτυχα στη φάση της ζωής της που πλέον αντιµετώπιζε τις καταστάσεις µε στωικότητα. Ισως καταλάβαινε ότι δεν µπορούσε να αλλάξει τίποτε, γιατί σε όλη της τη ζωή προσπαθούσε κάτι να αλλάξει ή αµυνόταν απέναντι σε αυτούς που ήθελαν να την αλλάξουν.

Απ’ όσα ακούω και διαβάζω καταλαβαίνω ότι δεν έκανε καµία προσπάθεια ούτε να είναι αρεστή ούτε να περνάει «κάτω από το ραντάρ». Τι έλεγε η ίδια γι’ αυτό;

∆εν την ενδιέφερε να είναι αρεστή για να την αγαπάνε. Μου είχε πει: «Θέλω να µ’ αγαπάνε γι’ αυτό που είµαι, όχι γι’ αυτό που θέλουν αυτοί να είµαι».

Αυτήν τη στάση ζωής την πλήρωσε πολύ ακριβά όµως, µε συνεχείς ξυλοδαρµούς και αποκλεισµούς.

Είχε υποστεί ξυλοδαρµούς από παιδάκι ακόµη. Από τη µάνα της –µε την οποία αγαπιόνταν πολύ αλλά είχαν τις εντάσεις τους και τις συγκρούσεις τους– επειδή ήταν δύσκολο και ατίθασο παιδί, αλλά και αργότερα που ανακοίνωσε ότι ήθελε να γίνει τραγουδίστρια. Ο πατέρας της δεν τη µάλωνε, ήταν πολύ ήπιος και καλός µαζί της, αλλά µια µέρα η µάνα της φώναξε στο σπίτι τον ξάδερφό της, ο οποίος τη χτύπησε και την κούρεψε.

Οταν άφησε την οικογένειά της και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα πώς ήταν η ζωή της;

Ηξερε ότι έπρεπε να επιβιώσει. Φανταστείτε τώρα ένα κοριτσάκι 19 χρόνων το οποίο βρέθηκε από µια επαρχιακή πόλη, τη Χαλκίδα, ολοµόναχο µέσα στην Αθήνα στην Κατοχή. ∆εν πάλευε µόνο για την προσωπική της επιβίωση, συµµετείχε και σε αγώνες µε το ΕΑΜ, ενώ τραυµατίστηκε στα ∆εκεµβριανά. Νωρίτερα είχε κλέψει µια κουραµάνα από γερµανικό φορτηγό, τη φυλάκισαν και την ξυλοφόρτωσαν. Πριν από όλα αυτά όµως είχε κάνει και πάλι φυλακή.

Εννοείτε τότε που έριξε το βιτριόλι στον άντρα της;

Ναι, ο οποίος επίσης τη χτυπούσε και µάλιστα την κλότσησε όταν ήταν έγκυος και απέβαλε. Προτού κλείσει τα 18 καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκιση. Σε έξι µήνες βγήκε. Από µικρή βίωσε τη βία και γι’ αυτό σε όλη τη ζωή της αν κάποιος της µίλαγε άσχηµα, τραβιόταν γιατί νόµιζε ότι θα τη χτυπήσει και γινόταν επιθετική. Η άµυνά της ήταν η επίθεση.

Και στο πάλκο όµως πέρασε δύσκολα. Στο βιβλίο αναφέρετε για τον ξυλοδαρµό της από τον Μιχάλη Γενίτσαρη αλλά και για τη νύχτα που αρνήθηκε να πει το τραγούδι που της ζήτησαν οι χίτες.

Πολύ λίγοι καλλιτέχνες µπορούσαν να το κάνουν αυτό. Ακόµη και άνθρωποι που µπορεί να µισούσαν ή να ήταν αρνητικοί απέναντι στους χίτες δεν αντιδρούσαν από φόβο. Η Σωτηρία όµως δεν τα καταλάβαινε αυτά. Αντιδρούσε µε όλη της τη δύναµη και ως ίση προς ίσο. ∆εν ένιωθε ότι ήταν η αδύναµη που πρέπει να κρατηθεί πίσω.

Αυτή η νύχτα στου Τζίµη του Χοντρού που δεν σηκώθηκε ο Τσιτσάνης να την υπερασπιστεί όπως και µια νύχτα που του ζήτησε λεφτά να πάει σπίτι της και δεν της έδωσε ήταν οι λόγοι που του κρατούσε θυµό;

Ναι, αν και αγαπούσε πάρα πολύ τον Τσιτσάνη. Ακόµη και αυτά δεν την εµπόδιζαν να αναγνωρίζει ότι ήταν ο άνθρωπος που της έδωσε τη δυνατότητα να γίνει αυτό που ήταν. Τη νύχτα µε τους χίτες στο µαγαζί δεν ήταν µόνο ο Τσιτσάνης, όλη η ορχήστρα ήταν άντρες. Κανένας δεν σηκώθηκε να την υπερασπιστεί. Βέβαια υπάρχει και η άλλη εκδοχή που λέει ότι αν σηκώνονταν, σίγουρα θα υπήρχε νεκρός.

Είχε ζητήσει να ταφεί δίπλα στον Τσιτσάνη;

Ναι, αλλά δεν υπήρχε δυνατότητα.

Ηταν η πρώτη γυναίκα µεταπολεµικά που κάθισε στο πάλκο. Αυτό πώς το κατάφερε;

Νοµίζω ότι συνέβη λόγω αυτού που έφερε µέσα της η Σωτηρία και νοµίζω ότι αυτήν τη θέση τής την έδωσε ο Τσιτσάνης – µέχρι εκείνη τη στιγµή τραγουδούσαν όρθιες. Αυτή κάθισε µαζί τους, δίπλα στους µουσικούς.

Ηταν δηλαδή µια µορφή αναγνώρισης;

Ναι.

Η δεκαετία του ’60 ήταν δύσκολη για εκείνη. Εµεινε εκτός δισκογραφίας και χωρίς δουλειά. Την απέκλεισαν;

Ναι, γιατί απαιτούσε τα δίκια της. Βέβαια για µια περίοδο ζούσε µέσα στα µαγαζιά. Επινε και αυτό δηµιουργούσε προβλήµατα. Μπλεκόταν σε καβγάδες και τα µαγαζιά δεν την ήθελαν, έληξε και το συµβόλαιο µε την Columbia το οποίο δεν ανανεώθηκε και τότε πέρασε µια βαριά κατάθλιψη, µε αποτέλεσµα να φτάσει στην απόπειρα αυτοκτονίας. Νοσηλεύτηκε, το πάλεψε και τα κατάφερε. Ηταν πολύ δύσκολη περίοδος, σχεδόν µια δεκαετία που έζησε µεγάλη φτώχεια και είναι χαρακτηριστικό ότι κάποια στιγµή που της δίνανε λίγη δουλειά στη Θεσσαλονίκη ή κάπου στην επαρχία ήταν µέσα στο τρένο και άκουσε µια παρέα να συζητάει για την Μπέλλου. Κάποιος είπε: «Φωνάρα ήταν αυτή, αλλά πέθανε». Γύρισε τότε και τους ρώτησε: «Την ξέρετε;». «Ναι, την ξέρουµε» απάντησαν. «Για δείτε λοιπόν» τους είπε. ∆εν την αναγνώρισαν γιατί σε εκείνη την περίοδο της ζωής της είχε µεταλλαχθεί η µορφή της.

Σαν να ωρίµασε απότοµα;

Ναι, άλλαξε το πρόσωπό της.

Και η φωνή της όµως δεν άλλαξε τότε; Πώς ξεκίνησε η δεύτερη καριέρα της µε τον Πατσιφά και τη Lyra;

Οταν η Σωτηρία άνοιξε ένα καφενείο στο Περιστέρι µαζί µε µια φίλη της πήγαιναν εκεί η Ρηνιώ Παπανικόλα και ο Κώστας Καζάκος και της έλεγαν να ξαναξεκινήσει. «Τα έχω σιχαθεί όλα» έλεγε, «δεν θέλω τίποτα ξανά». Μίλησε η Ρηνιώ στον Πατσιφά κι έπειτα από πολλές αρνήσεις της Σωτηρίας κατάφεραν και την πήγαν στη Lyra. Ετσι ξεκίνησε και πάλι τη δισκογραφία µε επανεκτελέσεις τραγουδιών και µετά µε µεγάλες επιτυχίες. Ο Σαββόπουλος της έδωσε το «Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια» και στη συνέχεια της έγραψαν τραγούδια ο Ανδριόπουλος, ο Μούτσης, ο ∆ηµητρίου, ο Κόκοτος, ο Λάγιος, ο Κουνάδης. Κι έτσι ξεκίνησε µια µεγάλη καριέρα, στην οποία έδωσε συγκλονιστικές ερµηνείες και ήταν µεγαλύτερη σε διάρκεια από την πρώτη.

Είναι γνωστό το πάθος της για τα ζάρια. Στο βιβλίο όµως διάβασα ότι έφευγε ακόµη και µέσα από το νοσοκοµείο για να πάει να παίξει.

Μην ξεχνάµε ότι έζησε µέσα στο νοσοκοµείο σχεδόν τρία χρόνια, χωρίς διαλείµµατα. Οπότε ήθελε λίγο να βγει. Βέβαια το µπαρµπούτι ήταν πάθος µεγάλο. Για να καταλάβετε, όταν πέθανε της βάλαµε µαζί της ζάρια. Θυµάµαι ένα χειµωνιάτικο βράδυ που πήγα στο νοσοκοµείο να την πάρω να πάµε βόλτα. Με περίµενε µε το παλτουδάκι της, το καπελάκι της, το µπαστουνάκι της. Βγήκα έξω να βρω ταξί και όταν µπήκαµε τη ρώτησα πού ήθελε να πάµε. «Πάµε στη Γλυφάδα» µου είπε. «Τι να κάνουµε;» τη ρώτησα. Και µου έκανε µια κίνηση µε τα χέρια εννοώντας να ρίξουµε ζάρια. Τώρα µετανιώνω που δεν πήγα, αλλά τότε µε έπιασε φόβος. Σκεφτόµουν ότι στα τόσα ντου που είχαν κάνει και την είχαν πιάσει ήταν πιθανό να έπιαναν κι εµένα. Της είπα ότι κάποια στιγµή θα έπρεπε να επιστρέψω στην εφηµερίδα γιατί είχα πολλή δουλειά. «Καλά» µου είπε, «θα µε πάει το παιδί». «Μια ωρίτσα» όµως της είπα. «Κάν’ τες δύο» µου απάντησε.

Προφανώς της έδινε ζωή αυτό.

Μια φορά την είχα ρωτήσει γιατί έπαιζε. Αν το έκανε για τα λεφτά. «Οχι» µου είπε, «για το παιχνίδι παίζω». Και τη ρώτησα τι θα έκανε τα χρήµατα αν κέρδιζε, γιατί τότε έπαιζε και ΠΡΟ-ΠΟ. «Θα δώσω σε όλα τα φιλαράκια µου τα µπατίρια, θα κρατήσω κι εγώ να ’χω».

Δεν κρατούσε τα λεφτά όµως, δεν τα αγαπούσε.

Ναι, και αυτό µου το έχουν πει άλλοι άνθρωποι για εκείνη, γιατί πάντα διασταύρωνα ό,τι µου έλεγε. Ακόµη κι αν είχε πάνω της τα τελευταία της λεφτά, αν έβλεπε κάποιον που δεν είχε, του τα έδινε. Της λέγανε «καλά, ρε Σωτηρία, κράτα κάτι και για σένα» κι εκείνη τους απαντούσε: «Εχει ο Θεός για µένα».

INFΟ

Το βιβλίο «Σωτηρία Μπέλλου – Πότε ντόρτια, πότε εξάρες» της Σοφίας Αδαμίδου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Αγγελάκη

Οι φωτογραφίες προέρχονται από το βιβλίο

Documento Newsletter