«Πέθανε για μένα, να τον κλάψουν οι χρυσαυγίτες», είπα το 2018 με το συλλαλητήριο. Χα! Ανθρωπάκο! Τι μας λες! Μόλις «έφυγε», ήρθαν η Μουσική και η Ιστορία και τα σάρωσαν όλα. Νομίζεις ότι έτσι τελειώνεις με το DNA σου; Με έναν αφορισμό;
Έριξα πολύ κλάμα αυτές τις μέρες. Ως παιδί γεννημένο το 1973 από αριστερή οικογένεια, ήταν αδύνατο να μη συμβεί. Και δε θέλω να γράψω τώρα τίποτα συναισθηματικό, μη με ξαναπάρουν τα ζουμιά. Λέω λοιπόν να μείνω στα γεγονότα. Ασήμαντα για τη δική του ζωή, σημαντικά για τη δική μου.
-Η πρώτη φορά που τον είδα ήταν παιδάκι σε φεστιβάλ της ΚΝΕ, που περνούσε ανάμεσά μας. «Ο Μίκης, ο Μίκης!», φώναξε ο πατέρας μου, με σήκωσε για να τον δω – ήταν δύο κεφάλια πιο ψηλός από τον κόσμο γύρω του. Αλλά εδώ πάλι μπλέκω με τα παιδικά χρόνια και κινδυνεύω από δάκρυα. Πάμε σε άλλα.
-Η πρώτη φορά που τον γνώρισα ήταν το 1998. Η Δήμητρα Γαλάνη συμμετείχε σε έναν δίσκο που έβγαζε ο γιος του Μίκη, Γιώργος Θεοδωράκης, σε γερμανική παραγωγή. Έγραψα τους στίχους του τραγουδιού που είπε η Γαλάνη. «Σκίτσο», λεγόταν. Πήγαμε στην παρουσίαση. Κάπου στου Ψυρρή, κάτι γυμνές τσιμεντένιες σκάλες θυμάμαι. Ο Γιώργος Θεοδωράκης δεν ήταν στην εκδήλωση για τον δίσκο του. Ήταν όμως ο Μίκης. Η Δήμητρα με σύστησε. Ήταν θεόρατος. Εγώ, ο ψηλός, εξαφανίστηκα μπροστά του. «Α, είστε ο ποιητής!», είπε. «Ο ποιητής;…», γέλασα αυτοσαρκαζόμενος. Δεν ήξερα. Ο Μίκης -και η Μαρία Φαραντούρη- δεν έλεγαν τη λέξη «στιχουργός», όταν μιλούσαν για τον στίχο. «Ο ποιητής!», έλεγαν. Τόσο ψηλά τον είχαν τον λόγο…
-1998, λίγους μήνες αργότερα, η διευθύντριά μου στο Δίφωνο, Άννα Βλαβιανού, μού τηλεφωνεί: «Σου ‘φεξε! Θα πάρεις συνέντευξη από τον Μίκη! Φρόντισε να ρουφήξεις την εμπειρία!». Πήγα στο σπίτι του -σε αυτή την περίφημη οδό Επιφανούς, που λες και ονομάστηκε έτσι για να κατοικήσει εκεί ο πιο επιφανής Έλληνας. Να κοιτάζει απέναντι την Ακρόπολη και να τον κοιτά κι εκείνη. Να μετρούν το μπόι τους. Ραντεβού μίας ώρας. Έμεινα δυο – τρεις. Βγήκα «μεθυσμένος». Δε θυμάμαι το υλικό για τη συνέντευξη, τίτλους, τίποτα. Θυμάμαι ένα βαρύ καθιστό σώμα με δύο χέρια που συνεχώς κινούνταν και πετούσαν γύρω του, αφηγούμενα ιστορίες. Δικές του και της χώρας. Τα χέρια αφηγούνταν.
-Δύο χρόνια μετά, άλλη συνέντευξη, για Το Βήμα αυτή τη φορά. Τηλεφωνική, αυτή τη φορά. «Θα χορέψω τον χάρο ζεϊμπέκικο» ήταν ο τίτλος, ενόψει μίας παράστασης του «Νεκρού αδερφού» στο Ηρώδειο. Έβγαζε πικρία. Έλεγε, κάπου στο τέλος, ότι εκείνος και η γυναίκα του, έχουν υποφέρει πολύ σε αυτή τη χώρα. Και ένιωθε ότι δεν είχε τιμηθεί ως τότε όπως έπρεπε.
-Κακά τα ψέματα, όσοι πέρασαν από το καλλιτεχνικό ρεπορτάζ κάποτε έχουν γράψει μία νεκρολογία για τον Μίκη Θεοδωράκη. Μόλις είχα πάει στο Βήμα, 1999. Έρχεται ο αρχισυντάκτης: «Γράψε μία νεκρολογία για τον Μίκη να την έχουμε έτοιμη». Ήταν ήδη άρρωστος. Όλοι στον Τύπο φοβούνταν μην πεθάνει ο Μίκης και τους βρει ο μέγας θάνατος απροετοίμαστους. Κι όμως. Αρχισυντάκτες πέρασαν, συντάκτες απολύθηκαν, προσλήφθηκαν, άλλαξαν θέσεις και καριέρες, εφημερίδες άνοιξαν κι έκλεισαν, ο Μίκης όμως εκεί! Έζησε άλλα 23 χρόνια από τότε. Μας χόρεψε όλους!
-Του είχα μεγάλο θυμό το 2018, με το συλλαλητήριο. «Εγώ συναισθηματικά μαζί του τελείωσα», είπα στον εαυτό μου. «Πέθανε για μένα, να τον κλάψουν οι χρυσαυγίτες». Χα! Ανθρωπάκο! Τι μας λες! Μόλις «έφυγε», ήρθαν η Μουσική και η Ιστορία και τα σάρωσαν όλα. Νομίζεις ότι έτσι τελειώνεις με το DNA σου; Με έναν αφορισμό;