Επιφανείς νομικοί επιστήμονες καυτηριάζουν την πρωτοφανή συμπεριφορά του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Συγκεκριμένα, καλούνται να απαντήσουν σε δύο ερωτήματα, τα οποία σχετίζονται με την προαναγγελία του Ισίδωρου Ντογιάκου για τη διεξαγωγή εκδικητικών φορολογικών ελέγχων κατά δημοσιογράφων και μέσων ενημέρωσης, όπως επίσης για την απόπειρα παρακώλυσης του ελέγχου της ΑΔΑΕ σε πάροχο κινητής τηλεφωνίας για τη διαπίστωση των παρακολουθήσεων των Γιώργου Κύρτσου και Τάσου Τέλλογλου από την ΕΥΠ.
Αντί να συμπυκνώσουμε σε λίγες γραμμές τα λόγια τους, αποφασίσαμε να παραθέσουμε κάποια ενδεικτικά αποσπάσματα από τις απαντήσεις των εννέα συνεντευξιαζομένων εν είδει προλόγου.
«Η παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών είναι πρόδηλη, όπως φανερή γίνεται και η υποβάθμιση της ανεξαρτησίας της εισαγγελικής αρχής» υποστηρίζει η αναπληρώτρια καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου του ΑΠΘ Ιφιγένεια Καμτσίδου, ενώ ο αντιπρόεδρος του ΔΣΑ Αλέξανδρος Μαντζούτσος τονίζει: «Αδυνατώ να αντιληφθώ εντός ποιου πλαισίου νοείται παροχή νομικών συμβουλών από εισαγγελικό λειτουργό σε εταιρεία κινητής τηλεφωνίας. Εξίσου αδυνατώ να αντιληφθώ για ποιο νόμιμο λόγο, με ποιο θεσμικό τρόπο –και εντέλει με ποιο θάρρος– ζητήθηκαν αυτές οι συμβουλές».
Ο Δημήτρης Λυρίτσης, μέλος του ΔΣ του ΔΣΑ, χαρακτηρίζει «ανεπίτρεπτη» την έκφραση γνώμης του Ισ. Ντογιάκου επί της νομιμότητας ή μη του ελέγχου της ΑΔΑΕ σε πάροχο κινητής τηλεφωνίας και μάλιστα έπειτα από αίτημα της Cosmote.
«Η σύνδεση ενός ελέγχου με συγκεκριμένο μέσο ενημέρωσης πλήττει ανεπανόρθωτα το κύρος του θεσμού της Δικαιοσύνης αν τέτοια σύνδεση λαμβάνει χώρα από λειτουργό της» στηλιτεύει ο δικηγόρος Μανώλης Ροδουσάκης, με τη συνάδελφό του Χριστίνα Τσαγκλή να εξηγεί πως «η προαναγγελία φορολογικών ερευνών κατά δημοσιογράφων και ΜΜΕ από δημοσίου βήματος όχι μόνον δεν εντάσσεται στη σφαίρα των αρμοδιοτήτων του, αλλά συνιστά αυταπόδεικτη υπέρβαση του θεσμικού του ρόλου».
«Ολα τα διαδραματισθέντα στην πρόσφατη ΓΣ της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων είναι ανέξοδες απειλές, που αποκαλύπτουν τουλάχιστον έλλειψη ψυχραιμίας» σημειώνει από την πλευρά του ο δικηγόρος και επικεφαλής του τμήματος Δικαιοσύνης του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ Γιάννης Μαντζουράνης, ενώ ο έτερος νομικός Γιάννης Παπαδάκης υπογραμμίζει πως «η διάκριση των εξουσιών δεν επιτρέπει στους εισαγγελείς την άσκηση διοικητικών καθηκόντων, παρά μόνο ποινικών».
Σκληρή κριτική στον ανώτατο εισαγγελικό λειτουργό ασκεί και ο δικηγόρος Γιάγκος Λαμπίρης κάνοντας λόγο για απειλές έναντι δημοσιογράφων, ενώ ο συνάδελφός του Γιάννης Απατσίδης καθιστά σαφές πως «η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου σύμφωνα με επανειλημμένες γνωμοδοτήσεις δεν έχει καμία αρμοδιότητα να γνωμοδοτήσει επί εκκρεμούς στη Δικαιοσύνη υπόθεσης, είτε προφορικά είτε εγγράφως, πολλώ δε μάλλον επί μιας υπόθεσης που εκ των πραγμάτων ελεγκτέα πρόσωπα είναι στελέχη της ΕΥΠ και άλλοι ανώτατοι κρατικοί και δημόσιοι λειτουργοί».
Οι ερωτήσεις
01 Εντάσσεται στη σφαίρα των αρμοδιοτήτων του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου η προαναγγελία φορολογικών ερευνών κατά δημοσιογράφων και μέσων ενημέρωσης που του ασκούν κριτική;
02 Πώς κρίνετε την απόφαση του ανώτατου εισαγγελικού λειτουργού να παράσχει νομικές συμβουλές σε πάροχο κινητής τηλεφωνίας την ώρα που η ΑΔΑΕ έκανε έλεγχο για τη διαπίστωση άρσεων του τηλεφωνικού απορρήτου;
Ιφιγένεια Καμτσίδου Αναπληρώτρια καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου, Νομική Σχολή ΑΠΘ: «Η παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών είναι πρόδηλη»
01 Η εισαγγελία είναι ο κλάδος της δικαστικής εξουσίας που έχει την ευθύνη της καταστολής της εγκληματικότητας και της προστασίας των μελών του κοινωνικού συνόλου από παράνομες πράξεις ακόμη και οργάνων της κρατικής εξουσίας, ιδίως της κυβέρνησης και της διοίκησης. Για τον λόγο αυτό οι λειτουργοί της, που αυτοί ασκούν την ποινική δίωξη στο νομικό μας σύστημα, περιβάλλονται και με εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας: για να ανάγονται σε αποτελεσματικούς εγγυητές της νομιμότητας δεν πρέπει να εξαρτώνται ούτε από το δικαστήριο στο οποίο υπηρετούν ούτε πολύ περισσότερο από τους φορείς της εκτελεστικής εξουσίας. Η αναφορά του κ. εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στην πιθανότητα διενέργειας φορολογικών ελέγχων σε δημοσιογράφους και ΜΜΕ που ασκούν κριτική στις πρακτικές του υποδηλώνει πρόθεση επιρροής του επικεφαλής της εισαγγελίας σε σημαντικούς διοικητικούς παράγοντες. Αυτή η επιρροή όμως, που του επιτρέπει σήμερα να ζητά δημόσια και να προσδοκά ιδιαίτερη μεταχείριση των επικριτών του από τη διοικητική αρχή, ιδρύει αντικειμενικά υποχρέωση ανταπόκρισης στο μέλλον, εμφανίζοντας την εισαγγελία να υποτάσσεται στις στοχεύσεις των κυβερνώντων. Η παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών είναι πρόδηλη, όπως φανερή γίνεται και η υποβάθμιση της ανεξαρτησίας της εισαγγελικής αρχής.
02 Η εισαγγελία έχει αποστολή να προασπίζεται τη νομιμότητα και το δημόσιο συμφέρον. Ενεργεί εκ μέρους της πολιτικά οργανωμένης κοινωνίας και στο όνομά της ασκεί όλες τις αρμοδιότητές της. Εξάλλου το απόρρητο των επικοινωνιών διασφαλίζεται με θεμελιώδεις κανόνες και με τη λειτουργία ανεξάρτητης αρχής (ΑΔΑΕ). Η παροχή συμβουλών σε πάροχο υπηρεσιών ελεγχόμενο από την ΑΔΑΕ, η παρέμβαση του εισαγγελέα του ΑΠ στον ιδιώτη σε διαδικασία με αντικείμενο πιθανές εκ μέρους του τελευταίου παραβιάσεις δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο σύνταγμα (άρθρο 19) και στην ΕΣΔΑ (άρθρο 8) ως απαραβίαστα αποτελούν τουλάχιστον θεσμικό παράδοξο. Η εισαγγελία εμφανίζεται να μη μεριμνά για την εφαρμογή των κανόνων δημόσιας τάξης των οποίων είναι θεματοφύλακας αλλά για την καθοδήγηση επιχειρηματικών επιλογών.
Αλέξανδρος Μαντζούτσος Αντιπρόεδρος ΔΣΑ: «Εντός ποιου πλαισίου νοείται παροχή νομικών συμβουλών από εισαγγελικό λειτουργό σε εταιρεία κινητής τηλεφωνίας;»
01 Σε όλες τις φιλελεύθερες δημοκρατίες που προέκυψαν μέσα από τις μεγάλες επαναστάσεις του 18ου και του 19ου αιώνα (αμερικανική, γαλλική, ελληνική) η ελευθερία του Τύπου κατοχυρώθηκε εξαρχής ως θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα. Το γιατί μάς το θύμισε το Αμερικανικό Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση των «Εγγράφων του Πενταγώνου» (New York Times Co. v. United States, 403 U.S. 713 (1971): «Ο Τύπος έπρεπε να υπηρετεί τους κυβερνώμενους, όχι τους κυβερνώντες. Η εξουσία της κυβέρνησης να λογοκρίνει τον Τύπο καταργήθηκε, έτσι ώστε ο Τύπος να παραμείνει για πάντα ελεύθερος να επικρίνει την κυβέρνηση. Ο Τύπος προστατεύτηκε ώστε να μπορεί να αποκαλύπτει τα μυστικά της κυβέρνησης και να ενημερώνει τον κόσμο. Μόνο ένας ελεύθερος και αδέσμευτος Τύπος μπορεί να αποκαλύψει αποτελεσματικά την εξαπάτηση στην κυβέρνηση. Και υψίστης σημασίας μεταξύ των ευθυνών ενός ελεύθερου
Τύπου είναι το καθήκον να εμποδίζει οποιοδήποτε μέρος της κυβέρνησης να εξαπατά τον λαό». Ιδίως σε μια περίοδο στη διάρκεια της οποίας η Ελλάδα κατατάσσεται στην 108η θέση παγκοσμίως στην ελευθερία του Τύπου οι Ελληνες δικαστές και εισαγγελείς καλούνται να εγγυηθούν την ελεύθερη δημοσιογραφική έρευνα έναντι οποιουδήποτε επιβουλεύεται το συνταγματικό καθήκον του δημοσιογράφου να στέκεται απέναντι στην εκάστοτε εξουσία, να ερευνά, να ενημερώνει, να αποκαλύπτει, να ασκεί κριτική. Αν ο Τύπος αδυνατεί να επιτελέσει τον θεσμικό ρόλο που του εμπιστεύεται το σύνταγμα, είναι θέμα χρόνου η φιλελεύθερη δημοκρατία να ολισθήσει στην ολιγαρχία και στον αυταρχισμό.
02 Ως δικηγόρος και επιστήμονας του Συνταγματικού Δικαίου αδυνατώ να αντιληφθώ εντός ποιου πλαισίου νοείται παροχή νομικών συμβουλών από εισαγγελικό λειτουργό σε εταιρεία κινητής τηλεφωνίας. Εξίσου αδυνατώ να αντιληφθώ για ποιο νόμιμο λόγο, με ποιο θεσμικό τρόπο –και εντέλει με ποιο θάρρος– ζητήθηκαν αυτές οι συμβουλές. Η ΑΔΑΕ, ως συνταγματικά κατοχυρωμένη ανεξάρτητη αρχή, αντλεί τις αρμοδιότητές της απευθείας από το σύνταγμα και τους νόμους χωρίς να υπόκειται σε προηγούμενη έγκριση ή άδεια και βεβαίως χωρίς να δεσμεύεται από τη γνώμη οποιασδήποτε διοικητικής, δικαστικής ή άλλης αρχής.
Δημήτρης Λυρίτσης Μέλος ΔΣ του ΔΣΑ: «Η έκφραση γνώμης του εισαγγελέα του ΑΠ σε συγκεκριμένη εκκρεμούσα υπόθεση είναι ανεπίτρεπτη»
01 Ο εισαγγελέας είναι δικαστικός λειτουργός (ισόβιος) και απολαύει κατά το σύνταγμα λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας. Στην αρμοδιότητα του εισαγγελέα υπάγονται μεταξύ άλλων: η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, η άσκηση της ποινικής δίωξης, η διεύθυνση της προανάκρισης, η εποπτεία και ο έλεγχος των αστυνομικών αρχών όσον αφορά την πρόληψη και τη δίωξη των εγκλημάτων, η υποβολή προτάσεων στα δικαστικά συμβούλια και τα δικαστήρια, η άσκηση των ένδικων μέσων, η εκτέλεση των ποινικών αποφάσεων και η παροχή συνδρομής για την εκτέλεση εκτελεστών τίτλων, η εποπτεία και ο έλεγχος των σωφρονιστικών καταστημάτων και ό,τι άλλο ο νόμος ορίζει.
Τους εισαγγελικούς λειτουργούς συνδέει σχέση ιεραρχικής εξάρτησης. Προϊστάμενος όλων είναι ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Ο εισαγγελικός λειτουργός όμως κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και την έκφραση της γνώμης του ενεργεί αδέσμευτα, υπακούοντας στον νόμο και στη συνείδησή του.
Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έχει το δικαίωμα να απευθύνει προς τους εισαγγελείς παραγγελίες, γενικές οδηγίες και συστάσεις, η δε εποπτεία που ασκεί κατά τον νόμο στις εισαγγελίες της χώρας συνίσταται στην επίβλεψη και την έκδοση γενικών οδηγιών.
Ωστόσο, ομόφωνα γίνεται δεκτό ότι οι γενικές οδηγίες του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου έχουν την έννοια του συντονισμού των εισαγγελικών λειτουργών και δεν πρέπει να αφορούν τον χειρισμό συγκεκριμένης υπόθεσης. Δηλαδή δεν επιτρέπεται η γενική καθοδήγηση να εξειδικεύεται σε συγκεκριμένη παρέμβαση επί της ουσίας με την επιβολή ορισμένης αξιολόγησης των αποδείξεων ή ορισμένης επιστημονικής άποψης.
02 Το αντικείμενο και τα όρια της γνωμοδοτικής αρμοδιότητας του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 29§2 του Κώδικα Οργανισμού των Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ΚΟΔΚΔΛ – ν. 4938/2022), συνίσταται δε η αρμοδιότητά του αυτή στη διατύπωση της γνώμης του γενικώς και αφηρημένως ως προς την αμφιλεγόμενη έννοια διατάξεων νόμων επί ζητημάτων γενικότερου ενδιαφέροντος και πάντως όχι επί υποθέσεων επί των οποίων επελήφθησαν ήδη ή πρόκειται να επιληφθούν οι αρμόδιες δικαστικές αρχές ή επί θεμάτων που απασχόλησαν ή πρόκειται να απασχολήσουν τα δικαστήρια ή τα δικαστικά συμβούλια, προς αποφυγή επηρεασμού της κρίσης τους, ενόψει μάλιστα και των προβλεπομένων ενδίκων μέσων και βοηθημάτων.
Η πάγια αυτή αυτοπεριοριστική θέση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ως προς τη γνωμοδοτική της αρμοδιότητα συνδυάζεται και με την παραδοχή ότι το αντικείμενο της γνωμοδότησης του ανώτατου εισαγγελέα πρέπει να αφορά ευρύτατες κατηγορίες προσώπων, αφού μόνο τότε πρόκειται περί θέματος που παρουσιάζει γενικότερο ενδιαφέρον.
Η έκφραση γνώμης του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου επί θέματος ερμηνείας και εφαρμογής διάταξης νόμου αναφορικά με συγκεκριμένη εκκρεμούσα υπόθεση είναι ανεπίτρεπτη, είτε υπό τη μορφή εισαγγελικής γνωμοδότησης είτε ως γενική οδηγία του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, τον οποίο πρέπει να χαρακτηρίζει αταλάντευτη προσήλωση στην αρχή της «εσωτερικής λειτουργικής ανεξαρτησίας» των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών της χώρας (3/2022 ΓΝΜΔ ΕΙΣΑΠ).
Μανώλης Ροδουσάκης Δικηγόρος: «Τριγμός στα θεμέλια της εμπιστοσύνης του πολίτη στον θεσμό της Δικαιοσύνης»
01 Η σύνδεση ενός ελέγχου με συγκεκριμένο μέσο ενημέρωσης πλήττει ανεπανόρθωτα το κύρος του θεσμού της Δικαιοσύνης, αν τέτοια σύνδεση λαμβάνει χώρα από λειτουργό της. Ο φορολογικός έλεγχος δεν πρέπει και δεν τρομάζει κανέναν νομοταγή πολίτη, όμως η μεμονωμένη προαναγγελία εναντίον μέσου ενημέρωσης το οποίο ασκεί κριτική στον λειτουργό που προανήγγειλε τον έλεγχο συνάδει με νοοτροπίες ξένες και προς το δημοκρατικό πολίτευμα και προς τον ευρωπαϊκό και εθνικό νόμο.
Νομικά μιλώντας, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δύναται να παραγγείλει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για έρευνα κάθε παράνομης πράξης, όπως ενδεχομένως και η φοροδιαφυγή. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχει αρμοδιότητα να παραγγείλει απευθείας έλεγχο και έρευνα. Κρίσιμο κατά την ημετέρα μετριότητα δεν είναι το αν έχει ή όχι αρμοδιότητα να παραγγείλει, αλλά ο λόγος που τον οδήγησε στην προαναγγελία του φορολογικού ελέγχου. Εφόσον η έρευνα προοικονομείται όχι για λόγους υπονοιών τέλεσης κάποιου αδικήματος αλλά για λόγους νομικά αδιάφορους, όπως η άσκηση κριτικής, το πρόβλημα είναι ορατό και εκτός από πρόβλημα είναι και τριγμός στα θεμέλια της εμπιστοσύνης του πολίτη στον θεσμό της Δικαιοσύνης, το κύρος της οποίας έχουμε υποχρέωση να περιφρουρούμε όλοι οι πολίτες, κυρίως όμως όσοι τη διακονούν.
02 Πιστεύω ακράδαντα ότι η έκφραση νομικής ή μη γνώμης δεν δύναται να αποτελέσει εφαλτήριο για άσκηση κριτικής σε αυτόν που την εξέφρασε ενώ του ζητήθηκε. Είναι διαφορετικό το ζήτημα της έκφρασης μιας γνώμης αυτόκλητα και διαφορετικό όταν αυτή η γνώμη ζητείται. Αν η συμπεριφορά εξικνείται στην έκφραση γνώμης, δεν τίθεται κατά την άποψή μου ζήτημα∙ αν όμως λάβουν χώρα περαιτέρω ενέργειες προς επιβολή ή υποστήριξη αυτής της γνώμης, προφανώς και τίθεται ζήτημα, γιατί σε αυτή την περίπτωση ο ανώτατος εισαγγελέας βρίσκεται εκτός του νομικώς ανατεθειμένου σε αυτόν πλαισίου.
Χριστίνα Τσαγκλή Δικηγόρος: «Ανεπίτρεπτη παρέμβαση στο έργο της ανεξάρτητης αρχής»
01 Οι αρμοδιότητες του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και εν γένει της εισαγγελικής αρχής προσδιορίζονται από το σύνταγμα και τους νόμους και ιδίως εν προκειμένω από τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών. Στο πλαίσιο αυτό ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται μεταξύ άλλων να απευθύνει παραγγελίες, γενικές οδηγίες και συστάσεις σχετικές με την άσκηση των καθηκόντων τους προς όλους τους εισαγγελείς της χώρας (άσκηση ποινικών διώξεων, διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης κ.λπ.) αλλά και να γνωμοδοτεί επί νομικών ζητημάτων γενικότερου ενδιαφέροντος. Η προαναγγελία φορολογικών ερευνών κατά δημοσιογράφων και ΜΜΕ από δημοσίου βήματος όχι μόνον δεν εντάσσεται στη σφαίρα των αρμοδιοτήτων του, αλλά συνιστά αυταπόδεικτη υπέρβαση του θεσμικού του ρόλου, όπως αυτή προσδιορίζεται από τη συνταγματική τάξη και τις κείμενες διατάξεις.
02 Η φερόμενη απόπειρα του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να παρεμποδίσει την άσκηση των συνταγματικών αρμοδιοτήτων της ΑΔΑΕ, και δη με προφορική γνώμη και όχι έγγραφη γνωμοδότηση, όχι μόνο δεν εμπίπτει στη σφαίρα των αρμοδιοτήτων του αλλά συνιστά, κατά την άποψή μας, ανεπίτρεπτη παρέμβαση στο έργο της ανεξάρτητης αρχής και παραβίαση της συνταγματικής αρχής της διάκρισης των λειτουργιών.
Γιάννης Μαντζουράνης Δικηγόρος και επικεφαλής του τμήματος Δικαιοσύνης του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ: «Ανέξοδες απειλές που αποκαλύπτουν τουλάχιστον έλλειψη ψυχραιμίας»
01 Οι αρμοδιότητες του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ορίζονται στα άρθρα 28 και 29 του ν. 4938/2022 «Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών» καθώς και στα σχετικά άρθρα του Κ.Ποιν.Δ. Αυτές οι αρμοδιότητες ουδεμία σχέση έχουν με φορολογικούς ελέγχους οποιουδήποτε πολίτη, ενώ όταν προαναγγέλλονται φορολογικές έρευνες εναντίον δημοσιογράφων και ΜΜΕ –και μάλιστα όσων ασκούν κριτική στον βίο και στην πολιτεία του συγκεκριμένου εισαγγελικού λειτουργού– τότε πρόκειται για ευθεία απειλή προς εκφοβισμό.
Η εν λόγω απειλητική προαναγγελία όμως είναι ατελέσφορη ή, επί το λαϊκότερον, «τζούφια» όταν απευθύνεται σε δημοσιογράφους και ΜΜΕ που «έχουν καθαρή τη φωλιά τους» και μάλιστα με τη βούλα των αρμόδιων φορολογικών αρχών, που πρόσφατα προέβησαν σε ενδελεχή φορολογικό έλεγχο με τη στοργική φροντίδα του καθεστώτος Μητσοτάκη. Η μόνη θεμιτή σχέση ενός εισαγγελικού λειτουργού που δεν ασκεί εισαγγελικά καθήκοντα σε ανοιχτή ποινική διαδικασία περιορίζεται στην υποβολή ειλικρινούς ατομικής φορολογικής δήλωσης των εισοδημάτων για να είναι εντάξει με τον νόμο και τη συνείδησή του.
Ολα τα διαδραματισθέντα στη πρόσφατη ΓΣ της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων είναι ανέξοδες απειλές, που αποκαλύπτουν τουλάχιστον έλλειψη ψυχραιμίας, η οποία πρέπει να είναι sine qua non προσόν ενός ανώτατου εισαγγελικού λειτουργού, που ex officio είναι θεματοφύλακας και εγγυητής της νομιμότητας.
02 Οπως προκύπτει από τις σχετικές ισχύουσες διατάξεις που καθορίζουν τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η παροχή νομικών συμβουλών σε ιδιώτη ή ιδιωτικό νομικό πρόσωπο δεν συγκαταλέγεται στις αρμοδιότητες του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος δεν μπορεί και δεν πρέπει να λειτουργεί ως νομικός παραστάτης οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου, ιδίως όταν επικαλείται την εισαγγελική παρέμβαση για να εμποδίσει άσκηση των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων της Ανεξάρτητης Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), οι οποίες ορίζονται ρητώς και κατηγορηματικώς στις διατάξεις του άρθρου 19 του συντάγματος και του σχετικού εκτελεστικού νόμου.
Σε αυτή την περίπτωση δεν πρόκειται για απλή υπέρβαση εξουσίας αλλά για συμμετοχή σε επιχειρούμενη από τον αιτούμενο εισαγγελική γνώμη παράνομη πράξη ή παράλειψη. Κατά την πάγια νομολογία «η εισαγγελία του Αρείου Πάγου έχει αρμοδιότητα να γνωμοδοτεί μόνον για νομικά ζητήματα επί των οποίων δεν επελήφθησαν ή δεν πρόκειται να επιληφθούν τα δικαστήρια και έτσι δεν ανακύπτει κίνδυνος επηρεασμού της κρίσεώς τους» (2170/1995 ΓΝΜΔ ΕΙΣ. Α.Π.).
Στην προκειμένη περίπτωση της υπόθεσης των υποκλοπών ήδη διεξάγονται προκαταρκτικές έρευνες που καθιστούν νομικώς ανεπίτρεπτη οποιαδήποτε σχετική γνωμοδότηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ιδίως για την έκταση και το περιεχόμενο των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων της ΑΔΑΕ, που με σαφήνεια οριοθετούνται από το σύνταγμα.
Κώστας Παπαδάκης Δικηγόρος: «Η διάκριση των εξουσιών δεν επιτρέπει στους εισαγγελείς την άσκηση διοικητικών καθηκόντων»
01 Προφανώς και όχι. Πρώτα απ’ όλα η διάκριση των εξουσιών δεν επιτρέπει στους εισαγγελείς την άσκηση διοικητικών καθηκόντων, παρά μόνο ποινικών. Πέραν αυτού, οι φορολογικοί έλεγχοι πραγματοποιούνται χωρίς να προαναγγέλλονται από τα αρμόδια όργανα. Συνεπώς, η παρέμβαση παραγόντων και φορέων άλλων θεσμικών εξουσιών στα παραπάνω συνιστά αφενός υποκατάστασή τους και αφετέρου ουσιαστική παρέμβαση στο έργο τους, καθώς «προειδοποιούν» τους αποδέκτες για τον επικείμενο έλεγχο και στην πράξη ανατρέπουν τον σχεδιασμό και τον προγραμματισμό των αρμόδιων ελεγκτικών οργάνων. Αλλά ακόμη και στο πλαίσιο του φορολογικού ελέγχου που διατάσσεται παρεμπιπτόντως και στο πλαίσιο διερεύνησης ποινικών φορολογικών αδικημάτων η μυστικότητα της προδικασίας απαγορεύει κάθε πομπώδη και μη προαναγγελία τους, διότι αυτή αποβαίνει σε βάρος της έρευνας.
02 Η διοικητική λειτουργία των ανεξάρτητων αρχών δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία και στον διοικητικό έλεγχο του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Η νομιμότητα των πράξεων των ανεξάρτητων αρχών, μεταξύ των οποίων και η ΑΔΑΕ, προσβάλλεται μόνο στα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια. Εξάλλου η εξουσία του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ακόμη και στις υποθέσεις δικαιοδοσίας του δεν ασκείται με τηλεφωνικές συνεννοήσεις προς τη νομική υπηρεσία ιδιωτών, όσο κακομαθημένοι κι αν είναι οι τελευταίοι, αλλά με έγγραφες εντολές προς τους ιεραρχικά υφισταμένους του εισαγγελείς και ανακριτικούς υπαλλήλους.
Γιάγκος Λαμπίρης Δικηγόρος: «Η ελευθεροτυπία είνε απαραίτητος εις Συνταγματικόν πολίτευμα»
Το 1904 ο επί δώδεκα χρόνια εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημοσθένης Τζιβανόπουλος, που διακρινόταν για την ακεραιότητα του χαρακτήρα του και την υψηλή του μόρφωση, αγόρευσε σε δίκη με κατηγορούμενους τους υπεύθυνους της αθηναϊκής εφημερίδας «ΣΚΡΙΠ». Οι δημοσιογράφοι είχαν καταδικαστεί επειδή αποκάλεσαν καταδικαστική απόφαση του Ναυτοδικείου Πειραιώς σε βάρος ενός υποπλοιάρχου «προϊόν εκβιασμού της συνειδήσεώς των».
Οταν η υπόθεση έφτασε να εκδικαστεί στο ανώτατο δικαστήριο της χώρας ο Δημοσθένης Τζιβανόπουλος αναφέρθηκε στο καίριο ζήτημα της δημοσίευσης, της ελεύθερης έκφρασης και της ελευθερίας του Τύπου. Στη μνημειώδη αγόρευσή του ανέφερε μεταξύ των άλλων ότι «πάντες όμως αναγνωρίζουσιν ότι η ελευθεροτυπία είνε απαραίτητος εις Συνταγματικόν πολίτευμα, ούσα το συμπλήρωμα των δημοσίων ελευθεριών. […] Εχει δε παρατηρηθεί ότι δεν δύναται τις να κρίνει ορθώς περί του τύπου, αν δεν έχη προ οφθαλμών όχι μόνον το κακόν, το οποίον προξενεί πολλάκις, αλλά και το κακόν, το οποίον περιστέλλει καθ’ εκάστην».
Και συμπλήρωσε: «Τα του Τύπου η ενέργεια εις τας ελευθέρας πολιτείας είνε αδιάκοπος κι ωφελιμοτάτη. […] Και εις αυτά δε τα δικαστήρια η συμμετοχή του τύπου είνε σπουδαία ως μέσον μεγαλειτέρας δημοσιότητος των δικαστικών πράξεων, εξ ης και οι δικασταί παρακινούνται να γίνωνται προσεχτικώτεροι και ο λαός εμπεδοί την προς τους δικαστάς εμπιστοσύνην αυτού. […]
Πταν η προκατάληψις του δικαστού παρεκτρέπη την δικαστικήν εξουσίαν εις πράξεις παραλόγους και αυθαιρέτους ή η μεροληψία αυτού παραδίδη την πλάστιγγαν και το ξίφος, τα ιερά ταύτα της δικαιοσύνης σύμβολα, εις τα κόμματα, εις τα πάθη και τα συμφέροντα, η κοινή γνώμη φωτιζομένη υπό του τύπου, κρίνει τους κριτάς και κατακρίνει πάσαν άδικον κρίσιν και επιβάλλει την βελτίωσιν του δικαστού…».
Εκατόν δεκαοκτώ χρόνια αργότερα ο κ. Ντογιάκος σε δημόσια ομιλία του απείλησε τους δημοσιογράφους που ασκούν κριτική στις πράξεις του και τις ενέργειές του με φορολογικούς ελέγχους. Η ποιοτική διαφορά των δύο ανδρών είναι εμφανής και γι’ αυτό δεν νομίζω να χρειάζεται καν απάντηση στο δεύτερο ερώτημά σας.
Γιάννης Απατσίδης Δικηγόρος: «Η Δικαιοσύνη δεν αποδίδεται με συνδικαλιστικές βακτηρίες»
01 Κατηγορηματικά όχι. Η διατύπωση του κ. εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που είναι εξαιρετικά έμπειρος και ικανός, ήταν ατυχής και προφανώς δεν θα μπορούσε να διατυπωθεί με την ιδιότητά του ως εισαγγελικού λειτουργού. Σε περίπτωση που η εισαγγελία έχει στοιχεία για συγκεκριμένους εκδότες και δημοσιογράφους οφείλει να διενεργεί ελέγχους και να προβαίνει σε νόμιμες ενέργειες. Δυστυχώς, οι συνήθεις ύποπτοι εκδότες και δημοσιογράφοι, γνωστοί στην εισαγγελία, που έχουν καταδικαστεί επανειλημμένως για συκοφαντική δυσφήμηση παραμένουν επί χρόνια ανέλεγκτοι και ανεξέλεγκτοι. Σε αυτούς γνωρίζει ο κ. Ντογιάκος ότι δεν περιλαμβάνεται ο εκδότης της εφημερίδας Documento κ. Κων/ νος Βαξεβάνης, πλην όμως εκείνοι προφανώς χαίρουν ασυλίας, αφού απολαμβάνουν ενίοτε την κυβερνητική προστασία. Η προαναγγελία και οι υπόνοιες περί τελέσεως αδικημάτων από άτομα που φωτογραφίζονται δύναται να εκληφθεί ως απειλητική και εκδικητική ενέργεια. Θεωρώ τη στιγμή αυτή ιδιαίτερα ατυχή και γι’ αυτό τον λόγο η Ενωση Εισαγγελέων, κατά τη γνώμη μου, με τους ιδιαίτερα άξιους εισαγγελικούς λειτουργούς της, δεν θα έπρεπε να τοποθετηθεί δι’ αυτού του τρόπου, καθόσον έτσι δεν προάγεται ούτε εξασφαλίζεται η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης στα μάτια των τρίτων μη ειδικών, η οποία δεν πρέπει μόνον να είναι τίμια, αλλά και να φαίνεται. Εάν κάποιος θεωρεί ότι θίγεται, δύναται να ασκήσει τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα. Η Δικαιοσύνη δεν αποδίδεται με συνδικαλιστικές βακτηρίες και φυσικά ούτε πρέπει να αδικεί ούτε να αδικείται.
02 Η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου σύμφωνα με επανειλημμένες γνωμοδοτήσεις δεν έχει καμία αρμοδιότητα να γνωμοδοτήσει επί εκκρεμούς στη Δικαιοσύνη υπόθεσης, είτε προφορικά είτε εγγράφως, πολλώ δε μάλλον επί μιας υπόθεσης στην οποία εκ των πραγμάτων ελεγκτέα πρόσωπα είναι στελέχη της ΕΥΠ και άλλοι ανώτατοι κρατικοί και δημόσιοι λειτουργοί. Εάν εκδοθεί μια τέτοια γνωμοδότηση, θα αντιμετωπιστεί από όλους με καχυποψία. Κατά τη γνώμη μου πρέπει να προστατευθούν τα αρχεία του κράτους, αφού πρώτα όμως ελεγχθεί ποιο παρακράτος εργαλειοποιούσε ενδεχομένως την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών ώστε να παρακολουθεί διάφορα άτομα χωρίς καμία νόμιμη αιτιολογία, προφανώς για να τα εκβιάσει ή πιθανόν να τα εκβιάζει ακόμη. Αναρωτιέμαι, έπειτα από τόσες επισυνδέσεις και δη εν ενεργεία υπουργών κ.λπ., δεν στοιχειοθετήθηκε κανένα ποινικό αδίκημα ή όσα στοιχειοθετήθηκαν συγκαλύφθηκαν με σκοπό τον εκβιασμό; Ως πολίτη με ενδιαφέρει η κάθαρση. Ως δικηγόρο με ενδιαφέρει η πάταξη της διαφθοράς με την τήρηση της νομιμότητας. Η διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών είναι υπόθεση όλων των δημοκρατικών πολιτών. Να υπενθυμίσω ότι με έγκληση του κ. Βαξεβάνη έχουν καταδικαστεί αμετάκλητα στελέχη της ΕΥΠ για αξιόποινες δραστηριότητές τους, τα οποία θέλω να πιστεύω ότι έχουν ήδη αποταχθεί.