Σκάνδαλο κατασκοπείας: Η CIA λογοδοτεί, αλλά όχι η ΕΥΠ

Σκάνδαλο κατασκοπείας: Η CIA λογοδοτεί, αλλά όχι η ΕΥΠ

Οι Αμερικανοί πρόεδροι συνταγματικά διαθέτουν φαραωνική ισχύ, μια και ο θεσμός έχει εκτεταμένες αρμοδιότητες σε μια σειρά από χαρτοφυλάκια που φτάνουν μέχρι την αρχιστρατηγία των ενόπλων δυνάμεων. Το εύρος της εξουσίας είχε συμπυκνωθεί από τον παραιτηθέντα Αμερικανό πρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον, ο οποίος στην περίφημη συνέντευξη που παραχώρησε στον Ντέιβιντ Φροστ στον απόηχο του σκανδάλου Watergate είχε δηλώσει: «Εάν ο πρόεδρος το κάνει, τότε σημαίνει ότι δεν είναι παράνομο».

Η απάντηση αυτή προέκυψε μετά την ερώτηση του Φροστ εάν είναι παράνομο να αποφασίζει ένας πρόεδρος να πράξει κάτι παράνομο εφόσον σύμφωνα με τον ίδιο εξυπηρετεί το «εθνικό συμφέρον». Το «εθνικό συμφέρον» όμως διαχρονικά προκαλεί σφοδρότατες αντιδράσεις στις αίθουσες του Καπιτωλίου και έχει οδηγήσει ουκ ολίγες φορές είτε σε δημόσιες απολογίες και παραιτήσεις είτε ακόμη και σε ποινικές διώξεις, όπως αυτές των στενών συνεργατών του Νίξον Τσαρλς Κόλσον, Χ. Ρ. Χάλντεμαν και Τζον Ν. Μίτσελ. Οι συγκρίσεις με το εγχώριο πολιτικό σύστημα και τις αντίστοιχες κοινοβουλευτικές πρακτικές είναι μοιραία περιττές…

«Φύλακες» το FBI και Λευκός Οίκος…

Κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Βιετνάμ και μεσούντος του Ψυχρού Πολέμου μια κατασκοπευτική ατμόσφαιρα είχε σκεπάσει τις ΗΠΑ. Το κυνήγι μαγισσών που είχε εξαπολυθεί από τον μακαρθισμό εναντίον των προοδευτικών και των κομμουνιστών ήδη από τη δεκαετία του ’50 θεωρητικά είχε λάβει τέλος, όμως το FBI του διαβόητου διοικητή Τζ. Εντγκαρ Χούβερ συνέχιζε πιστά τις αντικομμουνιστικές παραδόσεις του αμερικανικού κράτος, πάντοτε υπό τη συγκάλυψη των συστημικών ΜΜΕ αλλά και του Καπιτωλίου.

Τρεις από τις πιο πολύκροτες υποθέσεις που συντάραξαν την αμερικανική κοινωνία τη συγκεκριμένη περίοδο ήταν η επιχείρηση COINTELRPO (Counter Intelligence Program – πρόγραμμα αντικατασκοπείας), τα Pentagon Papers και το Watergate. Ολα τα παραπάνω συντέλεσαν στη δημιουργία ενός πολωμένου πολιτικού κλίματος στο οποίο η παράνοια έδειχνε πανταχόθεν τους εχθρούς ενώ οι θεωρίες συνωμοσίας έδιναν και έπαιρναν.

Η μυστική επιχείρηση COINTELPRO

Η άκρως απόρρητη επιχείρηση COINTELPRO σχεδιάστηκε, οργανώθηκε και εκτελέστηκε από το FBI του Χούβερ με μοναδικό στόχο το τσάκισμα του προοδευτικού κινήματος που βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη εξαιτίας του πολέμου στο Βιετνάμ. Στόχοι ήταν οι κάθε λογής αριστερόστροφες οργανώσεις (κομμουνιστές, φεμινίστριες και χίπηδες), το κίνημα για τη χειραφέτηση των Αφροαμερικανών (Μάλκολμ X, Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, Μοχάμεντ Αλι) οι «ενοχλητικοί» δημοσιογράφοι. Ως εκ τούτου, εξαπολύθηκαν αλλεπάλληλες επιθέσεις ώστε αφενός να περιοριστεί η δυναμική της κοινωνικής αλλαγής, αφετέρου να «αποκεφαλιστούν» οι ηγέτες της.

Η εν λόγω αντιδραστική εκστρατεία εξαπολύθηκε επιστρατεύοντας τις πιο αδίστακτες τακτικές. Το μακιαβελικό σχέδιο του Χούβερ, όπως σημειώνεται στο σχετικό έγγραφο, προέβλεπε την «αποκάλυψη, διατάραξη, παραπλάνηση, δυσφήμηση ή αλλιώς την εξουδετέρωση». Ετσι οι πράκτορες της υπηρεσίας παρακολουθούσαν ανελλιπώς πρόσωπα-κλειδιά, έκαναν διαρρήξεις σε σπίτια και γραφεία των στόχων, συλλάμβαναν υπόπτους παρανόμως, έστηναν πλαστές κατηγορίες και ψευδορκούσαν συστηματικά στις αίθουσες των δικαστηρίων.

Η όλη επιχείρηση αποκαλύφθηκε τον Μάρτιο του 1971, όταν άγνωστοι (δεκαετίες μετά αποδείχτηκε ότι ήταν ακτιβιστές) εισέβαλαν στο κτίριο του FBI και έκλεψαν 1.000 απόρρητα έγγραφα. Αυτά δημοσιεύτηκαν ύστερα από μια μικρή περιπέτεια στον αμερικανικό Τύπο και το 1975 επιτροπή της Γερουσίας (Church Committee) αποφάνθηκε ότι το FBI δρούσε κατά τρόπο αντισυνταγματικό όταν θεωρούσε πως ο περιορισμός της διάχυσης των «επικίνδυνων» ιδεών προστατεύει την εθνική ασφάλεια και αποτρέπει τη βία.

Οι «υδραυλικοί» του προέδρου Νίξον

Τούτων δοθέντων, η υπόθεση Watergate έφερε το τέλος της προεδρίας Νίξον και λίγο έλειψε να ανοίξει τον ασκό του Αιόλου ως προς την ποινική διάσταση του θέματος, αν δεν προχωρούσε σε απονομή προεδρικής χάρης ο αντικαταστάτης του Τζέραλντ Φορντ.

Το Watergate αποκάλυψε την πλεκτάνη που είχε στηθεί στα σκοτεινά δωμάτια του Λευκού Οίκου και οργανώθηκε από τον Νίξον προσωπικά. Πρώην πράκτορες της CIA και Κουβανοί εξόριστοι αντικομμουνιστές πράκτορες εκπαιδευμένοι από την παραπάνω υπηρεσία προχωρούσαν σε συστηματική παρακολούθηση των αντιπάλων του «βασιλιά». Η ομάδα ονομαζόταν «υδραυλικοί» επειδή κάλυπταν τρύπες, δηλαδή τις διαρροές.

Η πρώτη τους δουλειά ήταν να βρουν στοιχεία κατά του αναλυτή Ντάνιελ Ελσμπεργκ, σημαντικού μάρτυρα δημόσιου συμφέροντος (whistleblower) και προσώπου που έδωσε στη δημοσιότητα τα Pentagon Papers, αποκαλύπτοντας την πλάνη διαδοχικών ομοσπονδιακών κυβερνήσεων όσον αφορά τη δυσμενή για τα αμερικανικά συμφέροντα εξέλιξη του πολέμου.

Η δράση των «υδραυλικών» βέβαια δεν έμεινε εκεί και κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για τις προεδρικές εκλογές του 1972 η ομάδα συνελήφθη επιχειρώντας να βάλει κοριούς στο κτίριο Watergate, όπου στεγάζονταν τα γραφεία του αντίπαλου κόμματος, των Δημοκρατικών. Το κουβάρι αργά και σταθερά ξετυλιγόταν από τις σελίδες της εφημερίδας «Washington Post» και στη συνέχεια ο Νίξον εξωθήθηκε σε παραίτηση, αφότου αποκαλύφτηκε ότι είχε εγκαταστήσει στον Λευκό Οίκο ένα κλειστό σύστημα ηχογράφησης. Βάσει αυτού του στοιχείου η Γερουσία ζήτησε τις κασέτες. Οι παρακολουθήσεις του Νίξον έγιναν με την επίφαση της «εθνικής ασφάλειας» και πολλοί συνεργάτες του που δεν πήραν προεδρική χάρη βρέθηκαν εξαιτίας αυτής της υπόθεσης στη φυλακή.

Ναρκωτικά και ακροδεξιά στο Irangate

Η υπόθεση Ιράν – Κόντρας (198587), γνωστή και ως Irangate κατ’ αναλογία με το Watergate, ήταν ένα κατασκοπευτικό σκάνδαλο που μετατράπηκε σε πολιτικό και έλαβε χώρα στις ΗΠΑ, εξωθώντας τον τότε πρόεδρο Ρόναλντ Ρίγκαν να αλλάξει πορεία στην εξωτερική πολιτική του όσον αφορά τη Νικαράγουα, στην οποία είχαν μόλις κατακτήσει την εξουσία οι Σαντινίστας (FSLN) του Ντανιέλ Ορτέγα. Οι Κόντρας ήταν φιλοαμερικανική ακροδεξιά παραστρατιωτική οργάνωση που πολεμούσε σε έναν άγριο ανταρτοπόλεμο εναντίον των Σαντινίστας. Ακολούθως, οι ακροδεξιοί, όπως κάθε αντίστοιχη οργάνωση στη Λατινική Αμερική, υποστηρίζονταν από την Ουάσινγκτον, η οποία την περίοδο που μεσουρανούσε ο Χένρι Κίσιντζερ είχε καταφέρει να επιβάλει δικτατορικά καθεστώτα σχεδόν σε όλη τη Λατινική Αμερική πλην Κούβας.

Καθώς όμως ο πόλεμος στο Βιετνάμ είχε χαθεί και η Κούβα συνέχιζε την ανυπακοή, οι Αμερικανοί έψαχναν νέο πεδίο αναμέτρησης με τους Σοβιετικούς. Η Νικαράγουα και ο Ορτέγα αποτελούσαν ιδανική περίπτωση, αφού πρόκειται για μικρή χώρα με περιορισμένη επιρροή, ισχνά μέσα και κατά συνέπεια ελάχιστα περιθώρια αντίδρασης.

Το μόνο πρόβλημα για τη CIA ήταν ότι ο πρόεδρος Ρίγκαν ήθελε να κρατήσει την αμερικανική εμπλοκή εντελώς μυστική από τη Γερουσία, η οποία από το 1982 είχε ψηφίσει ομόφωνα την απαγόρευση οποιασδήποτε βοήθειας στους Κόντρας. Η επιχείρηση των Αμερικανών περιλάμβανε την αποστολή οπλισμού και «συμβούλων», όμως η διαβόητη υπηρεσία δεν είχε τον απαραίτητο προϋπολογισμό για να επιτελέσει την αποστολή της, μια και αυτή είχε χαρακτηριστεί άκρως απόρρητη. Επομένως η λύση βρέθηκε στην πώληση οπλικών συστημάτων στο Ιράν και με τα λεφτά της συναλλαγής εξοπλίζονταν καταλλήλως οι Κόντρας.

Μόλις αποκαλύφθηκε η υπόθεση στο λιβανικό περιοδικό «Αλ-Σιράα» (03.11.1986) ο Ρίγκαν αναγκάστηκε να προβεί σε διάγγελμα, στο οποίο ανέφερε ότι οι κινήσεις της κυβέρνησης έγιναν για να βελτιωθούν οι σχέσεις με το Ιράν και σχετίζονταν με την απελευθέρωση Αμερικανών αιχμαλώτων στον Λίβανο, αλλά απέφυγε να παραδεχτεί πως είχε λάβει γνώση των σχεδιασμών. Οι δικαιολογίες αυτές προφανώς δεν έπεισαν κανέναν, ειδικά από τη στιγμή που ο τότε γενικός εισαγγελέας Εντγουιν Μις παραδέχτηκε (25.11.1986) ότι τα κονδύλια κατέληγαν στους Κόντρας. Συνακόλουθα, ο σύμβουλος Ασφαλείας του προέδρου Τζον Ποϊντέξτερ παραιτήθηκε και ο Ολιβερ Νορθ, μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας, απολύθηκε από τον ίδιο τον Ρίγκαν, ενώ στη συνέχεια παραιτήθηκε και ο Αμερικανός υπουργός Αμυνας. Επιπλέον, την ίδια μέρα ο Ρίγκαν συνέστησε μια ειδική επιτροπή η οποία επιφορτίστηκε με τη διερεύνηση του σκανδάλου, ενώ σύντομα ακολούθησε και το Κογκρέσο με δικές του εξεταστικές (1987).

Η πολιτική και νομική πίεση που ασκήθηκε στην κυβέρνηση ανάγκασε τον υπουργό Αμυνας Κασπάρ Γουάινμπεργκερ να παραιτηθεί, ενώ στη συνέχεια κατηγορήθηκε από την αμερικανική Δικαιοσύνη ότι είπε ψέματα στο Κογκρέσο και παρακώλυσε την απονομή δικαιοσύνης. Βέβαια, ο Γουάινμπεργκερ δεν ήταν ο μόνος που κατηγορήθηκε από τη κυβέρνηση Ρίγκαν, αφού ακόμη 13 άτομα προστέθηκαν στη λίστα των κατηγορουμένων για την υπόθεση. Ομως σε όλους απονεμήθηκε χάρη (1992) από τον Αμερικανό πρόεδρο Τζορτζ Μπους τον πρεσβύτερο, διάδοχο του Ρίγκαν, με μόνη εξαίρεση τον Ρίτσαρντ Σέκορντ, απόστρατο ανώτατο αξιωματικό και πρόεδρο της εταιρείας που ήταν υπεύθυνη για τη πώληση των όπλων, ο οποίος καταδικάστηκε σε φυλάκιση δύο χρόνων με αναστολή για ψευδορκία στο Κογκρέσο.

Documento Newsletter