Τα καλά και τα κακά μαντάτα του νέου σχήματος των επιδοτήσεων
Για όλα εκείνα τα νοικοκυριά που περίμεναν με αγωνία να δουν τι θα γίνει με τις τιμές στους λογαριασμούς του ρεύματος μηνός Οκτωβρίου και τι θα ισχύει με βάση το νέο πλαίσιο επιδοτήσεων που θα εφάρμοζε από τον επόμενο μήνα η κυβέρνηση υπάρχουν καλά νέα και κακά νέα. Ας αρχίσουμε με τα καλά.
Μείωση 25% στην τιμή του ρεύματος
Το πρώτο καλό νέο ήταν πως έπειτα από τρεις μήνες ανεξέλεγκτων αυξήσεων στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος –τον Ιούλιο η κιλοβατώρα ήταν στα 31-35 λεπτά και τον Σεπτέμβριο είχε φτάσει στα 75-79 λεπτά, δηλαδή δυόμισι φορές πάνω– επιτέλους, έστω και για ένα μόνο μήνα, τον Οκτώβριο, υπάρχει μείωση 25%.
Η μείωση αυτή υπήρξε απροσδόκητη αν λάβουμε υπόψη ότι κατά τη δεύτερη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου η ΡΑΕ είχε προσδιορίσει τα πλαφόν των παραγωγών που χρησιμοποιούν φυσικό αέριο για τον Οκτώβριο κατά 25% υψηλότερα σε σχέση με τον Σεπτέμβριο, προμηνύοντας με τον τρόπο αυτό ότι έρχονται αυξήσεις αλλά και το γεγονός ότι η χώρα μας τις περισσότερες μέρες του Σεπτεμβρίου είχε την υψηλότερη χονδρεμπορική τιμή της Ευρώπης, μεταξύ 400 και 500 ευρώ τη μεγαβατώρα.
Να όμως που παρότι η κρίση με το φυσικό αέριο στην Ευρώπη συνεχίζεται, τον Σεπτέμβριο η μέση τιμή του ολλανδικού TTF φυσικού αερίου μειώθηκε 20% έναντι του Αυγούστου και, καθώς οι ευρωπαϊκές τιμές περνούν στην Ελλάδα με ένα μήνα καθυστέρηση, θα έχουμε μείωση τιμών στο ηλεκτρικό ρεύμα 25% τον Οκτώβριο. Σύμφωνα με παράγοντες του ενεργειακού κλάδου, στη μείωση των τιμών συνέβαλε και η μεγάλη αύξηση των εισαγωγών ηλεκτρικού ρεύματος από τη Βουλγαρία σε χαμηλότερες τιμές τον Σεπτέμβριο.
Για τον λόγο αυτό λοιπόν όλοι οι πάροχοι την περασμένη Τρίτη ανακοίνωσαν τιμές στη ζώνη των 60 έως 68 λεπτών την κιλοβατώρα, αυξημένες έναντι του Αυγούστου, όταν κυμαίνονταν στη ζώνη των 47 έως 58 λεπτών, αλλά μειωμένες έναντι του Σεπτεμβρίου, όταν οι τιμές βρίσκονταν στη ζώνη των 68 έως 80 λεπτών.
Επιδοτήσεις και εξοικονόμηση
Το δεύτερο καλό νέο είναι πως το σύστημα κλιμακούμενων επιδοτήσεων που ανακοίνωσε την Τετάρτη ο υπουργός Ενέργειας Κώστας Σκρέκας έχει –ευτυχώς για τα νοικοκυριά– περιορισμένη αντιστοίχιση με τις πρόσφατες κυβερνητικές εξαγγελίες περί τερματισμού των οριζόντιων επιδοτήσεων και σύνδεσής τους με μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας.
Δεν ξέρουμε γιατί – κανείς από την κυβέρνηση ή το ΥΠΕΝ δεν βγήκε να το εξηγήσει. Είναι πολύ πιθανό πάντως ότι έστω και την τελευταία στιγμή τα στελέχη του υπουργείου Ενέργειας κατάλαβαν πως ένα σχήμα επιδοτήσεων που θα υπολογίζονταν κάθε μήνα με βάση την τιμή των παρόχων και την αντίστοιχη κατανάλωση, όπως είχαν εξαγγείλει διάφοροι κυβερνητικοί στις αρχές του μήνα, θα ήταν στην πράξη ανεφάρμοστο καθώς θα προϋπέθετε δυνατότητα μέτρησης της κατανάλωσης σε μηνιαία βάση ώστε να γίνονται συγκρίσεις με την αντίστοιχη περσινή κατανάλωση και αν υπάρχει η μείωση 15%, να δίνεται η επιδότηση.
Η μέτρηση της κατανάλωσης σε μηνιαία βάση είναι όμως απλώς αδύνατη, καθώς η κυβέρνηση της ΝΔ ασχολήθηκε με την ιδιωτικοποίηση του ΔΕΔΔΗΕ αλλά όχι με την προώθηση του προγράμματος των «έξυπνων μετρητών» και ο ΔΕΔΔΗΕ, που κάνει οικονομία και σε… εργαζόμενους και σε εργολάβους, μετρά την κατανάλωση ανά τετράμηνο ή και πιο αραιά όταν τα συνεργεία του πέφτουν σε κλειστά σπίτια ή σε δύσκολα προσεγγίσιμες περιοχές και χώρους. Κατά συνέπεια, αν εφαρμοζόταν ένα σύστημα επιδότησης βασισμένο στην εξοικονόμηση, όλος ο κόσμος θα έμενε εκτός επιδοτήσεων για αρκετούς μήνες και οι καταναλωτές θα καλούνταν να πληρώσουν από την τσέπη τους τους λογαριασμούς των επόμενων μηνών Οκτωβρίου, Νοεμβρίου, Δεκεμβρίου με τις τιμές στα ύψη, 60 και 70 λεπτά η κιλοβατώρα, και να περιμένουν ως τον Ιανουάριο – Φεβρουάριο να μετρηθεί η κατανάλωση, να γίνουν οι συγκρίσεις με την προηγούμενη χρονιά και, αν έχουν μειώσει την κατανάλωσή τους κατά 15%, να λάβουν τις κρατικές επιδοτήσεις.
Ο κίνδυνος των κοινωνικών αντιδράσεων
Αν γινόταν αυτό, με δεδομένο ότι οι τιμές βρέθηκαν στα συγκεκριμένα ύψη στο πλαίσιο του νέου μοντέλου της ενεργειακής αγοράς που έφερε η κυβέρνηση της ΝΔ τον Ιούλιο υποσχόμενη ότι θα απορροφά το μεγαλύτερο μέρος των αυξήσεων, θα ξεσηκώνονταν τρομερές αντιδράσεις στην κοινωνία, την αντιπολίτευση, ακόμη και μέσα στη Νέα Δημοκρατία.
Προφανώς αυτό έγινε αντιληπτό στο ΥΠΕΝ κι έτσι, λίγες ώρες προτού ανακοινωθεί το νέο σύστημα, από πηγές του υπουργείου άρχισε να διαρρέει ότι επειδή οι τιμές είναι πια πάρα πολύ ψηλά και οι ληξιπρόθεσμες οφειλές αυξάνονται με ταχύτατους ρυθμούς, η κυβέρνηση θέτει ως προτεραιότητα να απορροφήσει το μεγαλύτερο μέγεθος του σοκ της έκρηξης των τιμών του ρεύματος στα νοικοκυριά και να διατηρήσει σταθερή την τιμή που θα πληρώνουν κάθε μήνα στα 15-16 λεπτά ανά κιλοβατώρα.
Ετσι ανακοίνωσαν ένα σχήμα κλιμακωτών επιδοτήσεων ανάλογα με την κατανάλωση για όλες τις κατοικίες, που περιλαμβάνει:
• Επιδότηση 43,6 λεπτά ανά κιλοβατώρα για κατανάλωση ως 500 κιλοβατώρες, η οποία κατά το ΥΠΕΝ καλύπτει το 80% των νοικοκυριών στην Ελλάδα.
• Επιδότηση 38,6 λεπτά ανά κιλοβατώρα για κατανάλωση 501-1000 κιλοβατώρες, που θα αυξάνεται περαιτέρω στα 43,6 λεπτά, αν το νοικοκυριό καταφέρει να μειώσει κατά 15% την κατανάλωσή του σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή και που κατά το υπουργείο αφορά το 8% των νοικοκυριών.
• Επιδότηση 33,6 λεπτά ανά κιλοβατώρα για το κομμάτι της κατανάλωσης που ξεπερνά τις 1.000 κιλοβατώρες τον μήνα, που κατά το ΥΠΕΝ αφορά μόνο το 2% των νοικοκυριών. Η επιδότηση αυτή θα αυξάνεται στα 38,6 λεπτά αν το νοικοκυριό πετυχαίνει τον στόχο εξοικονόμησης 15%.
• Επιδότηση 48,5 λεπτά ανά κιλοβατώρα για τους έχοντες κοινωνικό τιμολόγιο.
Ποιοι διασώζονται, ποιοι πλήττονται
Το σχήμα αυτό είναι καλό και πάντως πολύ καλύτερο από το σχήμα «επιδοτήσεις μόνο με εξοικονόμηση» που είχε αδρά περιγράψει ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη ΔΕΘ για τη συντριπτική πλειονότητα των νοικοκυριών, ας πούμε το 90%, που έχουν μηνιαία κατανάλωση ως 500 κιλοβατώρες και τελικά θα πληρώσουν τον Οκτώβριο 16-24 λεπτά την κιλοβατώρα, αναλόγως του παρόχου τους, δηλαδή πάρα πολύ ακριβά αλλά σε ένα επίπεδο που οι περισσότεροι μπορούν να αντέξουν.
Δεν ισχύει ωστόσο το ίδιο για τα άτυχα νοικοκυριά που έχουν υψηλότερη κατανάλωση επειδή χρησιμοποιούν ηλεκτρικό ρεύμα για θέρμανση, όπως δεν ισχύει και για τους επαγγελματίες και τις μικρές επιχειρήσεις που λόγω υψηλής κατανάλωσης θα έρθουν ξανά αντιμέτωποι με το πρόβλημα των δυσθεώρητων λογαριασμών ρεύματος που αντιμετώπιζαν έως τον Μάρτιο. Και βέβαια οι επιχειρήσεις τι εξοικονόμηση να κάνουν; Μόνο αν αποφασίσουν ξαφνικά να περιορίσουν τη δραστηριότητά τους, θα πληρώνουν σε λογικές τιμές το ρεύμα.
Η αβεβαιότητα της επόμενης μέρας
Υπάρχουν όμως και κακά νέα. Όλες αυτές οι τιμές, οι επιδοτήσεις κ.λπ. ισχύουν μόνο για ένα μήνα, τον Οκτώβριο, και καθώς υπόκεινται σε πλήθος αβεβαιοτήτων, ένα δυο μήνες μετά θα τις δούμε να μεταβάλλονται ξανά, μάλλον προς το χειρότερο.
Τον Οκτώβριο οι τιμές του ρεύματος μειώνονται επειδή έπεσε η τιμή του ευρωπαϊκού συμβολαίου φυσικού αερίου και επειδή έγινε μεγάλη εισαγωγή ρεύματος από τη Βουλγαρία σε χαμηλότερες τιμές. Κανείς δεν γνωρίζει όμως πού θα είναι οι τιμές του φυσικού αερίου σε δύο μήνες κι αν η Βουλγαρία θα έχει τη δυνατότητα εξαγωγών.
Η ίδια αβεβαιότητα υπάρχει σε ό,τι αφορά το ύψος των κρατικών επιδοτήσεων. Με βάση τις τελευταίες κυβερνητικές ανακοινώσεις, οι επιδοτήσεις του Οκτωβρίου έχουν κόστος 1,1 δισ. ευρώ, το οποίο θα καλυφθεί κατά 1 δισ. ευρώ από τα έσοδα του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης, που μαζεύτηκαν τον Αύγουστο όταν οι τιμές είχαν ξεφύγει στα υψηλότερα επίπεδα του έτους, και μόνο κατά 100 εκατ. ευρώ από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Τα έσοδα του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης ενδέχεται όμως να συρρικνωθούν δραστικά από τον επόμενο μήνα, αν υπάρξει όντως ευρωπαϊκή απόφαση για επιβολή πλαφόν σε όλες τις τεχνολογίες παραγωγής εκτός του φυσικού αερίου. Η κυβέρνηση προετοιμάζεται γι’ αυτό, μάλιστα επέβαλε από τώρα ένα νέο τέλος στους ηλεκτροπαραγωγούς που λειτουργούν με φυσικό αέριο για να μαζέψει έσοδα. Αν γίνει αυτό, προκειμένου να διατηρηθούν οι επιδοτήσεις στο ρεύμα στα ύψη του Οκτωβρίου θα χρειαστεί να σηκώσει πολύ βάρος ο κρατικός προϋπολογισμός κι αυτό είναι εκτός των δημοσιονομικών δυνατοτήτων της Ελλάδας. Αρα οι επιδοτήσεις υποχρεωτικά θα περιοριστούν.
Οι επιδοτήσεις σε φυσικό αέριο, πετρέλαιο και το κόστος θέρμανσης
Στις αρχές Σεπτεμβρίου η κυβέρνηση είχε διακηρύξει πως ενόψει ενός πολύ δύσκολου χειμώνα, που θα συνοδευόταν από εκρηκτική εκτόξευση τιμών στο φυσικό αέριο και στην ηλεκτρική ενέργεια και από ισχυρή πιθανότητα να υπάρξει μια πανευρωπαϊκή υποχρέωση για περιορισμό της κατανάλωσης φυσικού αερίου στη χώρα κατά 15%, θα υιοθετούνταν μέτρα περιορισμού της κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου και θα έδινε κίνητρα ώστε όσοι έχουν καυστήρα πετρελαίου να επιλέξουν το πετρέλαιο ως μέσο θέρμανσης αντί του φυσικού αερίου ή της ηλεκτρικής ενέργειας.
Όμως το τριπλό σχήμα επιδοτήσεων σε ρεύμα, φυσικό αέριο και πετρέλαιο που ανακοινώθηκε την περασμένη εβδομάδα έδειξε πως η κύρια κυβερνητική προτεραιότητα ήταν να παραμείνει η τιμή του ρεύματος σε σχετικά προσιτά
επίπεδα –για κοινωνικούς λόγους και για λόγους πολιτικού κόστους– και σε δεύτερο βαθμό για να μειωθεί η κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος να επιδοτηθεί το πετρέλαιο θέρμανσης και το φυσικό αέριο, προφανώς με κόψιμο των επιδοτήσεων στα καύσιμα, δηλαδή τη βενζίνη και το πετρέλαιο κίνησης, με το επιχείρημα ότι πέφτουν οι τιμές του πετρελαίου.
Έτσι ανακοινώθηκε επιδότηση 0,25 λεπτά στο λίτρο πετρελαίου θέρμανσης, που η τιμή του βρίσκεται τώρα στο 1,40 ευρώ, και 90 ευρώ στη μεγαβατώρα φυσικού αερίου, που η τιμή του είναι 230 ευρώ η μεγαβατώρα (από μήνα σε μήνα όμως έχει ακραία μεταβλητότητα). Κατόπιν αυτών των ανακοινώσεων η πλατφόρμα σύγκρισης τιμών Pricefox επιχείρησε να υπολογίσει το διαφορετικό κόστος θέρμανσης για ένα σχετικά μονωμένο μέσο διαμέρισμα 80 τ.μ. με κάθε καύσιμο λαμβάνοντας
υπόψη τις επιδοτήσεις για τη χειμερινή περίοδο. Υπολόγισε πως η θέρμανση με καυστήρα πετρελαίου θα στοιχίσει 490 ευρώ, με φυσικό αέριο 784 ευρώ, με κλιματιστικά inverter 509 ευρώ, με ενεργειακό τζάκι 336 ευρώ και με σόμπα πέλετ 448 ευρώ. Το υποθετικό διαμέρισμα 80 τ.μ. της άσκησης του Pricefox δεν τοποθετείται κάπου συγκεκριμένα (π.χ. στη Φλώρινα όπου οι ανάγκες θέρμανσης είναι μεγάλες ή στην Κρήτη που είναι μικρότερες), κατά συνέπεια αυτά τα κόστη είναι ενδεικτικά και κατάλληλα κυρίως για σύγκριση ανάμεσα στις διάφορες πηγές θέρμανσης. Και αν κάτι δείχνουν, είναι ότι ακόμη και τώρα, που η τιμή του φυσικού αερίου έχει πέσει πολύ σε σχέση με τον Αύγουστο και που η κρατική επιδότηση έχει αυξηθεί σε σχέση με πέρσι, θα είναι σχεδόν αδύνατο να το αντέξουν οικονομικά φέτος ως πηγή θέρμανσης όλοι όσοι πείστηκαν τα τελευταία χρόνια να το υιοθετήσουν.