Ατομικές συμβάσεις, ελαστικό δεκάωρο (!) και απελευθέρωση απολύσεων.
Χωρίς αιδώ και φειδώ και ανερυθρίαστα η κυβέρνηση σκοτώνει την αγοραστική δύναμη, παραδίδοντας τους μισθωτούς στην αδηφάγα όρεξη των τεράστιων εργοδοτών (κατά κύριο λόγο μελών του ΣΕΒ) για κέρδος και δίνει για δώρο και την απελευθέρωση των απολύσεων – ξηλώνοντας ταυτόχρονα την εργατική δύναμη που ονομάζεται συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Έτσι πετυχαίνει με έναν σμπάρο δύο τρυγόνια. Από τη μια κονταίνει την αγοραστική δύναμη των μισθωτών. Από την άλλη χτυπάει στην καρδιά των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων αφού ποδοπατά τον τζίρο της άμεσης κατανάλωσης.
Αν μη τι άλλο, η πρόσφατη δημοσιοποίηση των αλλαγών στις εργασιακές σχέσεις έχει τρία μεγάλα ζητήματα που αφορούν τον κόσμο της μισθωτής εργασίας. Αυτά είναι:
• Διευθέτηση χρόνου εργασίας.
Στην πράξη μιλάμε για ελαστικό δεκάωρο με ατομική σύμβαση εργασίας που βαφτίζεται «ύστερα από αίτημα του εργαζομένου»! Έτσι, αν περάσει το τερατούργημα των Μητσοτάκη – Χατζηδάκη – Βρούτση, οι εργαζόμενοι όταν το απαιτούν οι συνθήκες και κατ’ εντολή του εργοδότη τους θα εργάζονται δωρεάν ένα επιπλέον του οκταώρου δίωρο και θα προσδοκούν ρεπό ή εξάωρη ημερήσια απασχόληση όταν δεν θα υφίσταται ανάγκη περισσότερης εργασίας.
Όλα αυτά στον αγγελικά πλασμένο κόσμο της ελληνικής αγοράς εργασίας θα γίνονται με αίτημα του εργαζομένου, ο οποίος δεν θα μπορεί να ανέχεται και πίεση από τον εργοδότη του αφού θα μπορεί να τον πηγαίνει στα δικαστήρια με κατάθεση αγωγής!
• Αύξηση των υπερωριών, που πλέον θα διαμορφωθούν σε 150 κατ’ έτος για το σύνολο του ιδιωτικού τομέα, σε συνθήκες εξάντλησης (και άρα ενδεχόμενο αύξησης των εργατικών ατυχημάτων), ειδικά στις βιομηχανίες.
• Έμμεση απελευθέρωση των απολύσεων με εισαγωγή «περίεργων» δικονομικών κανόνων
που στοχεύουν στη μείωση των μισθών υπερημερίας. Απαγορεύουν, λέει ο Κ. Χατζηδάκης, την απόλυση όταν γίνεται επειδή ο εργαζόμενος άσκησε οποιοδήποτε νόμιμο δικαίωμά του (μέχρι σήμερα η επαναπρόσληψη ήταν στην κρίση του δικαστηρίου).
Τι αντίβαρο υπάρχει σε όλα αυτά; Τουλάχιστον όπως τα ανέλυσε ο υπουργός Εργασίας Κ. Χατζηδάκης, ο οποίος έχει επιλέξει για τον εαυτό του την περσόνα του σούπερμαν του νεοφιλελευθερισμού, η κυβέρνηση δίνει στον εργαζόμενο:
-Το δικαίωμα προσφυγής στα δικαστήρια έναντι ενδεχόμενων καταχρηστικών πρακτικών του εργοδότη και μάλιστα με αντεστραμμένο το βάρος απόδειξης εις βάρος του εργοδότη.
• Ψηφιακή κάρτα εργασίας, η οποία αναμένεται να εισέλθει μετά το 2025 στο σύνολο των ιδιωτικής οικονομίας (ήδη έκλεισε το μάτι η κυβέρνηση Μητσοτάκη στους εργοδότες να συνεχίζουν να αυθαιρετούν και να μην πληρώνουν υπερωρίες, αφού έχουν μπροστά τους τουλάχιστον μία τετραετία να απομυζήσουν τους μισθωτούς).
Εμείς δεν θα μείνουμε στις προβλέψεις του νομοσχεδίου. Άλλωστε αυτές είναι γνωστές σε όλους αφού έχουν βουίξει τα ΜΜΕ από την Τετάρτη που παρουσιάστηκε το έκτρωμα, που σύμφωνα με το κυβερνητικό αφήγημα συνιστά «αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις υπέρ των μισθωτών».
Εμείς θα αναλύσουμε τα δήθεν αντίβαρα της κυβέρνησης που ο ίδιος ο «ανεπάγγελτος σούπερμαν» του νεοφιλελευθερισμού Κ. Χατζηδάκης ανέφερε για να καταδείξει ότι δήθεν κόπτεται υπέρ του άγνωστου γι’ αυτόν κόσμου της ιδιωτικής οικονομίας (μισθωτοί και αυτοαπασχολούμενοι).
Διπλός στόχος: μισθωτοί και μικρομεσαίοι
Ολοι γνωρίζουμε ότι το πουλόβερ ξηλώνεται αργά αλλά από μια κλωστή. Στην περίπτωση των εργασιακών σχέσεων το πουλόβερ λέγεται ατομική σύμβαση εργασίας και τον ρόλο της κλωστής παίζει η παλιννόστησή της μέσω της ατομικής διαπραγμάτευσης για το ελαστικό δεκάωρο… Η κυβέρνηση βέβαια το έχει βαφτίσει «με αίτημα του εργαζομένου».
Το ζήτημα είναι ότι ουδείς μισθωτός αυτής της χώρας αν του το ζητήσει ο εργοδότης δεν θα υπογράψει το αίτημα για το ελαστικό δεκάωρο. Ομως εδώ βρίσκεται η κλωστή που απειλεί να ξηλώσει το πουλόβερ των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη λοιπόν ξεκινά να αποκαθηλώνει μέρος του εργατικού δικαίου που ονομάζεται συλλογικό. Είναι αυτές οι συλλογικές διαπραγματεύσεις που έδωσαν δύναμη στα εργατικά συνδικάτα ώστε να πετύχουν όλα όσα πέτυχαν τον 20ό αιώνα.
Είναι σαφές ότι η κυβερνητική επιλογή με την ταυτόχρονη διεύρυνση όλων των μορφών ευελιξίας (απασχόληση, εισόδημα, χρόνος εργασίας – απλήρωτη υπερωριακή απασχόληση, ευελιξία τηλεργασίας, συρρίκνωση εργασιακών δικαιωμάτων, περιορισμοί στη συνδικαλιστική δραστηριότητα και την κήρυξη απεργιών) θα φέρει τέτοιες ανισότητες και ένα μοντέλο ανάπτυξης όπου θα επέλθει η παραγωγική καταστροφή μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων προς όφελος μεγάλων πολυεθνικών.
Αγωγή-περιπέτεια για καταχρηστική απόλυση
Ο Κ. Χατζηδάκης, που ουδέποτε απασχολήθηκε είτε ως μισθωτός είτε ως αυτοαπασχολούμενος, μας λέει ότι ο εργαζόμενος αν νιώθει ότι αδικείται μπορεί να προσφύγει στη Δικαιοσύνη και εκεί του δίνονται τα εργαλεία να «κατατροπώσει», πάντα σύμφωνα με τον… νεοφιλελεύθερο σούπερμαν, τον εργοδότη που αυθαιρετεί.
Εμείς για να κατανοήσουμε τι μας λέει ο υπουργός και τι θεωρεί ότι δήθεν είναι η ασπίδα του εργαζομένου ακολουθήσαμε την πορεία μιας καραμπινάτης καταχρηστικής απόλυσης. Ποιο είναι το κόστος και ο χρόνος που δαπανούνται; Ας δεχτούμε για να έχουμε μια κοστολόγηση ότι ο εργαζόμενος λαμβάνει 1.000 ευρώ μεικτά (στα 970 ανέρχεται ο μέσος μισθός σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΕΦΚΑ).
Η περιπέτεια ξεκινά
Η αγωγή κατατέθηκε στις αρχές του 2019. Για να την καταθέσει ο δυστυχής εργαζόμενος πλήρωσε το ποσό των 246,34 ευρώ ως έξοδα και σε αυτά θα πρέπει να συμπεριληφθεί και η αμοιβή του δικηγόρου του (που προσδιορίζεται ελεύθερα). Ο εργοδότης βέβαια θέλει να κερδίσει χρόνο, έτσι ενώ η συζήτηση είχε προσδιοριστεί για τις αρχές Μαΐου, ζητήθηκε αναβολή (σπανίως δεν δίνεται). Έτσι προσδιορίστηκε νέα ημερομηνία για τον Δεκέμβριο του 2019.
Συζητήθηκε λοιπόν στις αρχές Δεκεμβρίου και ο εργαζόμενος έπρεπε εκείνη την ημέρα να καταβάλει ως έξοδα το ποσό των 468,34 ευρώ. Μετά τη συζήτηση της αγωγής ξεκινά ο χρόνος της αναμονής μέχρι την έκδοση απόφασης. Στη δική μας περίπτωση η απόφαση εκδόθηκε δέκα μήνες μετά. Βέβαια, ο εργαζόμενος κέρδισε (άλλωστε ήταν καραμπινάτη η καταχρηστικότητα της απόλυσης).
Το στάδιο της έφεσης
Μετά την κοινοποίηση ο εργοδότης άσκησε έφεση. Ο εργαζόμενος έπρεπε πάλι να περιμένει. Αν βέβαια είχε χάσει την υπόθεση και ήθελε να ασκήσει έφεση, θα έπρεπε να πληρώσει το ποσό των 346,34 ευρώ. Η έφεση προσδιορίστηκε να συζητηθεί έναν χρόνο μετά, δηλαδή τον Σεπτέμβριο του 2021. Αισίως έχουμε φτάσει στους 21 μήνες αναμονής.
Βέβαια ο εργοδότης, αφού θέλει να καθυστερήσει, λαμβάνει νέα αναβολή και η συζήτηση προσδιορίζεται για τον Οκτώβριο του 2022. Όταν συζητηθεί, ο εργαζόμενος θα πρέπει να καταβάλει το ποσό των 463,88 ευρώ.
Μετά ακολουθεί περίπου ένα έτος αναμονής για να εκδοθεί η απόφαση, άρα φτάνουμε στον Οκτώβριο του 2023. Ο εργαζόμενος θα περιμένει και έναν μήνα μετά την έκδοση της απόφασης μήπως και ο εργοδότης θέλει να ασκήσει αναίρεση στον Άρειο Πάγο.
Άρα φτάνουμε στο τέλος του 2023. Άρα τέσσερα χρόνια μετά αν ο εργοδότης έχει χάσει, θα πρέπει να πληρώσει τον εργαζόμενο και να τον δεχτεί πίσω στην εργασία του. Μέχρι τότε και χωρίς να λάβουμε υπόψη το θέμα του Αρείου Πάγου ο μισθοσυντήρητος εργαζόμενος των 1.000 ευρώ θα έχει πληρώσει ως έξοδα το ποσό των 1.674 ευρώ, ενώ η αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου θα ανέρχεται σε περίπου 2.000 ευρώ (μέση αμοιβή).
Αυτό ο… ανεπάγγελτος σούπερμαν του νεοφιλελευθερισμού Κ. Χατζηδάκης το θεωρεί ασπίδα προστασίας έναντι των εργοδοτικών αυθαιρεσιών.