«Έχει κάποιο λόγο η κυβέρνηση να εχθρεύεται τις δημοσιογραφικές αποκαλύψεις;».Το ερώτημα αυτό τέθηκε από το documentonews.gr αλλά και εμμέσως από άλλους δημοσιογράφους στον κυβερνητικό εκπρόσωπο τη Δευτέρα, κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών, καθώς την ώρα που οι δημοσιογραφικές αποκαλύψεις για το πολύκροτο σκάνδαλο των παρακολουθήσεων παίρνουν τη μορφή χιονοστιβάδας και αποκαλύπτεται μία σημαντική απειλή ακόμα και για το ίδιο το πολίτευμα, ο ίδιος και η κυβέρνηση επιμένουν να μιλούν για «λάσπη» και «ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς»
«Την Κυριακή το «Documento» δημοσίευσε και δεύτερη λίστα στόχων παράνομης παρακολούθησης, ακόμα στενότερου οικονομικοπολιτικού και προσωπικού ενδιαφέροντος για τον Κυριάκο Μητσοτάκη. «Το Βήμα» και «Τα Νέα» κατέγραψαν την παρακολούθηση του Υπουργού Εξωτερικών και τον ενεργό ρόλο του κ. Δημητριάδη στο πλευρό του Πρωθυπουργού. H «Εφημερίδα των Συντακτών» και η «Reporters United» τις σχέσεις Λαβράνου με το Μαξίμου και την Ελληνική Κυβέρνηση, η «Εστία» την παρακολούθηση του κ. Χατζηδάκη και σήμερα είχαμε ένα ακόμη δημοσίευμα από το «Inside Story» που κατηγορεί ευθέως την Κυβέρνηση πως αγόρασε το παράνομο λογισμικό. Εσείς ακόμα επιτίθεστε στους δημοσιογράφους και τα ΜΜΕ για τις αποκαλύψεις για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα για το Πολίτευμα. ‘Έχετε κάποιο λόγο να εχθρεύεστε τις δημοσιογραφικές αποκαλύψεις;» ρωτήσαμε τη Δευτέρα τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, με την απάντησή του να απορρίπτει μεν το ερώτημα, αλλά να επιμένει στη γραμμή της απόρριψης των δημοσιογραφικών ευρημάτων, ακόμα και την ίδια στιγμή που αποδέχονται μέρος αυτών!
«Δεν εχθρευόμαστε καμία αποκάλυψη, ούτε επιτιθόμαστε σε κανέναν. Έχουμε μια πάρα πολύ σταθερή, καθαρή και συνεπή στάση από την αρχή όλης αυτής της υπόθεσης» παραθέτοντας ακολούθως τρία «σημεία» για τις θέσεις της κυβέρνησης απέναντι στις δημοσιογραφικές αποκαλύψεις για το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων που βυθίζει σε κρίση το Μέγαρο Μαξίμου και τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
«Πρώτον, με αφορμή το τελευταίο που είπατε -αυθαίρετα συμπεράσματα μιας δημοσιογραφικής έρευνας- η ελληνική Κυβέρνηση, η ελληνική Πολιτεία, δεν έχει προμηθευτεί και καμία ελληνική Αρχή ασφαλείας δεν χρησιμοποιεί κανένα από τα κακόβουλα λογισμικά» ανέφερε αρχικά, με δεύτερο σημείο «ότι τα κακόβουλα λογισμικά, προφανώς και υπήρχαν στη χώρα και οφείλουν οι Αρχές της χώρας και πρώτα από όλα η ελληνική Δικαιοσύνη, να διερευνήσει απόλυτα την υπόθεση αυτή. Αυτό που είπαμε από την πρώτη στιγμή και επαναλαμβάνουμε και τώρα, είναι ότι η ελληνική Δικαιοσύνη οφείλει να αξιολογήσει όλα τα στοιχεία που έρχονται στο φως της δημοσιότητας με τρόπο τέτοιο, έτσι ώστε να βοηθηθεί στην έρευνα που κάνει, προκειμένου να καταλήξουμε σε ουσιαστικά συμπεράσματα».
«Το τρίτο που είπαμε είναι ότι είναι κάπως παράλογο, κάπως σουρεαλιστικό να διατυπώνονται μια σειρά από ισχυρισμοί, χωρίς στοιχεία, μάλιστα σε συνέχειες, και να καλείται να σηκώσει το βάρος της τεκμηρίωσης των ισχυρισμών αυτών, εκείνος που κατηγορείται ή που αναφέρεται ότι παρακολουθούταν. Εκείνο που λέμε είναι ότι θα πρέπει όλοι, με τα στοιχεία που έχουν στα χέρια τους, να προσέλθουν στις αρμόδιες Αρχές, στην ελληνική Δικαιοσύνη, έτσι ώστε να τη βοηθήσουν ακόμη περισσότερο και πιο ουσιαστικά, ώστε να φτάσει στην άκρη του νήματος. Και, τέλος, η Κυβέρνηση είναι αυτή που πρώτη θέλει να μη μείνει καμία σκιά στην υπόθεση αυτή» συμπλήρωσε, πριν επαναλάβει τα όσα έχει ξαναπεί αρκετές φορές για το ότι «δεν έχει προμηθευτεί η ελληνική Πολιτεία με κανέναν τρόπο το κακόβουλο λογισμικό και δεν το χρησιμοποιούν οι ελληνικές Αρχές ασφαλείας»
«Υπάρχει δικαστική έρευνα που βρίσκεται σε εξέλιξη. Η δικαστική έρευνα αυτή είναι βέβαιο πως θα αξιολογήσει όλα τα στοιχεία που έρχονται στο φως της δημοσιότητας. Το ταχύτερο δυνατόν οφείλει να καταλήξει σε αποτελέσματα. Θέλουμε να καταλήξει σε αποτελέσματα, που θα δώσουν απαντήσεις και σε ό,τι αφορά στην απόδοση ευθυνών, αν υπάρχουν, σε εκείνους που υπάρχουν. Και να βάλουν ένα τέρμα θεσμικό, διότι δεν υπάρχει άλλο καταφύγιο στις Δημοκρατίες, εκτός από τη Δικαιοσύνη. Ένα τέρμα θεσμικό σε αυτή τη συνωμοσιολογία, τη λάσπη, τη διακίνηση στοιχείων χωρίς τεκμήρια και ισχυρισμούς, που δίνονται σε δόσεις στη δημοσιότητα κάθε τρεις και λίγο, χωρίς την απαραίτητη -επαναλαμβάνω- τεκμηρίωση. Όλα αυτά δεν συνεπάγονται ούτε ότι εχθρευόμαστε τους δημοσιογράφους, ούτε τις αποκαλύψεις, ούτε οτιδήποτε άλλο» συμπλήρωσε ο εκπρόσωπος, στην ενημέρωση των πολιτικών συντακτών που θα μείνει στην ιστορία για την αδυναμία του να δεσμευτεί πως δεν παρακολουθούνται υπουργοί και άλλα πρόσωπα από τις λίστες στόχων παρακολούθησης που έχει δημοσιεύσει το Documento.
Ήξεις αφήξεις για τις αποκαλύψεις περί Intellexa
Ακόμα πιο ενδεικτική για την επαμφοτερίζουσα στάση της κυβέρνησης απέναντι στις δημοσιογραφικές αποκαλύψεις ήταν η απάντησή του για το δημοσίευμα του Inside Story, που κατηγορεί ευθέως την κυβέρνηση πως αγόρασε το Predator, αφού κληθείς να το σχολιάσει, υποστήριξε από τη μία πως η κυβέρνηση δεν έχει προμηθευτεί ούτε χρησιμοποιήσει το παράνομο λογισμικό, και από την άλλη πως το δημοσίευμα περιλαμβάνει μία σειρά από στοιχεία, τα οποία θα πρέπει να αξιολογήσει η Δικαιοσύνη.
«Η ελληνική Δικαιοσύνη που έχει ανοιχτή έρευνα, δικαστική έρευνα σε εξέλιξη, οφείλει να αξιολογήσει όλα τα στοιχεία αυτά. Και επιμένω στην αρχική μας τοποθέτηση ότι η ελληνική Κυβέρνησή δεν έχει προμηθευτεί, η ελληνική Πολιτεία δεν έχει προμηθευτεί και καμία εθνική Αρχή ασφαλείας δεν χρησιμοποιεί αυτού του είδους τα κακόβουλα λογισμικά. Διάβασα κι εγώ το δημοσίευμα. Αναφέρεται σε εταιρείες οι οποίες είχαν σχέση με το ελληνικό Δημόσιο πριν από τη διακυβέρνηση της χώρας από τη Ν.Δ., σε συμβάσεις που έπαιρναν δηλαδή. Έχει μια σειρά από στοιχεία. Η ελληνική Δικαιοσύνη οφείλει να αξιολογήσει όλα τα στοιχεία αυτά κι εφόσον αξιολογήσει ότι τα στοιχεία αυτά της είναι απαραίτητα στην έρευνα που κάνει, οφείλει να καλέσει όσους τα διαθέτουν ή τα επικαλούνται προκειμένου να τη συνδράμουν στη δουλειά που κάνει. Αυτή είναι μία πάγια και σταθερή θέση της Κυβέρνησής μας» ήταν η πλήρης απάντησή του για το δημοσίευμα-κόλαφος, που για πρώτη φορά συνδέει τόσο απόλυτα κυβέρνηση και παράνομο λογισμικό.
«Όποιος έχει στοιχεία…»
Λίγο αργότερα, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δέχθηκε ακόμα ένα ερώτημα για τις δημοσιογραφικές έρευνες, κληθείς να απαντήσει για το εάν τα δημοσιεύματα που υπάρχουν από μία σειρά μέσα ενημέρωσης αποκαλύπτουν «κάποιο κέντρο» που παρουσιάζει «μία ψευδή υπόθεση». Η απάντησή του, εξίσου αποκαλυπτική για το πως η κυβέρνηση πασχίζει να κρύψει τις ευθύνες της, αφού στην τρίτη του πρόταση, έσπευσε για μία ακόμα φορά να αναφερθεί στα πεπραγμένα του ΣΥΡΙΖΑ.
«Ένα συνολικό ερώτημα. Επειδή υπάρχουν πολλά δημοσιεύματα, έχουν βγει «Τα Νέα», «Το Βήμα», «Documento, η «Εφημερίδα των Συντακτών», το «Inside Story» από το οποίο ξεκίνησε κ.τ.λ. και έχουν πολλές πτυχές αυτής της υπόθεσης, τι νομίζετε; Ότι όλοι αυτοί δημοσιεύουν ανυπόστατα και χωρίς αποδείξεις στοιχεία; Τι νομίζετε; Ότι υπάρχει κάποιο κέντρο το οποίο συναρθρώνει εντελώς διαφορετικά και ετερόκλητα Μέσα Ενημέρωσης, για να παρουσιάζει μία ψευδή υπόθεση;» ήταν το πλήρες ερώτημα, με την απάντηση να θυμίζει το περιβόητο «όποιος έχει στοιχεία να τα πάει στον εισαγγελέα» του Κώστα Σημίτη, μόνο που αυτή τη φορά απευθύνεται νοσηρά στους δημοσιογράφους, ακυρώνοντας επί της ουσίας την δημοσιογραφική έρευνα και τους κανόνες της.
«Νομίζω ότι δεν έχει ενδιαφέρον να πω τι νομίζω. Παρ’ όλα αυτά, για να μη θεωρηθεί ότι δεν θέλω να απαντήσω, θα σας πω δύο πράγματα: Πρώτα απ’ όλα σε τέτοιου είδους σοβαρές περιπτώσεις δεν έχει νόημα τι νομίζει και τι πιστεύει κανείς. Στις συντεταγμένες Πολιτείες, στις Δημοκρατίες, στα οργανωμένα Κράτη, υπάρχουν Αρχές και διαδικασίες που οφείλουν ν’ αξιολογούν όλες αυτές τις πληροφορίες και να οδηγούν σε συμπεράσματα. Τι ξέρουμε; Ξέρουμε ότι κακόβουλα λογισμικά υπήρχαν στη χώρα, ήδη από το 2017-2018. Αυτό είναι μια πραγματικότητα. Υπήρχε το Pegasus, νομίζω πρώτη φορά εντοπίστηκε στη χώρα το 2017-18. Ξέρουμε ότι και στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες της Ευρώπης υπάρχει το Predator. Και επιχειρήθηκε να παρακολουθηθούν ή παρακολουθήθηκαν, ενδεχομένως, τηλέφωνα πολιτών και δημοσίων προσώπων στη Γαλλία, στην Ισπανία, στην Πολωνία, στην Ουγγαρία και στην Ελλάδα. Αυτό είναι μια πραγματικότητα. Απέναντι στην πραγματικότητα αυτή δεν μπορούμε να λέμε ότι δεν έχει γίνει τίποτα» υποστήριξε στην απάντησή του, αγνοώντας εντέχνως το γεγονός πως σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις, στη χώρα μας έχουμε «σύμπτωση» παρακολουθήσεων της ΕΥΠ και του Predator, τουλάχιστον για τις υποθέσεις του Νίκου Ανδρουλάκη και του Θανάση Κουκάκη, ενώ τη Δευτέρα ήταν ο ίδιος που άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο το ίδιο να συμβαίνει και με υπουργούς της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
«Οφείλουμε θεσμικά, με τα εργαλεία που έχουμε στη διάθεσή μας, να ψάξουμε να βρούμε την άκρη του νήματος, να τιμωρηθούν όσοι αποτόλμησαν κάτι τέτοιο σε βάρος συμπολιτών μας, να αποδοθούν ευθύνες όπου υπάρχουν και να βρούμε τρόπους, έτσι ώστε να προστατευθούμε στο μέλλον απέναντι σε αυτού του είδους τις διαδικασίες. Και προς τις δύο αυτές κατευθύνσεις, η Κυβέρνηση έχει κινηθεί από την πρώτη στιγμή. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορούμε να μην υπογραμμίζουμε το γεγονός ότι εδώ, σε μία υπόθεση η οποία προφανώς και έχει ορισμένες πραγματικές διαστάσεις, επιχειρείται να δοθούν διαστάσεις άλλου τύπου. Δεν μπορούμε να μην αναδείξουμε το γεγονός ότι χωρίς στοιχεία, χωρίς τεκμήρια, χωρίς την οποιανδήποτε επιβεβαίωση, ο Πρωθυπουργός εμφανίζεται να είναι ο εγκέφαλος των παρακολουθήσεων στενών, ακόμη και των πιο στενών του συνεργατών, συζύγων, ηθοποιών και ούτω καθεξής. Αυτό είναι ένα στοιχείο το οποίο δεν μπορούμε να μην αναδείξουμε. Κυρίως όταν -επαναλαμβάνω- διοχετεύεται συνεχώς σε δόσεις στην ελληνική κοινή γνώμη, χωρίς το παραμικρό τεκμήριο. Και η απάντηση είναι “δεν φέρω το βάρος της τεκμηρίωσης του ισχυρισμού ή της αποκάλυψης που κάνω εγώ, δηλαδή ο δημοσιογράφος, ο ερευνητής, η εφημερίδα και ούτω καθεξής, αλλά σε καλώ να το αποδείξεις εσύ που σε κατηγορώ”» πρόσθεσε πατώντας στη γραμμή «διαστροφής» της ίδιας της δημοσιογραφικής έρευνας, μετατρέποντας την δημοσιογραφία σε… εισαγγελία που θα πρέπει να διεξαγάγει τις έρευνες της Δικαιοσύνης.
«Η ελληνική Δικαιοσύνη οφείλει ένα υπαρκτό πρόβλημα να το δει, να το αντιμετωπίσει, και οφείλουμε όλοι να τη συνδράμουμε προς την κατεύθυνση αυτή. Η Κυβέρνηση θα κάνει ό,τι μπορεί προς την κατεύθυνση αυτή. Αναρωτιέμαι εάν το ίδιο κάνουν και όσοι επικαλούνται ότι έχουν στοιχεία και δεν τα προσκομίζουν στις αρμόδιες Αρχές. Γιατί, άραγε, δεν τα προσκομίζουν στις αρμόδιες Αρχές;» κατέληξε στο ερώτημα αυτό ο Γ. Οικονόμου, πυροδοτώντας και το επόμενο, που του έφερε ως παράδειγμα παράθεσης στοιχείων ρεπορτάζ της Εφημερίδας των Συντακτών.
«Για παράδειγμα, η «Εφημερίδα των Συντακτών» γράφει, ας πούμε, για ραντεβού που έγινε σε συγκεκριμένο ξενοδοχείο του Λονδίνου και στο οποίο ήταν ο κ. Λαβράνος και ο κ. Δημητριάδης και περιγράφει και τους διαλόγους, τι άλλο να κάνει; Έπρεπε να έχει κάνει παρακολούθηση κάποιος, για να φέρει τα στοιχεία; Δημοσιογραφική έρευνα είναι» τον εγκάλεσε δημοσιογράφος, με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο να συνεχίζει στην ίδια λογική.
«Φαντάζομαι κι εκτιμώ ότι όλα τα στοιχεία της δημοσιογραφικής έρευνας και αυτής και κάθε άλλης δημοσιογραφικής έρευνας, η Δικαιοσύνη που δουλεύει με τον τρόπο που πρέπει να δουλεύει, η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη, θα τα αξιολογήσει και θ’ αποδώσει στον καθέναν αυτά που πρέπει ν’ αποδώσει. Ευθύνες σ’ εκείνους που ενδεχομένως έκαναν παράνομες πράξεις ή και σ’ εκείνους που επικαλούνται πράγματα που δεν είναι πραγματικά. Αυτό λέω και είναι πάρα πολύ καθαρό. Και όσοι αυτό που λέμε δεν το αντιλαμβάνονται ή συνειδητά το προσπερνούν, δεν προσφέρουν καλή υπηρεσία στη διαλεύκανση αυτής της υπόθεσης, μπερδεύονται» ανέφερε ο Γ. Οικονόμου, συνεχίζοντας με νέους υπαινιγμούς για τα όσα έχουν έρθει στη δημοσιότητα.
«Η Κυβέρνηση είναι η πρώτη που δεν θέλει να μείνει καμία σκιά στην υπόθεση αυτή. Και η Δικαιοσύνη θεσμικά είναι αυτή που οφείλει ν’ ασχοληθεί, ασχολείται, θ’ αξιολογήσει, επαναλαμβάνω, όλα τα στοιχεία που έρχονται στη δημοσιότητα, για να φτάσουμε στην άκρη του νήματος. Έτσι γίνεται στις ευρωπαϊκές Δημοκρατίες, έτσι γίνεται σε κάθε συντεταγμένη Πολιτεία. Διαφορετικά, με το “άκουσα, μου είπαν, υποθέτω, φαντάζομαι, έγινε”, δεν πρόκειται να βρεθεί άκρη ποτέ. Και με αυτόν τον τρόπο ωφελημένοι θα είναι ή όσοι έχουν στο μυαλό τους άλλα σενάρια και επιδιώκουν μικροκομματική και μικροπολιτική εκμετάλλευση και εργαλειοποίηση της υπόθεσης αυτής ή όσοι, ενδεχομένως, όντως έκαναν αυτού του είδους τις παράνομες πράξεις και μέσα από αυτήν τη συνεχή διαδικασία σε δόσεις πληροφοριών και ισχυρισμών ατεκμηρίωτων, οι οποίοι δεν συνοδεύονται από στοιχεία, επενδύουν στη συσκότιση» συνέχισε τα νοσηρά σχόλια κατά της δημοσιογραφικής έρευνας και των στοιχείων που δημοσιεύονται από τα ΜΜΕ που ερευνούν το σκάνδαλο.
«Η Κυβέρνηση επενδύει στη διαλεύκανση, θέλει να μη μείνει καμία σκιά. Και η ελληνική Δικαιοσύνη είναι ο “τόπος”, το μέσο, που αυτή η διαλεύκανση θα λάβει χώρα» κατέληξε, σε μία προκλητική και εξόχως προβληματική παράφραση του σημιτικού «όποιος έχει στοιχεία, να τα πάει στον εισαγγελέα».