Σκάνδαλο υποκλοπών: Κοντολέων, Βλάχου, Γεωργακοπούλου μηνύει για εγκληματική οργάνωση και άλλα βαριά κακουργήματα ο Κύρτσος

Απολύτως εμπεριστατωμένη, τόσο ως προς τα πραγματικά περιστατικά όσο και ως προς την νομική τεκμηρίωση, είναι η μήνυση που υπέβαλλε ο φιλελεύθερος ευρωβουλευτής, Γιώργος Κύρτσος, θύμα των παρακολουθήσεων της ΕΥΠ, σε βάρος των: Παναγιώτη Κοντολέων, πρώην Διοικητή της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.), Βασιλικής Βλάχου, Εισαγγελέα Εφετών, Ευαγγελίας Γεωργακοπούλου, πρώην επικεφαλής της Διεύθυνσης Συλλογής και Ανάλυσης Πληροφοριών και Β Υποδιευθύντριας Τρομοκρατίας και Οργανωμένου Εγκλήματος της ΕΥΠ, καθώς και κατά κάθε άλλου υπαίτιου προσώπου.

Δείτε επίσης: Κύρτσος: «Κινούμαι δικαστικά κατά όσων έβαλαν κοριούς – Η δικαιοσύνη να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων» (Video)

Στη μήνυση του, την οποία υπέβαλλε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών, όπου προσήλθε συνοδευόμενος από τον συνήγορο του, Γιάννη Μαντζουράνη, ο Γιώργος Κύρτσος αναφέρεται αναλυτικά σε όλες τις αποκαλύψεις του Documento σχετικά με την παρακολούθηση του από την ΕΥΠ, παραθέτει όλη την ευρωπαϊκή και ελληνική νομολογία για να καταδείξει το παράνομο της παρακολούθησης του αλλά και τα εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί για τα οποία ζητά την ποινική δίωξη όλων των εμπλεκομένων -προσώπων.

Διαβάστε επίσης: Μέσω ΕΥΠ άκουγε αρχηγούς των ενόπλων δυνάμεων

Σύμφωνα με την μήνυση Κύρτσου, έχουν διαπραχθεί έξι εγκλήματα και συγκεκριμένα:

i. κατά της ασφάλειας των τηλεφωνικών επικοινωνιών σε βαθμό κακουργήματος.
ii. της παραβίασης του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας και προφορικής συνομιλίας.
iii. της παραβίασης του απορρήτου των επικοινωνιών και των όρων και της διαδικασίας άρσης αυτού.
iv. της παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα συνδρομητών ή χρηστών ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε βαθμό κακουργήματος.
v. της παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε βαθμό κακουργήματος.
vi. της εγκληματικής οργάνωσης.

Διαβάστε επίσης: Σκάνδαλο υποκλοπών: Βλάχου και Κοντολέων μηνύει ο Κύρτσος για τις παρακολουθήσεις

Διαβάστε αναλυτικά τα σημαντικότερα σημεία της μήνυσης του ευρωβουλευτή, Γιώργου Κύρτσου:

“… Συμφώνως με δημοσίευμα του κυριακάτικου φύλλου της εφημερίδας «DOCUMENTO» της 20-11-2022 ανήκω στα πρόσωπα, οι τηλεφωνικές συνομιλίες
των οποίων παρακολουθούντο ή και παρακολουθούνται με «επισύνδεση» κατ’ εντολή της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Συγκεκριμένως στο εν λόγω
δημοσίευμα, αναγράφονται μεταξύ άλλων επί λέξει τα εξής:

«Για τον Γ. Κύρτσο, ο οποίος τον περασμένο Μάιο προσχώρησε στην ευρωομάδα Renew Europe, που συνδέεται με τον πρόεδρο της Γαλλίας
Εμανουέλ Μακρόν, το ενδιαφέρον παρακολούθησης – μέσω μόνο της ΕΥΠ – φαίνεται να ήταν έντονο. Ο λόγος ήταν πως από τότε που δημιουργήθηκαν
ρωγμές στη σχέση του πρώην «γαλάζιου» ευρωβουλευτή με τον πρωθυπουργό ο πρώην δημοσιογράφος κρίθηκε επικίνδυνος, με αποτέλεσμα να αποτελέσει τον δεύτερο ευρωβουλευτή της χώρας μας του οποίου οι επικοινωνίες έπεσαν στα δίχτυα της παρακρατικής λειτουργίας της υπηρεσίας.»

Σε επιβεβαίωση του ως άνω δημοσιεύματος επισημαίνεται ότι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα των τελευταίων μηνών εντοπίζονται συνεχώς φαινόμενα, που παραπέμπουν σε παρακολούθηση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεών μου.

Συγκεκριμένως έχουν διαπιστωθεί:

  •  Συχνότατος αιφνίδιος τερματισμός συνδιαλέξεων, που πραγματοποιούνται από τη σύνδεση κινητής τηλεφωνίας σε περιοχές χωρίς πρόβλημα
    συνδεσιμότητας.
  • Παρεμβάσεις τρίτων άγνωστων συνομιλητών κατά τη διάρκεια των συνδιαλέξεων μου.
  • Ακρόαση αντίλαλου της φωνής μου κατά τη συνομιλία.
  • Μετά τον τερματισμό μιας τηλεφωνικής συνδιάλεξής μου, ο προηγούμενος συνομιλητής μου μπορεί να ακούει την αμέσως επόμενη τηλεφωνική
    συνδιάλεξή μου με έτερο συνομιλητή.
  • Η συχνή υπερθέρμανση της συσκευής κινητής τηλεφωνίας που χρησιμοποιώ.

Προς διαπίστωση της παρακολούθησής των επικοινωνιών μου την 28-11-2022 υπεβλήθη ενώπιον της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών
(Α.Δ.Α.Ε.) η με αριθμό 3401/28-11-2022 Αίτησή μου, με την οποία ζητείται στο πλαίσιο της ήδη διενεργούμενης από την εν λόγω Ανεξάρτητη Αρχή έρευνας σε
σχέση με την υπόθεση των παράνομων υποκλοπών:

α) να διερευνηθεί:

i) αν έχω υποστεί, είτε πριν, είτε μετά την ψήφιση του Ν. 4790/2021, άρση απορρήτου καθώς και τις συνθήκες υποκλοπής των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων
μου, που γίνονται είτε μέσω της σύνδεσης κινητής τηλεφωνίας μου 69… της οποίας είμαι αποκλειστικός χρήστης, είτε των συνδέσεων σταθερής τηλεφωνίας μου 210 …, των οποίων είμαι κάτοχος και χρήστης, από τρίτα άγνωστα σε εμένα πρόσωπα,

ii) αν τηρήθηκαν οι όροι και οι διαδικασίες, που προβλέπονται στο Ν.2225/1994, καθώς και η αρχή της αναλογικότητας κατά την επιβολή του μέτρου άρσης του
απορρήτου των επικοινωνιών μου, ιδίως αν υπήρξε κι αν ήταν επαρκής η τεκμηρίωση του αιτήματος της υπηρεσίας, που ζήτησε την επίμαχη άρση,και β) να λάβω γνώση για τα χρονικά διαστήματα, τα τοπικά όρια και την αιτία, που παρακολουθούντο ο αριθμός κινητής τηλεφωνίας μου 69… καθώς και οι αριθμοί σταθερής τηλεφωνίας μου 210… που διατηρώ στον πάροχο υπηρεσιών τηλεφωνίας «COSMOTE», με επίσημη επισύνδεση από την ΕΥΠ καθώς και όσα σχετικά στοιχεία συλλέχθηκαν από την επιβολή της άρσης του απορρήτου των ως άνω τηλεφωνικών συνδέσεών μου.

Επειδή έως την 9-12-2022 δεν είχα λάβει κάποια απάντηση επί της προαναφερόμενης Αίτησής μου, μετέβην μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου μου,
Ιωάννη Κ. Μαντζουράνη, στην ΑΔΑΕ, και ζήτησα ενημέρωση για την πορεία αυτής καθώς και την επίσπευση του με βάση την εν λόγω Αίτηση ελέγχου. Ακολούθως την 12-12-2022 υπεβλήθη προς την ΑΔΑΕ δι’ ηλεκτρονικού ταχυδρομείου η από 12-12- 2022 σχετική Αίτηση επίσπευσης της διαδικασίας του εν λόγω ελέγχου. Την 16-12-2022 από δημοσίευμα του έγκυρου ευρωπαϊκού ειδησεογραφικού οργανισμού «Euractiv» αποκαλύφθηκε ότι πραγματοποιήθηκε έλεγχος για την παρακολούθησή μου από κλιμάκιο της ΑΔΑΕ στα γραφεία της εταιρείας -παρόχου υπηρεσιών τηλεφωνίας «COSMOTE», στο πλαίσιο του οποίου διαπιστώθηκε ότι πράγματι έχω τεθεί σε καθεστώς παρακολούθησης των επικοινωνιών μου από την ΕΥΠ για «λόγους εθνικής ασφάλειας». Μάλιστα, σε μεταγενέστερα δημοσιεύματα αναφέρεται ότι παρακολουθούμαι από την ΕΥΠ με βάση 9 διαδοχικές εισαγγελικές διατάξεις επί 18 συναπτούς μήνες!

Ευθύς εξ αρχής τονίζεται ότι (Α) δεν συντρέχει κανένας απολύτως λόγος εθνικής ασφάλειας για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών μου, ενώ (Β), όπως αναλύεται κατωτέρω, απαγορεύεται να διαταχθεί η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών Ευρωβουλευτή με την επίκληση τέτοιων λόγων. Τούτων δοθέντων η κατ’ εντολή του 1ου μηνυομένου, με διάταξη της 2ης μηνυομένης μετά από σχετική αίτηση της 3ης μηνυομένης άρση του απορρήτου των επικοινωνιών μου με την προσχηματική επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας κατ’ άρθρο 3 του Ν. 2225/1994 και η συνακόλουθη παρακολούθηση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεών μου
είναι προδήλως παράνομη.

Σημειωτέον ότι η παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών μου και η θέση μου υπό καθεστώς παρακολούθησης επιδρά αμέσως και ευθέως στη δυνατότητά μου να ασκώ ακωλύτως θεμελιώδη δικαιώματά μου, όχι μόνο σε σχέση με το απόρρητο της ανταπόκρισης και των επικοινωνιών καθαυτό, αλλά και ως προς την ελευθερία της σκέψης και της γνώμης μου, ως στοιχεία της προσωπικότητάς μου,αφού το να διατυπώνω τη γνώμη μου στις συνομιλίες μου με άλλους και να την
διαπραγματεύομαι μαζί τους υπό όρους ιδιωτικότητας, αποτελεί προϋπόθεση του να μπορώ να τη διατυπώσω και δημοσίως. Περαιτέρω, η δημιουργία κωλυμάτων
αυτού του είδους κατά την άσκηση των καθηκόντων μου ως Ευρωβουλευτή επηρεάζει την αποτελεσματικότητα της άσκησης του λειτουργήματος για το οποίο με εμπιστεύθηκαν με την ψήφο τους χιλιάδες Έλληνες πολίτες.

Κύρτσος: Γιατί ήταν παράνομη η παρακολούθησή μου

ΙΙ. ΝΟΜΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
Α. 1. Στις διατάξεις της §1 του άρθρου 19 του Συντάγματος ορίζονται τα εξής:

«1. Tο απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Nόμος
ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών
εγκλημάτων.».
Με τις προεκτεθείσες διατάξεις ανάγεται σε συνταγματικό δικαίωμα το δικαίωμα στο απόρρητο των επιστολών και της ανταπόκρισης και επικοινωνίας. Με αυτό το
δικαίωμα καθιερώνεται η προστασία της «επικοινωνίας σε οικειότητα», σε δυο επιμέρους συνιστώσες:
α) την ελευθερία της επικοινωνίας και
β) το απόρρητο της επικοινωνίας,
εφόσον όσοι επικοινωνούν θέλησαν να διατηρήσουν τη μυστικότητα, λαμβάνοντας τα κατάλληλα προς τούτο μέτρα (Βλέπε: Κων. Χρυσόγονο, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2002, σελ. 238).

Η έννοια του «απορρήτου» συντίθεται από:

α) το υποκειμενικό-προσωπικό στοιχείο (βούληση επικοινωνούντος) και

β) το αντικειμενικό-κοινωνικό στοιχείο.

Συνεπώς, «απόρρητο» επικοινωνίας υφίσταται, εφόσον:

i) αυτός που επικοινωνεί εκδηλώνει μία βέβαιη υποκειμενική προσδοκία ότι το
περιεχόμενο και τα στοιχεία της επικοινωνίας δεν θα περιέλθουν σε γνώση τρίτου, και

ii) αυτή η προσδοκία είναι τέτοια, ώστε η κοινωνία είναι πρόθυμη να τη θεωρήσει εύλογη. (Βλέπε: Φ. Σπυρόπουλος/Ξ. Κοντιάδης/Χ. Ανθόπουλος/Γ. Γεραπετρίτης (-Ν. Παπαδόπουλος), Σύνταγμα, 2017, άρθ. 19, σ. 477, αρ. 22 = sakkoulas-online).

Όπως, χαρακτηριστικώς τονίζεται, «προς το άρθρο 19 παρ. 1 εδ. α΄ Συντ.αντιστρατεύονται ιδίως: α) κάθε μορφή παρακολούθησης, ελέγχου και, πολύ
περισσότερο, αποτύπωσης της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας […]» (Βλέπε: Κων.Χρυσόγονος, ό.π., σελ. 238).

2. Με το 2 ο εδάφιο της §1 του άρθρου 19 του Συντάγματος θεσπίζεται νομοθετική επιφύλαξη για την αποδέσμευση της δικαστικής αρχής από το απόρρητο των επικοινωνιών αποκλειστικώς και μόνον για δύο λόγους, ήτοι «για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων.».

Ωστόσο, από τη συνδυαστική ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων:

α) της §3 του άρθρου 61 του Συντάγματος, που ορίζεται ότι:

«O βουλευτής δεν έχει υποχρέωση μαρτυρίας για πληροφορίες που περιήλθαν σ’ αυτόν ή δόθηκαν από αυτόν κατά την άσκηση των καθηκόντων
του, ούτε για τα πρόσωπα που του εμπιστεύθηκαν τις πληροφορίες ή στα οποία αυτός τις έδωσε»,

β) του άρθρου 9 του Πρωτοκόλλου 7 «Περί προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (EE C-310/261, της 16-12-2004) της ιδρυτικής Συνθήκης για τηΛειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΑΕΕ), που ορίζεται ότι τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά τη διάρκεια των συνόδων του Κοινοβουλίου:
«απολαύουν εντός της επικρατείας των κρατών τους, των ασυλιών που αναγνωρίζονται στα μέλη του Κοινοβουλίου του κράτους τους», και

γ) του άρθρου 8 του ίδιου ως άνω Πρωτοκόλλου, που ορίζεται ότι:«Τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν υπόκεινται σε έρευνα, κράτηση ή δίωξη για γνώμη ή ψήφο δοθείσα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους», σαφώς προκύπτει ότι οι Βουλευτές και κατά μείζονα λόγο οι Ευρωβουλευτές, που εξομοιώνονται με τους Βουλευτές στο κράτος, απ’ όπου προέρχονται, απαγορεύεται να τεθούν υπό καθεστώς παρακολούθησης των τηλεφωνικών επικοινωνιών τους με την επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας.

Και αυτό, γιατί:

α) το βουλευτικό απόρρητο, που καθιερώνεται στη διάταξη της §3 του άρθρου 61του Συντάγματος και ισχύει και για τους ευρωβουλευτές ως ειδικότερη διάταξη
θέτει, απευθείας εκ του Συντάγματος, πρόσθετα ειδικότερα όρια στις κάμψεις του τηλεπικοινωνιακού απορρήτου, που προβλέπονται στη διάταξη της §1 του άρθρου
19 του Συντάγματος, όπερ οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η τυχόν θέση ενός Βουλευτή ή Ευρωβουλευτή υπό καθεστώς παρακολούθησης των τηλεφωνικών συνομιλιών του με το πρόσχημα των λόγων εθνικής ασφάλειας παραβιάζει, καταλύει και καταστρατηγεί πλήρως το συνταγματικό δικαίωμα του βουλευτή ή
ευρωβουλευτή να μην αποκαλύπτει τις πληροφορίες, που περιήλθαν σ’ αυτόν ή δόθηκαν από αυτόν κατά την άσκηση των καθηκόντων του, τις πηγές του και
τους συνομιλητές του,

β) η παρακολούθηση των τηλεφωνικών συνομιλιών ενός μέλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από την ΕΥΠ με το πρόσχημα των λόγων εθνικής ασφάλειας, ήτοι για προδήλως πολιτικούς λόγους, συνιστά απαγορευμένη σε βάρος του έρευνα για γνώμη ή ψήφο δοθείσα κατά την άσκηση των καθηκόντων του.

3. Η καθιέρωση του απαραβίαστου της ιδιωτικής ζωής, όπως προβλέπεται στηδιάταξη του εδ. β’ της §1 του άρθρου 9 του Συντάγματος όπου διακηρύσσεται ότι
«η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη», διευρύνει το πλέγμα προστασίας του απορρήτου των ανταποκρίσεων, προστατεύοντας κάθε πτυχή του ιδιωτικού βίου, που λαμβάνει χώρα ανεξάρτητα από την τυχόν επικοινωνία με άλλο πρόσωπο (Βλέπε: Φ. Σπυρόπουλος/Ξ. Κοντιάδης/Χ. Ανθόπουλος/Γ. Γεραπετρίτης (-Χ. Ακριβοπούλου), Σύνταγμα, 2017, άρθ. 9, σ. 195 = sakkoulas-online). Ως «ιδιωτική και οικογενειακή ζωή» θα μπορούσε να θεωρηθεί μια γενικώς
παραδεκτή, σύμφωνα με τις επικρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις «σφαίρα του απορρήτου» του ατόμου, ενώ εξάλλου ο ιδιωτικός και οικογενειακός βίος συνδέονται
στενώς με την κατά το άρθρο 5 παρ. 1 Συντάγματος προστασία της προσωπικότητας, στην οποία ανήκει και η ελευθερία του ατόμου να διαμορφώνει τον τρόπο της
κοινωνικής παράστασης αυτού. Ratio της εν λόγω διάταξης ήταν, άλλωστε, ακριβώς η αντιμετώπιση των κινδύνων από τη χρησιμοποίηση της σύγχρονης ηλεκτρονικής τεχνολογίας παρακολούθησης και κατασκόπευσης. ( Βλέπε: Κων. Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2002, σελ. 234-235). Εν γένει, τα δικαιώματα στην «ιδιωτική σφαίρα» προστατεύονται διεθνώς από πλέγμα διατάξεων, όπως το άρθρο 17 του Διεθνούς Συμφώνου Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων (ΔΣΑΠΔ), το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), και το άρθρο 7 της Χάρτας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.

Στο προστατευόμενο δικαίωμα έχει, σύμφωνα με την νομολογία του ΕΔΔΑ, υπαχθεί η επικοινωνία μέσω επιστολών, η τηλεφωνική επικοινωνία, τα εξωτερικά στοιχεία των επικοινωνιών, καθώς και η προφορική συνομιλία (άμεση επικοινωνία). Στο δικαίωμα στην ιδιωτική σφαίρα περιέχονται, κατά την ΕΣΔΑ, 4 επιμέρους
δικαιώματα:

α) η ιδιωτική ζωή,
β) η οικογενειακή ζωή,
γ) η κατοικία του ατόμου,
δ) η αλληλογραφία του ατόμου.

Κάθε ένα εξ αυτών ή και περισσότερα μαζί μπορεί να προσβάλλονται από μια πράξη ή παράλειψη . Το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ υπάγονται, μεταξύ άλλων, η καταγραφή και διατήρηση σε αρχείο της φωνής του ατόμου, η εικόνα του ατόμου, η εικόνα (φωτογραφίες) δημοσίων προσώπων, ειδικώς δε οι τηλεφωνικές παρακολουθήσεις και η έρευνα σε οικία δικηγόρου ως περιπτώσεις επέμβασης στο δικαίωμα σε κατοικία, οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, οι ηλεκτρονικές επιστολές (e-mails), εξωτερικά στοιχεία επικοινωνίας ( Βλέπε: Γ. Τσόλιας, ό.π., σελ. 750, 754 και 759 -760 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

Το δικαίωμα στο απόρρητο των επικοινωνιών προστατεύεται έναντι επεμβάσεων οποιασδήποτε δημόσιας αρχής και «τριτενεργεί», δηλαδή ισχύει στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζει κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του εδ. γ΄ της §1 του Συντάγματος, ενώ προστατεύεται και έναντι επεμβάσεων τρίτων – ιδιωτών.

Άλλωστε, ειδικώς για το δικαίωμα στον ιδιωτικό βίο υποστηρίζεται ότι αναπτύσσει άμεση τριτενέργεια, δηλ. για την προστασία του είναι αδιάφορο αν ο δράστης είναι ιδιώτης ή εκπρόσωπος της δημόσιας αρχής (Βλέπε: Κων. Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2002, σελ. 61 επ., σελ. 241 και 236). Εν ολίγοις, δεν
αποκλείεται η επέμβαση στα εν λόγω έννομα αγαθά να γίνεται εκ μέρους τόσο εκπροσώπων μιας δημόσιας αρχής, όσο και τρίτων -ιδιωτών σε ενεργή συνεργασία ή
με παράλειψη των πρώτων να ελέγξουν και να αποτρέψουν την παράνομη συμπεριφορά των τελευταίων.

4. Τέλος, στις διατάξεις του εδ. α΄ του άρθρου 9 Α του Συντάγματος ορίζονται τα εξής:

«Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει.».
Το ίδιο δικαίωμα κατοχυρώνεται, άλλωστε, στο άρθρο 8 της Χάρτας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Το δικαίωμα προστασίας προσωπικών δεδομένων συνίσταται σε αξίωση ελέγχου επί των ιδίων πληροφοριών (πληροφοριακός αυτοπροσδιορισμός).

(Βλέπε: Σύνταγμα, 2017, Φ. Σπυρόπουλος/Ξ. Κοντιάδης/Χ. Ανθόπουλος/Γ. Γεραπετρίτης (-Λ. Μήτρου), σελ. 214, 218 και 219). Ήδη, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα με τη με αριθμό 92/2001 Απόφασή της συνδέει την προστασία των προσωπικών δεδομένων με την ίδια την αξία του ανθρώπου.

Κύρτσος: Τα κακουργήματα που έχουν διαπραχθεί

Β. Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων πραγματικών και νομικών δεδομένων, η παράνομη άρση του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας μου και η
παρακολούθηση, καταγραφή και χρήση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεών μου στοιχειοθετεί την τέλεση:

1. Του εγκλήματος κατά της ασφάλειας των τηλεφωνικών επικοινωνιών σε βαθμό κακουργήματος, που νομοτυποποιείται στις διατάξεις του άρθρου 292 Α Π.Κ, το
οποίο έχει επί λέξει ως εξής:

«1. Όποιος χωρίς δικαίωμα αποκτά πρόσβαση σε σύνδεση ή σε δίκτυο παροχής υπηρεσιών τηλεφωνίας ή σε σύστημα υλικού ή λογισμικού, που χρησιμοποιείται για
την παροχή τέτοιων υπηρεσιών, και με τον τρόπο αυτόν θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια των τηλεφωνικών επικοινωνιών, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός
(1) έτους και χρηματική ποινή. Αν ο υπαίτιος της πράξης του προηγούμενου εδαφίου είναι ο εργαζόμενος ή συνεργάτης του παρόχου υπηρεσιών τηλεφωνίας, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή. Με την ποινή του προηγουμένου εδαφίου τιμωρείται και ο πάροχος υπηρεσιών τηλεφωνίας ή ο νόμιμος εκπρόσωπός του ο οποίος αθέμιτα θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια των τηλεφωνικών επικοινωνιών.

2. Ο πάροχος υπηρεσιών τηλεφωνίας ή ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτού, ο οποίος παραβιάζει διάταξη κανονισμού της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των
Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) ή όρο της Γενικής Άδειας ή του δικαιώματος χρήσης ραδιοσυχνότητας ή του δικαιώματος χρήσης αριθμού, που αναφέρονται στην ασφάλεια
των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή.

3. Ο πάροχος υπηρεσιών τηλεφωνίας ή ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτού ή ο κατά τον νόμο υπεύθυνος για τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών, που παραλείπει να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή πράξης της παρ. 1, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή, εφόσον η πράξη τελέστηκε ή έγινε απόπειρα τέλεσής της, ανεξάρτητα αν θα τιμωρηθεί ο υπαίτιος.

4. Αν ο υπαίτιος των πράξεων των προηγούμενων παραγράφων είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος ή να προκαλέσει περιουσιακή ζημία σε άλλον, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) ετών και χρηματική ποινή. Εφόσον το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή. Αν από τις πράξεις των προηγούμενων παραγράφων μπορεί να τεθούν σε κίνδυνο θεμελιώδεις αρχές και θεσμοί του Πολιτεύματος, όπως μνημονεύονται στο άρθρο 134 του Ποινικού Κώδικα ή απόρρητο που αναφέρεται στην ασφάλεια του κράτους ή στην ασφάλεια εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας, επιβάλλεται κάθειρξη.

5. Όποιος αθέμιτα διαθέτει στο εμπόριο ή με άλλον τρόπο προσφέρει προς εγκατάσταση ειδικά τεχνικά μέσα για την τέλεση των πράξεων της παρ. 1 ή δημόσια
διαφημίζει ή προσφέρει τις υπηρεσίες του για την τέλεσή τους τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο (2) έτη ή χρηματική ποινή.»

Και αυτό, γιατί η – κατά τα προαναφερόμενα – χωρίς δικαίωμα παρακολούθηση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων μου όχι απλώς μπορεί να θέσει σε κίνδυνο, αλλά:
αφενός μεν καταλύει, αναιρεί και απονεκρώνει:

α) τη θεμελιώδη αρχή του Πολιτεύματός μας, που μνημονεύεται στη διάταξη υπό στοιχείο στ΄ της §3 του άρθρου 134 του Ποινικού Κώδικα, ήτοι την αρχή της
δέσμευσης του νομοθέτη από το Σύνταγμα και της εκτελεστικής και της δικαστικής λειτουργίας από το Σύνταγμα και τους νόμους και

β) τη θεμελιώδη αρχή του Πολιτεύματός μας, που μνημονεύεται στη διάταξη υπό στοιχείο η΄ της §3 του άρθρου 134 του Ποινικού Κώδικα, ήτοι την γενική ισχύ και
προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, που προβλέπει το Σύνταγμα, αφετέρου δε λόγω των προαναφερομένων ιδιοτήτων μου και συμμετοχών μου σε
επιτροπές και αντιπροσωπείες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με ευαίσθητο περιεχόμενο (Ασφάλειας και Άμυνας, Ρωσία, Αραβική Χερσόνησος) οδηγεί σε
διαρροή απορρήτων, που αναφέρονται τόσον στην ασφάλεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσον και στην ασφάλεια του ίδιου του κράτους μας.

2. Του εγκλήματος της παραβίασης του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας και προφορικής συνομιλίας, που νομοτυποποιείται στις διατάξεις του άρθρου 370 Α Π.Κ, το οποίο έχει επί λέξει ως εξής:

«1. Όποιος αθέμιτα παγιδεύει ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο παρεμβαίνει σε συσκευή, σύνδεση ή δίκτυο παροχής υπηρεσιών σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας ή
σε σύστημα υλικού ή λογισμικού, που χρησιμοποιείται για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών, με σκοπό ο ίδιος ή άλλος να πληροφορηθεί ή να αποτυπώσει σε υλικό
φορέα το περιεχόμενο τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ τρίτων ή στοιχεία της θέσης και κίνησης της εν λόγω επικοινωνίας, τιμωρείται με φυλάκιση. Με την ίδια
ποινή τιμωρείται η πράξη του προηγούμενου εδαφίου και όταν ο δράστης αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο της τηλεφωνικής επικοινωνίας του με
άλλον χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου.

2. Όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων που δεν διεξάγεται δημόσια ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα μη δημόσια πράξη άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Με την ίδια ποινή τιμωρείται η πράξη του προηγούμενου εδαφίου και όταν ο δράστης αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο της συνομιλίας του με άλλον χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου.

3. Όποιος αθέμιτα κάνει χρήση της πληροφορίας ή του υλικού φορέα επί του οποίου αυτή έχει αποτυπωθεί με τους τρόπους που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή. 4. Αν ο δράστης των πράξεων των παραγράφων 1, 2 και 3 είναι πάροχος υπηρεσιών τηλεφωνίας ή νόμιμος εκπρόσωπος αυτού ή μέλος της διοίκησης ή υπεύθυνος διασφάλισης του απορρήτου ή εργαζόμενος ή συνεργάτης του παρόχου ή ενεργεί
ιδιωτικές έρευνες ή τελεί τις πράξεις αυτές κατ` επάγγελμα ή απέβλεπε στην είσπραξη αμοιβής, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή.» Και αυτό, γιατί η παρακολούθηση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων μου καθώς και η αποτύπωση και καταγραφή τους από το «σύστημα των υποκλοπών» μέσω παρέμβασης της ΕΥΠ στις συνδέσεις κινητής και σταθερής τηλεφωνίας μου αποτελεί πράξη αθέμιτη και έγινε με σκοπό κατάλυσης του συνταγματικώς κατοχυρωμένου απορρήτου των επικοινωνιών μου ως ευρωβουλευτή.

3. Του εγκλήματος της παραβίασης του απορρήτου των επικοινωνιών και των όρων και της διαδικασίας άρσης αυτού, που νομοτυποποιείται στις διατάξεις της §1 του άρθρου 10 του Ν.3115/2003 «ΑΡΧΗ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥΤΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ», η οποία έχει επί λέξει ως εξής:

«1. Oπoιoς παραβιάζει με οποιονδήποτε τρόπο το απόρρητο των επικοινωνιών ή τους όρους και τη διαδικασία άρσης αυτού, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή από δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) έως εξήντα χιλιάδες (60.000) ευρώ, εφόσον δεν προβλέπονται βαρύτερες ποινές από άλλες ισχύουσες διατάξεις. Σε περίπτωση που ο παραβάτης της παρούσας διάταξης ανήκει στο προσωπικό υπηρεσίας, οργανισμού, νομικού προσώπου ή επιχείρησης των αναφερόμενων στην περ. α της παρ. 1 του άρθρου 6 του παρόντος, η επιβαλλόμενη ποινή φυλάκισης είναι τουλάχιστον δύο (2) ετών και η χρηματική ποινή τουλάχιστον τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ.»

Και αυτό, γιατί εν προκειμένω υπήρξε προφανής παραβίαση τόσον του απορρήτου της επικοινωνίας μου, όσον και των προϋποθέσεων και της διαδικασίας άρσης αυτού.

4. Του εγκλήματος της παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα συνδρομητών ή χρηστών ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε βαθμό κακουργήματος, που νομοτυποποιείται στις διατάξεις του άρθρου 15 του Ν. 3471/2006 «Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και τροποποίηση του ν.2472/1997.», το οποίο έχει επί λέξει ως εξής:

«1. Όποιος, κατά παράβαση του παρόντος νόμου, χρησιμοποιεί, συλλέγει, αποθηκεύει, λαμβάνει γνώση, αφαιρεί, αλλοιώνει, καταστρέφει, μεταδίδει, ανακοινώνει, δημοσιοποιεί δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα συνδρομητών ή χρηστών, ή τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχι στον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή
τουλάχιστον δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000 €) μέχρι και εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000 €), αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις.

2. Υπεύθυνος επεξεργασίας και τυχόν εκπρόσωπός του που δεν συμμορφώνεται με τις πράξεις της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα που επιβάλλουν τις διοικητικές κυρώσεις της προσωρινής ανάκλησης αδείας, της οριστικής ανάκλησης αδείας και της καταστροφής αρχείου ή διακοπής επεξεργασίας και καταστροφής των σχετικών δεδομένων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον δώδεκα χιλιάδων ευρώ (12.000 €) μέχρι και εκατόν είκοσι χιλιάδων ευρώ (120.000 €).

3. Εφόσον ο δράστης των πράξεων των προηγούμενων παραγράφων είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος ή να βλάψει τρίτο, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ (15.000 €) μέχρι και εκατόν πενήντα χιλιάδων ευρώ (150.000 €). Αν προκλήθηκε κίνδυνος για την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος ή για την εθνική Ασφάλεια, επιβάλλεται κάθειρξη και χρηματική ποινή πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000 €) μέχρι και τριακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (350.000 €).

4. Εφόσον οι πράξεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου τελεσθούν από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση μέχρι δεκαοκτώ (18) μηνών και χρηματική ποινή μέχρι και δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000 €).».

Και αυτό, γιατί κατά παράβαση των διατάξεων του Ν. 3471/2006 έγιναν γνωστά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μου ως συνδρομητή και χρήστη υπηρεσιών
ηλεκτρονικών επικοινωνιών καθώς και έγινε τουλάχιστον χρήση, συλλογή, αποθήκευση και μετάδοση των προσωπικών δεδομένων μου με την παράνομη
παρακολούθηση των τηλεφωνικών συνομιλιών μου με προφανή σκοπό βλάβης εμού, ενώ ταυτοχρόνως οι εν λόγω πράξεις ενέχουν λόγω των προειρημένων ιδιοτήτων μου πρόδηλο κίνδυνο τόσον για την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος αλλά και για την εθνική Ασφάλεια.

5. Του εγκλήματος της παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε βαθμό κακουργήματος, που νομοτυποποιείται στις διατάξεις του άρθρου 38 του
Ν.4624/2019 «Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, μέτρα εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του
Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 και άλλες διατάξεις.», το οποίο έχει επί λέξει ως εξής:

«1. Όποιος, χωρίς δικαίωμα: α) επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και με την πράξη του αυτή
λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών· β) τα αντιγράφει, αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, συλλέγει, καταχωρεί, οργανώνει, διαρθρώνει, αποθηκεύει, προσαρμόζει,
μεταβάλλει, ανακτά, αναζητεί πληροφορίες, συσχετίζει, συνδυάζει, περιορίζει, διαγράφει, καταστρέφει, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός (1) έτους, εάν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.

2. Όποιος χρησιμοποιεί, μεταδίδει, διαδίδει, κοινολογεί με διαβίβαση, διαθέτει, ανακοινώνει ή καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα δεδομένα προσωπικού
χαρακτήρα, τα οποία απέκτησε σύμφωνα με την περίπτωση α της παραγράφου 1 ή επιτρέπει σε μη δικαιούμενα πρόσωπα να λάβουν γνώση των δεδομένων αυτών,
τιμωρείται με φυλάκιση, εάν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.

3. Εάν η πράξη της παραγράφου 2 αφορά ειδικών κατηγοριών δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του άρθρου 9 παράγραφος 1 του ΓΚΠΔ ή δεδομένα που αφορούν
ποινικές καταδίκες και αδικήματα ή τα σχετικά με αυτά μέτρα ασφαλείας του άρθρου 10 του ΓΚΠΔ, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή έως εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, εάν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.

4. Με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών τιμωρείται ο υπαίτιος των πράξεων των προηγούμενων παραγράφων, εάν είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε
άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος ή να προκαλέσει περιουσιακή ζημία σε άλλον ή να βλάψει άλλον και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ.

5. Εάν από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως και 3 προκλήθηκε κίνδυνος για την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος ή για την εθνική ασφάλεια, επιβάλλεται κάθειρξη και χρηματική ποινή έως τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ.

6. Τα κακουργήματα που προβλέπονται στο παρόν άρθρο υπάγονται στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων.» Και αυτό, γιατί η παράνομη παρακολούθηση των τηλεφωνικών επικοινωνιών μου, η καταγραφή και αποθήκευσή τους από την ΕΥΠ συνιστά χωρίς δικαίωμα επέμβαση σε σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, με την οποία έγιναν γνωστά τα προσωπικά δεδομένα μου καθώς και αθέμιτη συλλογή, καταχώρηση,
διάρθρωση και αποθήκευσή τους, ενώ είναι πρόδηλο ότι τα εν λόγω παρανόμως συλλεγέντα προσωπικά δεδομένα μου κατέστησαν προσιτά σε μη δικαιούμενα
πρόσωπα με προφανή σκοπό βλάβης εμού, ενώ ταυτοχρόνως οι εν λόγω πράξεις προκαλούν λόγω των προειρημένων ιδιοτήτων μου προφανή κίνδυνο τόσον για την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος αλλά και για την εθνική ασφάλεια.

6. Του εγκλήματος της εγκληματικής οργάνωσης, που νομοτυποποιείται στις διατάξεις του άρθρου 187 Π.Κ, το οποίο έχει επί λέξει ως εξής:

«1. Όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε επιχειρησιακά δομημένη και με διαρκή εγκληματική δράση οργάνωση τριών ή περισσότερων προσώπων, που
επιδιώκει την τέλεση περισσότερων κακουργημάτων τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή.

2. Αυτός που διευθύνει την εγκληματική οργάνωση τιμωρείται με κάθειρξη.

3. Όποιος, εκτός από την περίπτωση της πρώτης παραγράφου, οργανώνεται με άλλον ή άλλους για να διαπράξουν κακούργημα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Με φυλάκιση έως τρία έτη τιμωρείται ο υπαίτιος αν η κατά το προηγούμενο εδάφιο ένωση έγινε για τη διάπραξη πλημμελήματος με το οποίο επιδιώκεται οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος ή η προσβολή της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της ανηλικότητας, της προσωπικής ελευθερίας, της ιδιοκτησίας ή της περιουσίας.»

4. Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος με οποιονδήποτε τρόπο παρέχει σε άλλον κάθε είδους περιουσιακά στοιχεία, υλικά ή άυλα, κινητά ή ακίνητα ή κάθε είδους χρηματοοικονομικά μέσα ή οδηγίες, πληροφορίες ή κατευθύνσεις ή στρατολογεί νέα μέλη, γνωρίζοντας ότι με τον τρόπο αυτό διευκολύνει ή υποβοηθά την τέλεση των εγκληματικών δραστηριοτήτων της οργάνωσης της παραγράφου 1.

5. Οι διατάξεις των παραγράφων 1,2 και 4 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και όταν οι προβλεπόμενες σε αυτό αξιόποινες πράξεις τελέσθηκαν στην αλλοδαπή από ημεδαπό ή στρέφονταν κατά Έλληνα πολίτη ή κατά νομικού προσώπου που εδρεύει στην ημεδαπή ή κατά του Ελληνικού Κράτους, ακόμη και αν αυτές δεν είναι αξιόποινες κατά τους νόμους της χώρας στην οποία τελέσθηκαν.»

6. Στις περιπτώσεις καταδίκης για αξιόποινες πράξεις του παρόντος άρθρου, καθώς και για τα συναφή αδικήματα που συνεκδικάστηκαν με την ίδια απόφαση, η ποινή δεν αναστέλλεται ούτε μετατρέπεται με κανέναν τρόπο, τυχόν δε ασκηθείσα έφεση δεν έχει αναστέλλουσα ισχύ.»

Και αυτό, γιατί είναι πρόδηλον ότι η παράνομη παρακολούθηση των τηλεφωνικών επικοινωνιών μου έγινε από επιχειρησιακώς δομημένη και με διαρκή εγκληματική δράση οργάνωση τουλάχιστον τριών προσώπων, που επιδιώκει την τέλεση των ως άνω και ενδεχομένως και άλλων κακουργημάτων.

ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ

και με ρητή επιφύλαξη παντός δικαιώματός μου

1. ΜΗΝΥΩ τον Παναγιώτη Κοντολέοντα, πρώην Διοικητή της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.), την Βασιλική Βλάχου, Εισαγγελέα Εφετών, την Ευαγγελία Γεωργακοπούλου και κάθε άλλο υπαίτιο πρόσωπο.

2. ΑΙΤΟΥΜΑΙ την ποινική διερεύνηση της τέλεσης των εγκλημάτων:

i. κατά της ασφάλειας των τηλεφωνικών επικοινωνιών σε βαθμό κακουργήματος, που νομοτυποποιείται στις διατάξεις του άρθρου 292 Α Π.Κ,
ii. της παραβίασης του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας καιπροφορικής συνομιλίας, που νομοτυποποιείται στις διατάξεις του άρθρου 370 Α Π.Κ,
iii. της παραβίασης του απορρήτου των επικοινωνιών και των όρων και της διαδικασίας άρσης αυτού, που νομοτυποποιείται στις διατάξεις της §1 του άρθρου 10 του Ν.3115/2003,
iv. της παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα συνδρομητών ή χρηστών ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε βαθμό κακουργήματος, που νομοτυποποιείται
στις διατάξεις του άρθρου 15 του Ν. 3471/2006,
v. της παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε βαθμό κακουργήματος, που νομοτυποποιείται στις διατάξεις του άρθρου 38 του Ν.4624/2019, vi. της εγκληματικής οργάνωσης, που νομοτυποποιείται στις διατάξεις του άρθρου 187 Π.Κ,

3. ΔΗΛΩΝΩ κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις 63 επ. του ΚΠΔ ότι παρίσταμαι προς υποστήριξη της κατηγορίας, ως δικαιούμενος κατά τον Αστικό Κώδικα
χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστην, από τις προπεριγραφείσες αξιόποινες πράξεις σε βάρος μου και για το παραδεκτό της δήλωσής μου προσκομίζω το με αριθμό 553030182953 0619 0005 e-παράβολο μετά των τραπεζικών παραστατικών πληρωμής του.

4. ΔΙΟΡΙΖΩ πληρεξούσιους δικηγόρους και αντικλήτους μου τους δικηγόρους Αθηνών, Ιωάννη Μαντζουράνη του Κωνσταντίνου και Κωνσταντίνο Μαντζουράνη του Ιωάννη.