«Σκοτεινό φως»: Προδημοσίευση από το νέο βιβλίο του Γιώργου Πολυμενάκου

«Σκοτεινό φως»: Προδημοσίευση από το νέο βιβλίο του Γιώργου Πολυμενάκου

Το «Σκοτεινό φως», το δεύτερο μυθιστόρημα της «Τριλογίας των Φάρων» του Γιώργου Πολυμενάκου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γραφή και θα βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία από τη Δευτέρα 15 Μαΐου.

«Το συρματόπλεγμα εκτείνεται σε όλο το μήκος του νησιού. Μέσα από το συρματόπλεγμα, βρίσκονται τα άθλια παραπήγματα των προσφύγων. Ένοπλοι φρουροί επιτηρούν τη ρακένδυτη μάζα των μεταναστών που είναι στοιβαγμένοι πίσω από τον ψηλό αγκαθωτό φράχτη».

Η οργάνωση «Νέα Τάξη» επιχειρεί να επικρατήσει σε ολόκληρη τη χώρα. Σε κάποιες περιοχές έχει καταλάβει ήδη την εξουσία. Πρώτιστο μέλημά της είναι η κάθαρση του κοινωνικού ιστού. Οι κάθε λογής έγχρωμοι, οι σωματικά ανάπηροι, οι ψυχικά ασθενείς, αντιμετωπίζονται ως μολύνσεις που πρέπει να απομακρυνθούν.

«Το πρόσωπό της είναι στραμμένο προς τον Νότο, προς τα κει που ξέρει ότι βρίσκεται μια πατρίδα προς την οποία δεν υπάρχει επιστροφή. Το δικό του είναι στραμμένο προς το μέρος της, προς την αγαπημένη του, προς τη μοναδική χώρα που του απέμεινε για να ζήσει. Το πρόσωπο του αδερφού του, που έχει διαγνωσθεί με ψυχική ασθένεια, είναι στραμμένο προς τις αναλαμπές του σκοταδιού πίσω από την κορυφή του φάρου».

Το βιβλίο καταγράφει την ιστορία μιας ομάδας ανδρών και γυναικών που προσπαθούν να επιβιώσουν δίνοντας  εξετάσεις υπακοής, ή αντίστασης, σε αυτή τη νέα, αμείλικτη τάξη πραγμάτων, ανάμεσα στα σωριασμένα ερείπια των μύθων του παρελθόντος. Αλλά ακόμη και σ’ αυτόν τον ζοφερό κόσμο, μπορεί να υπάρξει μια ρωγμή στο σκοτάδι.

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γραφή και θα βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία από τη Δευτέρα 15 Μαΐου.

Ακολουθεί απόσπασμα:

Άγις και Λίγια

Είναι καθισμένη με λυγισμένα γόνατα πάνω στο ράντζο, φαινομενικά ακίνητη, αλλά υπάρχει μια κρυμμένη ένταση σε αυτή την ακινησία, σαν του ελαφιού που έχει σταθεί στη μέση ενός ξέφωτου και αφουγκράζεται προσεκτικά προσπαθώντας να εντοπίσει την παρουσία κάποιου αόρατου αρπακτικού.

Το φως της λάμπας πετρελαίου δυναμώνει για μια στιγμή, ανεξήγητα, και ο Άγις βλέπει τις ορθωμένες θηλές της να μαραζώνουν ξαφνικά σαν να προσπαθούν να κρυφτούν μέσα στη σκουρόχρωμη άλω που τις περιβάλλει.

«Θέλω να ανεβούμε στον φάρο», λέει μετά από μερικές στιγμές η Λίγια. «Μπορούμε;»

Ο Άγις σηκώνεται, παίρνει δυο γκρίζες στρατιωτικές κουβέρτες που είναι πεσμένες δίπλα στο ράντζο, σκεπάζει τον εαυτό του με τη μία και δίνει στη Λίγια την άλλη.

«Άσε να περάσει ένα λεπτό και ακολούθησέ με. Πήγαινε κολλητά, όσο μπορείς, στον τοίχο της στέρνας. Θα σε περιμένω στην πόρτα του φάρου», λέει ο Άγις.

Η νύχτα είναι ασέληνη. Το μόνο που διακρίνεται μέσα στο σκοτεινό τοπίο είναι ο ολόλευκος μαρμάρινος φάρος.

Ο μακρινός αχός των κυμάτων που σκάνε ασταμάτητα γύρω από τη νότια άκρη του νησιού είναι αρκετός για να καλύψει τον ήχο των βημάτων του. Το σκοτάδι και ο όγκος του σπιτιού του τον κρύβουν από τον  τελευταίο φρουρό του καταυλισμού που βρίσκεται τουλάχιστον τριάντα μέτρα μακριά.

Φτάνει στην πόρτα του φάρου και μπαίνει στον ολοσκότεινο προθάλαμο που οδηγεί στην αρχή της σπείρας της μεγάλης σκάλας που φτάνει μέχρι την κορυφή.

Νέαρχος

Είναι δύο.

Μπορεί να το καταλάβει από το σύρσιμο των βημάτων στον προθάλαμο.

Δεν είχε ακόμη κοιμηθεί, δεν είναι εύκολο να τον πάρει ο ύπνος, όσο κουρασμένος κι αν είναι, γιατί πρέπει να πλαγιάζει με τα ρούχα πάνω στο παγωμένο δάπεδο, σε μια γωνιά του ισόγειου χώρου – δεν θέλει να αφήνει κανένα ίχνος της παρουσίας του, δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει κανενός είδους κουρέλια για στρωσίδια.

Κρατάει την αναπνοή του και αφουγκράζεται τον ήχο των βημάτων που απομακρύνονται προς τη μεγάλη σπειροειδή σκάλα του φάρου.

Αυτός που προπορεύεται κινείται με σιγουριά, είναι απόλυτα εξοικειωμένος με τον χώρο – πρέπει να είναι ο Άγις, ο νεαρός οπλουργός, που γεννήθηκε και μεγάλωσε εδώ, κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να είναι, είναι ο μόνος που έχει άδεια διέλευσης προς το νησί, τον έχει δει να τη χρησιμοποιεί.

Τα βήματα της μορφής που τον ακολουθεί είναι διστακτικά, αβέβαια, προσπαθούν να συντονιστούν με τα βήματα του Άγι και τελικά το καταφέρνουν· μοιάζει να υπάρχει μια σχέση εμπιστοσύνης, μια σχέση αγάπης μεταξύ τους, δεν εξηγείται αλλιώς, μόνο έτσι ακολουθείς κάποιον στα τυφλά μέσα στο απόλυτο σκοτάδι.

Ο ήχος των βημάτων σβήνει ψηλά στη σκάλα.

Ποιος ξέρει γιατί αυτοί οι δύο άνθρωποι ανεβαίνουν μέσα στη νύχτα προς την κορυφή του φάρου. Ίσως για να δουν τα φώτα της πόλης από μακριά, δεν βγάζει και πολύ νόημα αυτό, δεν είναι εποχή για ρεμβασμούς. Ίσως ανεβαίνουν για να κοιτάξουν μακριά από την πόλη, αυτό, για κάποιο λόγο, του φαίνεται πιο πιθανό.

Μετά από λίγο, δεν πρέπει να πέρασε περισσότερο από μισή ώρα, τα βήματα επιστρέφουν, ηχούν πιο ανάλαφρα, σαν να άφησαν εκεί πάνω, προσωρινά, κάποιο βαρύ φορτίο που κουβαλούσαν όταν ανέβαιναν.

Περιμένει μέχρι ν’ ακούσει την πόρτα να κλείνει και τότε σηκώνεται, φτάνει μέχρι το μεγάλο παράθυρο του χώρου που έχει κάνει δικό του τον τελευταίο καιρό και βλέπει τον Άγι (αυτός πρέπει να είναι) να απομακρύνεται προς τη μεριά της στέρνας. Δίπλα του βαδίζει κάποια (γυναίκα είναι, την προδίδει ο απαλός κυματισμός του κορμιού της καθώς κινείται) με σφιγμένη πάνω της μια βαριά στρατιωτική κουβέρτα.

Η γυναίκα αυτή, δεν υπάρχει άλλη εξήγηση, είναι κάποια από το στρατόπεδο των μεταναστών.

Ο Νέαρχος κοιτάζει τον Άγι που κινείται προσεκτικά, μέσα στη νύχτα που σκεπάζει εδώ και καιρό το νησί, και νιώθει ότι ίσως αυτός είναι ο μοναδικός άνθρωπος που θα μπορούσε να υπολογίζει για φίλο σ’ αυτή την πόλη, που την κυβερνούν ο πατέρας του και οι όμοιοί του.

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα

Ο Γιώργος Πολυμενάκος γεννήθηκε στο νησάκι Κρανάη, σε ένα σπίτι δίπλα στον φάρο του Γυθείου. Μεγάλωσε και ζει στο Πέραμα απέναντι από τον φάρο της Ψυττάλειας. Τον Νοέμβριο του 2021 εκδόθηκε το μυθιστόρημά του «Σημείο Εξόδου Ένα», το οποίο επιλέχθηκε ως ένα από τα δέκα καλύτερα μυθιστορήματα εκείνης της χρονιάς στα λογοτεχνικά βραβεία του περιοδικού «Ο Αναγνώστης».

Ξεκίνησε την «Τριλογία των Φάρων» με το μυθιστόρημα «Σημείο Εξόδου Ένα» και τη συνεχίζει με το «Σκοτεινό Φως». Γράφει στίχους από το 1985. Τραγούδια του, όπως, «Χειμωνιάτικα μπαρ», «Παραισθήσεις», «Τα Χρώματα», «Ο τόπος που μεγάλωσα», «Πίνω, πίνω» και πολλά άλλα, έχουν μελοποιήσει και ερμηνεύσει διάφοροι Έλληνες καλλιτέχνες. Έχει δημιουργήσει το ντοκιμαντέρ «Ο ΤΟΠΟΣ»: https://vimeo.com/495479443 και τη μουσική ταινία μυθοπλασίας «Το Τελευταίο Πέρασμα»: https://www.youtube.com/watch?v=tYc_5DTsH84

Ετικέτες

Documento Newsletter