Σκανδαλώδης μεθόδευση απαλλαγής Λοβέρδου διά της δήθεν παραγραφής

Σκανδαλώδης μεθόδευση απαλλαγής Λοβέρδου διά της δήθεν παραγραφής

Κρατούσε επί δύο ολόκληρα χρόνια στα συρτάρια της τη δικογραφία με την ποινική δίωξη για δωροληψία κατ’ εξακολούθηση σε βάρος του πρώην υπουργού Υγείας Ανδρέα Λοβέρδου, χωρίς να προβεί σε καμία ανακριτική πράξη για τη διερεύνηση της υπόθεσης, για να έρθει τώρα, μόλις λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές για την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ, για την οποία ο κατηγορούμενος βουλευτής είναι υποψήφιος, να «αποφανθεί» ότι πρέπει να καθαρίσει διά της παραγραφής! Επικαλούμενη μάλιστα τον νόμο περί ευθύνης υπουργών, αν και η Βουλή είχε κρίνει το 2018 ακριβώς τα αντίθετα από τη νομική της επιχειρηματολογία, όπως άλλωστε και η εισαγγελία, η οποία με την άδεια της Βουλής που ήρε την ασυλία του είχε προχωρήσει τον Νοέμβριο του 2019 στην άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος του Ανδρ. Λοβέρδου.

Ο λόγος για τη «συνήθη ύποπτη», όπως δείχνουν τα γεγονότα, ανακρίτρια κατά της Διαφθοράς Γλυκερία-Λουίζα Ιωαννίδου, η οποία όπως αποκαλύπτει σήμερα το Documento ύστερα από δύο χρόνια «μελέτης» της δικογραφίας κατά Λοβέρδου για το σκάνδαλο Novartis κατέληξε στο συμπέρασμα ότι διαφωνεί με την ασκηθείσα ποινική δίωξη σε βάρος του, καθώς όπως αναφέρει τα αδικήματα έχουν παραγραφεί λόγω του νόμου περί ευθύνης υπουργών. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι η τύχη της υπόθεσης, αν δηλαδή θα διερευνηθεί επί της ουσίας ή θα πεταχτεί στον καιάδα της αρχειοθέτησης, κρέμεται πλέον από την κρίση του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου.

Ετσι ή αλλιώς, δεδομένης της χρονικής συγκυρίας, η εξέλιξη αυτή είναι ιδιαίτερα «βολική» για τον Ανδρ. Λοβέρδο, ο οποίος παρά τη σοβαρή ποινική του εκκρεμότητα διεκδικεί την προεδρία του ΚΙΝΑΛ. Εκτός κι αν ο ίδιος ζητήσει (το ορίζει ο σχετικός νόμος) να προχωρήσει το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο στην επί της ουσίας διερεύνηση της υπόθεσης.

Ούτε ο ίδιος δεν το είχε επικαλεστεί

Το 2018, όταν η δικογραφία του σκανδάλου Novartis είχε φτάσει στη Βουλή, η προανακριτική επιτροπή που είχε συσταθεί για την υπόθεση είχε αποφανθεί ότι είναι αναρμόδια να διερευνήσει τυχόν δωροληψίες πολιτικών προσώπων, καθώς ερμηνεύοντας τον νόμο περί ευθύνης υπουργών είχε κρίνει ότι το επίμαχο αδίκημα δεν εμπίπτει στις διατάξεις του αφού αυτό τελέστηκε, εν προκειμένω, επ’ ευκαιρία άσκησης των υπουργικών καθηκόντων και όχι στο πλαίσιο αυτών και άρα δεν είχε παραγραφεί και είναι αρμοδιότητας της τακτικής ποινικής Δικαιοσύνης. Αργότερα ψηφίστηκε, έπειτα και από επιθυμία του Λοβέρδου, η άρση της ασυλίας του και ασκήθηκε σε βάρος του από την εισαγγελία ποινική δίωξη για δωροληψία κατ’ εξακολούθηση.

Η δικογραφία διαβιβάστηκε στην ανακρίτρια κατά της Διαφθοράς Γλυκερία-Λουίζα Ιωαννίδου, η οποία όπως αποδεικνύεται τώρα επί δύο χρόνια δεν έκανε την παραμικρή έρευνα, για να έρθει την πιο κατάλληλη στιγμή για τον κατηγορούμενο να τον «ξεμπλέξει» επικαλούμενη έναν κατάπτυστο νόμο που δεν τον είχε επικαλεστεί ούτε ο συνταγματολόγος Ανδρ. Λοβέρδος.

Εχει παρελθόν η μέθοδος

Το εύλογο δε ερώτημα γιατί χρειάστηκε δύο ολόκληρα χρόνια για να ερμηνεύσει τις διατάξεις του νόμου, κρατώντας έτσι σε ομηρία και τον ίδιο τον πρώην υπουργό, μάλλον θα μείνει αναπάντητο.

Η Γλυκερία-Λουίζα Ιωαννίδου είναι η ίδια ανακρίτρια στα χέρια της οποίας είχε παραγραφεί το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας κατά του Νίκου Μανιαδάκη, καθώς επίσης δεν είχε προβεί σε καμιά ανακριτική πράξη, ενώ τόσο η εισηγήτρια εισαγγελέας όσο και το δικαστικό συμβούλιο που απάλλαξαν τον Μανιαδάκη έβλεπαν ενδείξεις ενοχής του μεταξύ άλλων και για χρηματισμό του Λοβέρδου (εντέλει ασκήθηκε έφεση κατ’ αυτού του βουλεύματος).

Η δίωξη σε βάρος Μανιαδάκη για παθητική δωροδοκία ασκήθηκε στις 31.12.2018 και διαβιβάστηκε αμέσως η δικογραφία στην ανακρίτρια Γλυκερία-Λουίζα Ιωαννίδου. Τον Ιούνιο του 2019 ψηφίστηκε ο νέος Ποινικός Κώδικας που μετέτρεψε τη δωροδοκία υπαλλήλου από κακούργημα σε πλημμέλημα. Οπότε ανεξάρτητα από την ουσία της υπόθεσης το αδίκημα παραγραφόταν. Παρ’ όλα αυτά η ανακρίτρια κράτησε επί ενάμιση χρόνο τη δικογραφία στα συρτάρια, χωρίς να κάνει καμία ανακριτική πράξη και χωρίς να ζητά παύση ποινικής δίωξης λόγω παραγραφής. Περαίωσε με τυπικές κλήσεις, χωρίς καν να καλέσει σε εξηγήσεις τον κατηγορούμενο, και διαβίβασε τη δικογραφία στο δικαστικό συμβούλιο στις 21.4.2021.

Παρ’ όλα αυτά, ο Ν. Μανιαδάκης εξακολουθεί να ερευνάται από την Οικονομική Εισαγγελία για δωροληψίες τρίτων και για «ξέπλυμα» βρόμικου χρήματος. Μάλιστα, στο ίδιο το απαλλακτικό βούλευμα γίνεται ρητή αναφορά σε «πέντε ενδείξεις ενοχής» του. Μια εξ αυτών ήταν ότι ο Μανιαδάκης «φέρεται να αναλαμβάνει διαδοχικά τον ρόλο του διαμεσολαβητή με τον υπουργό Υγείας Ανδρέα Λοβέρδο, τον αναπληρωτή υπουργό Υγείας Μάριο Σαλμά και τον υπουργό Υγείας Σπυρίδωνα-Αδωνη Γεωργιάδη, προς σκοπό της προώθησης των συμφερόντων της Novartis».

Ακόμη, ο Μανιαδάκης φέρεται βάσει του βουλεύματος να τα έπραττε «αντί καταβολής αθέμιτων χρηματικών ωφελημάτων δώρων είτε προς τον ίδιο είτε προς τρίτους, εκ των οποίων διατηρούσε σε ποσοστό 10% με 20%». Συγκεκριμένα, ο Μανιαδάκης «εμφανίζεται να ζήτησε και να έλαβε» τον Δεκέμβριο του έτους 2010 ποσό 58.000 ευρώ από τον Κ. Φρουζή, από το οποίο αφού παρακράτησε ποσοστό 10-20% φέρεται ότι απέδωσε το υπόλοιπο στον τότε υπουργό Υγείας Ανδρ. Λοβέρδο. Ενα χρόνο μετά και συγκεκριμένα το 2011 ο Μανιαδάκης φέρεται επίσης να έλαβε ακόμη 90.000 ευρώ. Τα χρήματα αυτά ήταν «το δώρο για να χειραγωγηθεί ο τότε υπουργός Υγείας Ανδρέας Λοβέρδος για την τιμολόγηση του φαρμάκου Gilenya».

Η οργή Πολάκη και «η ίδια μέθοδος»

Για να επιστρέψουμε στη Γλυκερία-Λουίζα Ιωαννίδου, να υπενθυμίσουμε ότι πρόκειται για την ανακρίτρια την οποία είχε καταγγείλει στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Υγείας Παύλος Πολάκης ότι κωλυσιεργούσε στη διερεύνηση, σε επίπεδο ανάκρισης, του αποκαλούμενου σκανδάλου του «αμαρτωλού ΚΕΕΛΠΝΟ».

Ακόμη δε μια υπόθεση διαφθοράς που χειρίστηκε η Γλυκερία-Λουίζα Ιωαννίδου και καθυστέρησε είναι και αυτή των «επανελέγχων», η οποία είναι στη Δικαιοσύνη από το 2007. Πρόκειται για καταγγελίες από συνταξιούχο πλέον του υπουργείου Οικονομικών σε βάρος στελεχών της Οικονομικής Επιθεώρησης για πράξεις διαφθοράς (απιστία, ψευδής βεβαίωση κ.λπ.), για τις οποίες ήδη διεξάγονται δίκες για κάποιους από τους εμπλεκόμενους. Σύμφωνα με πληροφορίες του Documento, για περίπου δυόμισι χρόνια η δικογραφία ήταν στα χέρια της κ. Ιωαννίδου. Αν και υπήρχε υπόμνημα της βασικής μάρτυρα με το οποίο κατήγγειλε και άλλες πράξεις διαφθοράς, η ανακρίτρια φέρεται ότι απλώς αρκέστηκε στο να λάβει καταθέσεις μαρτύρων υπεράσπισης του βασικού κατηγορουμένου. Πρόσφατα μάλιστα ο δικηγόρος Γιάννης Απατσίδης κατέθεσε αναφορά στον Αρειο Πάγο στην οποία κατήγγειλε ότι ένας εκ των συνηγόρων υπεράσπισης του κατηγορουμένου γι’ αυτή την υπόθεση γνώριζε ότι δεν είχε προκύψει καμία αξιόποινη πράξη από την ανακρίτρια κ. Ιωαννίδου, καθώς και ότι επρόκειτο να εκδοθεί απαλλακτικό βούλευμα.

Το χρονικό της πολύκροτης υπόθεσης

Η ποινική δίωξη κατά του Ανδρ. Λοβέρδου είχε ασκηθεί από την εισαγγελέα κατά της ∆ιαφθοράς Ελένη Τουλουπάκη τον Νοέµβριο του 2019 για το αδίκηµα της δωροληψίας κατ’ εξακολούθηση πολιτικού προσώπου. Ενα µήνα µετά, και συγκεκριµένα τον ∆εκέµβριο του 2019, η ανακρίτρια κατά της ∆ιαφθοράς Γλυκερία-Λουίζα Ιωαννίδου ανέλαβε να διερευνήσει την υπόθεση σε επίπεδο ανάκρισης. ∆ύο χρόνια αργότερα και δίχως η ανακρίτρια να έχει προβεί σε κάποια ανακριτική πράξη για την ουσία της υπόθεσης αποφάσισε να εκφράσει τη «διαφωνία» της για την ασκηθείσα ποινική δίωξη ερµηνεύοντας τον νόµο περί ευθύνης υπουργών.

Συγκεκριµένα, σύµφωνα µε πληροφορίες, η ανακρίτρια έκρινε ότι είναι «αναρµόδια» να «διενεργήσει ανάκριση», καθώς κάτι τέτοιο είναι «αρµοδιότητα του Ειδικού ∆ικαστηρίου και του ∆ικαστικού Συµβουλίου του Ειδικού ∆ικαστηρίου». Εκτός όµως από αυτό η ανακρίτρια έκρινε και κάτι ακόµη: ότι η άσκηση της ποινικής δίωξης στον Ανδρ. Λοβέρδο είναι «απαράδεκτη» καθώς το «αξιόποινο των πράξεων» έχει «εξαλειφθεί».

Πιο αναλυτικά, η Γλυκερία-Λουίζα Ιωαννίδου φέρεται να επισηµαίνει στη διαφωνία της ότι όσες πράξεις είχαν γίνει πριν από τον Απρίλιο του 2011 στην περίπτωση Λοβέρδου είχαν παραγραφεί κατά τον χρόνο άσκησης της ποινικής δίωξης (Νοέµβριος του 2019), καθώς είχε παρέλθει πενταετία από την τέλεσή τους. Επιπλέον, η ανακρίτρια έκρινε ότι εν γένει τα αδικήµατα που αποδίδονται στον Ανδρ. Λοβέρδο έχουν παραγραφεί λόγω του κατάπτυστου νόµου περί ευθύνης υπουργών, καθώς φέρονται να έγιναν κατά την άσκηση των καθηκόντων του ως υπουργού Υγείας και άρα είχαν «υποκύψει στην αποσβεστική προθεσµία του άρθρου 86 παρ. 3 του συντάγµατος (νόµος περί ευθύνης υπουργών)».

Ο νόµος περί ευθύνης υπουργών ορίζει ότι τα αδικήµατα σε βάρος υπουργών παραγράφονται εάν ακολουθήσουν δύο τακτικές σύνοδοι της Βουλής. Στην προκειµένη περίπτωση τα αδικήµατα που αποδίδονται στον Ανδρ. Λοβέρδο φέρονται να έγιναν κατά τις ΙΓ΄ και Ι∆΄ βουλευτικές περιόδους. ∆ηλαδή από 4.10.2009 έως και 11.4.2012 (ΙΓ΄) και από 6.5.2012 έως 19.5.2012 (Ι∆΄). Από τότε ακολούθησαν τρεις βουλευτικές περίοδοι.

Εποµένως κατά την ανακρίτρια, που έκρινε αντίθετα από όλους ότι η δικογραφία Λοβέρδου εµπίπτει στον νόµο περί ευθύνης υπουργών, έχει παρέλθει η αποσβεστική προθεσµία και άρα τα αδικήµατα έχουν παραγραφεί.

Είχε κρίνει τα αντίθετα η Βουλή

Ωστόσο για το ζήτηµα αυτό είχε αποφανθεί η Βουλή τον Μάιο του 2018. Εάν δηλαδή η δωροδοκία πολιτικών προσώπων εµπίπτει ή όχι στον νόµο περί ευθύνης υπουργών. Ειδικότερα είχε κρίνει τότε ότι είναι αναρµόδια να ασκήσει ποινική δίωξη για ενδεχόµενη δωροδοκία σε βάρος πολιτικών προσώπων, καταλήγοντας ότι το συγκεκριµένο αδίκηµα δεν εµπίπτει στον νόµο περί ευθύνης υπουργών, καθώς τελείται επ’ ευκαιρία άσκησης των καθηκόντων και όχι στο πλαίσιο αυτών. Συνεπώς το ελληνικό κοινοβούλιο έκρινε ότι η πράξη της δωροδοκίας δεν είχε υποπέσει σε παραγραφή.

Εύλογα λοιπόν η κίνηση αυτή της ανακρίτριας κατά της ∆ιαφθοράς, σχεδόν τρία χρόνια µετά εγείρει πολλά ερωτήµατα, ενώ ρίχνει σκιές πάνω στην ήδη τραυµατισµένη στα µάτια της κοινής γνώµης ∆ικαιοσύνη. Αντί –ως όφειλε– να ερευνήσει την ουσία της υπόθεσης, εάν δηλαδή ο Λοβέρδος χρηµατίστηκε ή όχι όπως κατηγορείται και –γιατί όχι;– να διερευνήσει περαιτέρω για να µη µένει καµία σκιά και το πού τυχόν κατέληξε το χρήµα, µια και στην προκαταρκτική έρευνα δεν υπήρξαν σχετικά στοιχεία, του πρόσφερε χείρα βοηθείας µε έναν κατάπτυστο νόµο ο οποίος εδώ και δεκαετίες δίνει ασυλία στα πολιτικά πρόσωπα.

«Ελαβε 200.000 ευρώ από τον Φρουζή»

Η ποινική δίωξη σε βάρος του Ανδρ. Λοβέρδου για το αδίκηµα της δωροληψίας πολιτικού προσώπου και µάλιστα κατ’ εξακολούθηση ασκήθηκε τον Νοέµβριο του 2019 βάσει σχετικής παραγγελίας που είχε αποστείλει η Εισαγγελία κατά της ∆ιαφθοράς στην Εισαγγελία Πρωτοδικών. Τα συµπεράσµατα του διαβιβαστικού που είχε αποστείλει η Εισαγγελία κατά της ∆ιαφθοράς στη Βουλή προκειµένου να αρθεί η ασυλία του Ανδρ. Λοβέρδου ήταν κόλαφος, αφού βάσει αυτών φέρεται πως προέκυπταν εξυπηρετήσεις του πρώην υπουργού προς τη Novartis. Οι επίµαχες εξυπηρετήσεις ήταν πέντε και αφορούσαν υπερτιµολογήσεις φαρµάκων και ευνοϊκή µεταχείρισή της.

Συγκεκριµένα, η εισαγγελία έκρινε ότι ο Ανδρ. Λοβέρδος «συµφώνησε και έλαβε από τον Κωνσταντίνο Φρουζή… και για την εξυπηρέτηση των συµφερόντων αυτής (σ.σ.: Novartis) συνολικό ποσό τουλάχιστον 200.000 ευρώ». Ο Ανδρ. Λοβέρδος φέρεται να έλαβε αυτό το ποσό προκειµένου «να εξυπηρετήσει τα συµφέροντα της ως άνω εταιρείας, η οποία απέκτησε τεράστιο οικονοµικό όφελος, κατά παράβαση των καθηκόντων του». Σύµφωνα µε το κατηγορητήριο, τα επίµαχα αδικήµατα τα οποία φέρεται να διέπραξε ο πρώην υπουργός Υγείας τελέστηκαν από την 1η Απριλίου 2011 έως και τη 17η Μαΐου 2012 «ως µέλος της κυβέρνησης και δη ως υπουργός Υγείας, µε περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήµατος, ζήτησε άµεσα για τον εαυτό του οποιασδήποτε φύσης ωφέληµα, που δεν δικαιούται, ως αντάλλαγµα για ενέργεια µελλοντική, που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά».

«Ωφέλησε οικονοµικά τη Novartis»

Το επίδικο στη συγκεκριµένη υπόθεση ήταν ότι βάσει του ν. 3790/2009, που ανανεώθηκε από τον ν. 3840/2010, ο οποίος ίσχυε επί υπουργίας Ανδρ. Λοβέρδου, «η τιµή κάθε φαρµακευτικού προϊόντος προκύπτει από τον µέσο όρο των τριών χαµηλότερων αντίστοιχων τιµών του φαρµακευτικού προϊόντος στα κράτη-µέλη της ΕΕ στα όποια υφίστανται και ανακοινώνονται επίσηµα στοιχεία από τις αρµόδιες αρχές των χωρών αυτών». Παρ’ όλα αυτά, βάσει της Εισαγγελίας κατά της ∆ιαφθοράς επί υπουργίας Λοβέρδου πραγµατοποιήθηκαν υπερτιµολογήσεις σε πέντε σκευάσµατα της Novartis.

Ισως η πιο χαρακτηριστική περίπτωση εξ αυτών ήταν το φαρµακευτικό σκεύασµα Gilenya 0,5 mg σκληρά καψάκια BTx28. Σύµφωνα µε τα συµπεράσµατα της Εισαγγελίας κατά της ∆ιαφθοράς, ο ίδιος ο Ανδρ. Λοβέρδος «αποφάσισε να αναρτηθεί στον ιστότοπο του υπουργείου Υγείας, στο πεδίο που φέρει γενικό τίτλο “∆ελτίo Τιµών Φαρµάκων 4-8-2011 (Ορθή Επανακοινοποίηση)”… Το νέο υπολογιστικό φύλλο έχει µια παραπάνω εγγραφή φαρµακευτικών σκευασµάτων, ήτοι 683, αφού µε απόφαση Λοβέρδου έχει προστεθεί το Gilenya CAPS 0.5 mg BT x 28 PVC/PVDC/alu, το οποίο “είναι και το µοναδικό νέο φάρµακο που τιµολογήθηκε στο συγκεκριµένο ∆ελτίο Τιµών Φαρµάκων”».

Ακόµη, υπήρξε υπερτιµολόγηση του φαρµακευτικού σκευάσµατος, αφού και πάλι µέσω απόφασης Λοβέρδου –βάσει της Εισαγγελίας κατά της ∆ιαφθοράς– ανατιµολογήθηκε στις 6 Απριλίου 2012, λαµβάνοντας χονδρική τιµή 1.920 ευρώ, αν και βάσει του µέσου όρου των τριών φτηνότερων ευρωπαϊκών χωρών θα έπρεπε «να ανέρχεται στο ποσό των 1.785,35 ευρώ». Οι πράξεις του Λοβέρδου, βάσει της εισαγγελίας, είχαν αποτέλεσµα «να ωφεληθεί οικονοµικά η εταιρεία Novartis λαµβανοµένων υπόψη των υψηλών πωλήσεων που είχε το σκεύασµα αυτό κατά τα έτη 2011 και 2012 στα νοσοκοµεία, τα φαρµακεία και στις φαρµακαποθήκες».

«Κατόπιν απόφασης Λοβέρδου»

Αντίστοιχα, το σκεύασµα Tasigna 200 mg x 112 εισήχθη στο δελτίο τιµών φαρµάκων στις 17 Μαΐου 2011, όταν και έλαβε χονδρική τιµή 4.210 ευρώ. Στις 19 Αυγούστου 2011, όταν το επίµαχο σκεύασµα εισήχθη εκ νέου στο δελτίο τιµών, έλαβε την ίδια χονδρική τιµή, η οποία κατέβηκε ελάχιστα, στις 4.092,36 ευρώ, όταν εισήχθη στο δελτίο τιµών στις 21 ∆εκεµβρίου 2011. Σύµφωνα µε την εισαγγελία όµως «η χονδρική τιµή που θα λάµβανε στην Ελλάδα έπρεπε να ανέρχεται στο ύψος των 3.362,38 ευρώ», ενώ η αυξηµένη χονδρική τιµή προήλθε «κατόπιν απόφασης του Ανδρέα Λοβέρδου».

Παράλληλα, το σκεύασµα Tasigna Caps Hard 112 x 150 mg έλαβε στις 10 Απριλίου 2012 χονδρική τιµή 3.753,68 ευρώ, ενώ σύµφωνα µε την εισαγγελία «η χονδρική τιµή του συγκεκριµένου σκευάσµατος για την Ελλάδα έπρεπε να ανέρχεται στο ύψος των 2.659,05 ευρώ…».

Ακόµη, το σκεύασµα Novartis Lucentis Inj. Sol 10 mg/ML BT x1 Vial 2,3 mg/ 0,23 ml έλαβε –πάλι µέσω απόφασης Λοβέρδου βάσει της εισαγγελίας– χονδρική τιµή 914,66 ευρώ µετά την ανάρτησή του στο δελτίο τιµών φαρµάκου. Η εισαγγελία έκρινε πως η χονδρική τιµή του «έπρεπε να ανέρχεται στο ύψος των 887,30 ευρώ…». Το επίµαχο σκεύασµα προτιµήθηκε από τον πρώην υπουργό, σύµφωνα µε την εισαγγελία, έναντι του φτηνότερου σκευάσµατος Avastin της εταιρείας Roche. Ο Ανδρ. Λοβέρδος, κατά την εισαγγελία, δεν προέβη σε µια υπουργική απόφαση προκειµένου να «εγκριθεί η χρήση του φθηνότερου φαρµάκου Avastin, προσπορίζοντας µε τον τρόπο αυτό οικονοµικό όφελος στην εταιρεία Novartis».

«Κέρδη από την αύξηση πωλήσεων του Lucentis»

Η εµπλοκή του Ανδρ. Λοβέρδου διαφάνηκε και από την εισήγηση της εισαγγελέα Πρωτοδικών Ελένης Μιχαλοπούλου προς το αρµόδιο δικαστικό συµβούλιο να παραπεµφθούν ενώπιον του Τριµελούς Εφετείου Κακουργηµάτων ο Κωνσταντίνος Φρουζής και ακόµη δύο γιατροί. Στην επίµαχη εισαγγελική πρόταση, την οποία αποκάλυψε το Documento την προηγούµενη Κυριακή, αναγνωρίζεται ότι ο Φρουζής δωροδοκούσε πολιτικά πρόσωπα. Αναγνωρίζεται επίσης πως η αύξηση των κερδών της Novartis στην Ελλάδα το 2012-15 κατά 71,48 εκατ. δολάρια προέκυψε από την αύξηση των πωλήσεων του φαρµάκου Lucentis –ένα από τα σκευάσµατα για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη στον Ανδρ. Λοβέρδο– και από την αύξηση των πωλήσεων διάφορων συνταγογραφούµενων φαρµάκων της Novartis.

Σύµφωνα µε την εισαγγελική πρόταση, υπήρξε ροή «βρόµικου» χρήµατος. Τα χρήµατα αυτά καταχωρούνταν στα λογιστικά βιβλία της Novartis Ελλάς και στη συνέχεια φέρονται να κατέληγαν στον Κ. Φρουζή, ο οποίος φρόντιζε να πάνε στους «τελικούς αποδέκτες», αφού όπως αναγράφεται χαρακτηριστικά στην εισαγγελική πρόταση: «Τα χρηµατικά ποσά διοχετεύονταν αρχικά προς τις εν λόγω παρένθετες εταιρείες και εν συνεχεία περιέρχονταν στον Φρουζή που επιµελούνταν της λήψης τους προς τους τελικούς αποδέκτες τους, πολιτικά πρόσωπα και άλλους ήτοι και γιατρούς».

Η ανακρίτρια Γλυκερία-Λουίζα Ιωαννίδου και οι σχέσεις της με τον Σταύρο Κοντονή

Το τελευταίο χρονικό διάστημα και ειδικά μετά την έκδοση του απαλλακτικού βουλεύματος για τον Νίκο Μανιαδάκη από το δικαστικό συμβούλιο κυκλοφορούν έντονα σχόλια στην Ευελπίδων που αφορούν την ανακρίτρια Ιωαννίδου, η οποία έχει χειριστεί και τη δικογραφία σε βάρος του Νίκου Μανιαδάκη, κομβικού προσώπου στο σκάνδαλο της Novarits, δίχως επίσης να κάνει καμιά ανακριτική πράξη. Σημειώνεται ότι ο Ν. Μανιαδάκης εκπροσωπείται νομικά από το γραφείο του γνωστού ποινικολόγου Θεόδωρου Μαντά, με το οποίο συνεργάζεται στενά ο Σταύρος Κοντονής.

Η δε ανακρίτρια Γλυκερία -Λουίζα Ιωαννίδου φέρεται να διατηρούσε στενές σχέσεις με τον πρώην υπουργό Δικαιοσύνης Σταύρο Κοντονή και μάλιστα να ήταν δική του επιλογή για την προεδρία της Επιτροπής Δεοντολογίας της ΕΠΟ το 2015 (θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 2021).

Ωστόσο, η εκλεκτή του πρώην υπουργού Δικαιοσύνης έκρινε ότι δεν συντρέχει λόγος να δηλώσει αποχή στην περίπτωση Μανιαδάκη για λόγους ευπρέπειας, ενώ νομικοί κύκλοι υποστηρίζουν ότι, ακόμη κι αν δεν επηρεάζεται η αμεροληψία της από αυτές τις συγκυρίες, η ενασχόλησή της με την υπόθεση θα μπορούσε να προκαλέσει δυσμενή σχόλια και να βλάψει το γόητρο της Δικαιοσύνης.

 

Documento Newsletter