Τις δραματικές ώρες που βίωσε χθες το πρωί, στον δρόμο προς την εργασία της, στην παλαιά εθνική οδό Ελευσίνας – Θήβας, όταν βρέθηκε στο έλεος της θεομηνίας, περιγράφει στην κάμερα του Αθηναϊκού-Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων εργαζομένη στον Δήμο Μάνδρας.
Σύμφωνα με όσα καταμαρτυρεί, εγκλωβίστηκε από τον χείμαρρο που κατέβηκε αιφνιδιαστικά και προ του κινδύνου κατέφυγε με άλλους οδηγούς σε ένα δένδρο από όπου κρατήθηκαν γαντζωμένοι για περίπου δύο ώρες. Μπροστά της είδε να χάνει τη ζωή του ένας άνδρας που είχε σκαρφαλώσει μαζί τους, ενώ τα ορμητικά νερά παρέσερναν στο πέρασμά τους νταλίκες με τους οδηγούς τους.
«Πολύ σκληρός για να πεθάνεις. Αυτά τα βλέπουμε μόνο σε ταινίες», δηλώνει σήμερα, σώα και ασφαλής μετά την περιπέτειά της, στην κάμερα του ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Αναλυτικά, η περιγραφή της την οποία έδωσε:
«Χθες, στις 6.30 το πρωί, πήρα τον συνάδελφό μου και ξεκινήσαμε για να πάμε στο δημοτικό κατάστημα Ερυθρών όπου εργαζόμαστε. Παίρνοντας τον δρόμο της παλαιάς εθνικής οδού Ελευσίνας – Θήβας, φθάνοντας στην “Ξυλοτεχνική”, έβρεχε λίγο, κάποιες λίγες σταγονίτσες. Στην πρώτη δεξιά στροφούλα όπου έχει ένα γεφυράκι, είχε ελάχιστο νερό. Στο δεξί μας χέρι, σε αυτό το σημείο, συναντάμε μια καντίνα, η οποία είναι πολλά χρόνια εκεί. Με το πού φτάνουμε και περνάμε το γεφυράκι, βλέπουμε πάνω από το βουνό να κατεβαίνει το νερό. Μπήκαμε δεξιά στην καντίνα, όπου ήρθε μια νταλίκα και μετά ένα τζιπάκι στάθμευσε πίσω από την νταλίκα.
Βγαίνοντας από το αυτοκίνητο, ακούμε το χείμαρρο πίσω από την καντίνα και βλέπουμε μπροστά μας το ρέμα να κατεβαίνει από το βουνό. Σιγά σιγά ενώ η στάθμη ανέβαινε, ήρθαν μια νταλίκα στο ρεύμα της ανόδου και μια στο ρεύμα της καθόδου, αλλά πάλι με ανοδική πορεία. Σταμάτησαν παράλληλα, πέσανε κάποια αυτοκίνητα που ερχόντουσαν από το βουνό και διάφορα άλλα αντικείμενα και οι δύο νταλίκες γύρισαν μπροστά μας κατακόρυφα, με τους οδηγούς μέσα.
Σιγά σιγά ανέβαινε η στάθμη του χειμάρρου. Εκεί όπου βρίσκεται η καντίνα, παλιά ήταν ρέμα που μπαζώθηκε με τον καιρό, με τα χρόνια. Το έδαφος είναι σαθρό και καθώς ερχόταν το ρέμα από το βουνό και κυλούσε δίπλα, σιγά σιγά το έτρωγε. Εκεί δεν υπάρχει βλάστηση, γιατί υπάρχουν μπάζα.
Ήρθαν και άλλα αυτοκίνητα, ήμασταν αρκετοί, καμιά δεκαριά. Θυμάμαι εφτά. Σε ένα δέντρο που υπήρχε εκεί, ανέβηκαν τέσσερις και στο άλλο ένα που ήταν δίπλα στο χείμαρρο ανεβήκαμε τρεις. Εγώ πιάστηκα στον κορμό, ένας άλλος στο κλαρί και ο τρίτος δεν άντεξε και τον παρέσυρε το νερό.
Στο μεταξύ, είχαν έρθει και άλλες νταλίκες και ένα βυτιοφόρο που κουβαλούσε γκάζι. Όταν πέρασε το κύμα της έντονης κακοκαιρίας το είδα που είχε σταματήσει σε κολόνα. Ο οδηγός ήταν πάνω στο βυτιοφόρο του, με το νερό μέχρι το γόνατο. Αυτό είχε σταματήσει στην κολόνα γιατί, απ’ ό,τι είδαμε μετά, είχαν τυλιχθεί οι ρόδες στην κολόνα και γι’ αυτό δεν έφυγε όταν υποχώρησαν τα νερά. Ύστερα, κατέβηκε και ένα τζιπ που για καλή του τύχη το χτύπησε αριστερά το ρέμα, με αποτέλεσμα να μπορέσει να ανοίξει το παράθυρο και να φύγει κατά το βουνό. Αλλά δεν μπορούσε να βοηθήσει κανέναν από εμάς.
Τα νερά κατέβαζαν κολόνες του λατομείου, νταλίκες από τον δρόμο, και ήμασταν τυχεροί που δεν ήρθαν προς το μέρος μας να μας χτυπήσουν.
Όταν έγινε λίγο ηπιότερο το καιρικό φαινόμενο, με τράβηξαν από τον κορμό του δέντρου ο κύριος που είχε την νταλίκα και ο κύριος που έχει την καντίνα και ψάξαμε να βρούμε τρόπο να περάσουμε απέναντι, τον μικρό χείμαρρο. Όμως, τα νερά της βροχής είχαν μεταφέρει και μια κολόνα της ΔΕΗ, την οποία χρησιμοποιήσαμε σαν γέφυρα και περάσαμε αγκαλιαστά πάνω από τον χείμαρρο, στην απέναντι μεριά.
Όταν βγήκαμε απέναντι, ήμασταν ασφαλείς. Τουλάχιστον για δύο ώρες ζήσαμε αυτήν την αγωνία».