Σιτάρι – Αλεύρι – Ψωμί: Το χρονικό της εξάρτησης της χώρας μας από τις εισαγωγές σταριού για την παραγωγή ψωμιού

Σιτάρι – Αλεύρι – Ψωμί: Το χρονικό της εξάρτησης της χώρας μας από τις εισαγωγές σταριού για την παραγωγή ψωμιού

Μία από τις επιπτώσεις του πολέμου που διεξάγεται τις τελευταίες εβδομάδες στην Ουκρανία είναι η διακοπή των εξαγωγών σιτηρών από τις δυο εμπόλεμες χώρες, από τις οποίες η χώρα μας εισάγει, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Tροφίμων, 250.000 τόννους μαλακού σταριού, δηλαδή το 30% των αναγκών μας για την παραγωγή ψωμιού και τη ζαχαροπλαστική.

Αυτό το ποσοστό εισαγωγών από τη Ρωσία και την Ουκρανία ωστόσο, καλύπτει λιγότερο από το μισό των συνολικών μας εισαγωγών σε μαλακό στάρι, καθώς η δική μας παραγωγή μαλακού σταριού (Triticum aestivum) καλύπτει, εδώ και αρκετά χρόνια, μόλις το 33% των αναγκών μας.

Παράλληλα, βέβαια, η παραγωγή μας σε σκληρό σιτάρι (Triticum durum), που χρησιμοποιείται στην παραγωγή ζυμαρικών, υπερβαίνει κατά 43% τις ανάγκες μας, ποσοστό που διοχετεύεται σε εξαγωγές, κυρίως στην Ιταλία.

Πώς φτάσαμε, όμως, σε αυτό το επίπεδο εξάρτησής μας από τις εισαγωγές σε αυτό το τόσο βασικό για τη διατροφή μας γεωργικό προϊόν όταν το 1957, επτά χρόνια μετά την καταστροφική δεκαετία του 1940, η παραγωγή μας σε μαλακό σιτάρι είχε φτάσει στο επίπεδο της πλήρους κάλυψης των αναγκών μας, δηλαδή της αυτάρκειας;

Ας παρακολουθήσουμε το χρονικό των λαθών και των παραλήψεων που μας οδήγησαν σε αυτά τα αποτελέσματα.

Από το 1961 μέχρι το 2016, στη διάρκεια δηλαδή πέντε δεκαετιών, η έκταση των καλλιεργειών σταριού στη χώρα μας μειώθηκε και ταυτόχρονα αντιστράφηκε ως προς την αναλογία σκληρού και μαλακού σταριού. Από 10.000.000 στρέμματα το 1961 (8.100.000 μαλακού σταριού και 2.600.000 σκληρού σταριού) φτάσαμε στα 8.100.000 στρέμματα (7.100.000 σκληρού σταριού και μόνο 1.000.000 στρέμματα μαλακού σταριού).

Στο ίδιο διάστημα, βέβαια, έχουμε αύξηση κατά 60% της στρεμματικής απόδοσης, κυρίως λόγω της ευρείας χρήσης χημικών λιπασμάτων.

Η αντιστροφή αυτή, ωστόσο, σημειώνεται μετά την πρώτη εικοσαετία, καθώς μέχρι το 1984 η παραγωγή μαλακού σταριού στη χώρα μας όχι απλώς κάλυπτε τις ανάγκες μας, αλλά παρουσίαζε και πλεόνασμα.

Η αντίστροφη μέτρηση ξεκινάει το 1981, όταν αρχίσαμε να εφαρμόζουμε την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ένα από τα μέτρα της οποίας ήταν η επιδότηση της παραγωγής σκληρού σταριού με 35 ευρώ το στρέμμα, μέτρο , μάλιστα που χαιρετήσαμε ως ευεργετικό για την γεωργική παραγωγή μας.

Η επιδότηση αυτή είχε τις εξής συνέπειες:

Σε είκοσι χρόνια, από το 1981 μέχρι το 2001, η καλλιέργεια μαλακού σταριού μειώθηκε από τα 7.517.747 στρέμματα στα 1.682.273 στρέμματα και αντίστοιχα η παραγωγή του από 2.106.270 τόννους σε 442.000 τόννους.

Στο ίδιο διάστημα, η καλλιέργεια σκληρού σταριού αυξήθηκε από 2.498.000 στρέμματα σε 7.083.100 στρέμματα και η παραγωγή του από 650.000 τόννους σε 1.457.260 τόννους.

Έτσι οδηγηθήκαμε στην ανάγκη εισαγωγών μαλακού σταριού ύψους 1.000.000 τόννων ετησίων, κυρίως από τη Ρωσία, την Ουκρανία και τη Γαλλία, αλλά και την

Σλοβενία, απ’ την οποία προέρχεται το 5% των εισαγωγών μας.

Αντίστοιχα, εξάγουμε 600.000 τόννους σκληρού σταριού το χρόνο, κυρίως στην Ιταλία.

Η αντιστροφή στην παραγωγή σκληρού – μαλακού σταριού έχει δυο αρνητικές συνέπειες:

Η πρώτη είναι η αύξηση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου δημητριακών της χώρας μας -δηλαδή η ζημιά από τη διαφορά ανάμεσα στην αξία των εισαγωγών και την αξία των εξαγωγών σιτηρών- έχει φτάσει από το 2008 στο ύψος των 365.000.000 ευρώ.

Η δεύτερη αρνητική συνέπεια είναι η παραγωγή ψωμιού, αρτοσκευασμάτων και προϊόντων ζαχαροπλαστικής από άλευρα αμφίβολης ποιότητας, και πιθανόν με ραδιενεργά κατάλοιπα στα εισαγόμενα από την Ουκρανία μετά το 1986.

Η απαγόρευση των εξαγωγών από τη Ρωσία και την Ουκρανία, εκτός από την αναζήτηση άλλων πηγών προμήθειας μαλακού αλεύρου, έχει ως συνέπεια, σε συνδυασμό με την αύξηση της τιμής της ενέργειας, την αύξηση της τιμής του ψωμιού κατά 43%, σύμφωνα με το χθεσινό (16/3) Δελτίο Τιμών. Αν και για την παρασκευή του χρησιμοποιούνται τα αποθέματα των αλευρόμυλων.

Ως προς τις εναλλακτικές δυνατότητες εισαγωγών, επικρατέστερες χώρες είναι οι ΗΠΑ και ο Καναδάς των οποίων οι τιμές των σιτηρών, βέβαια, ήταν υψηλότερες από αυτές της Ρωσίας και της Ουκρανίας στη διάρκεια της τελευταίας 25ετίας.

Ένα επιπλέον πρόβλημα ως προς τις εισαγωγές από τις ΗΠΑ,πέρα από αυτό τις τιμής, είναι το ότι τα σιτηρά των ΗΠΑ έχουν μολυνθεί από έναν επικίνδυνο μύκητα και βρίσκονται σε καραντίνα, για να μη μεταδοθεί και στα σιτηρά της Ευρώπης.

Ως αισιόδοξο επίλογο αυτού του χρονικού μπορούμε να επισημάνουμε ότι, παρά το γεγονός ότι η καλλιέργεια σιτηρών στη χώρα μας στη διάρκεια της 20ετίας 1993-2013 μειώθηκε κατά 1.650.000 στρέμματα, με καλλιέργειες ύψους 9.000.000 στρεμμάτων, βρισκόμαστε στην 4η θέση ως προς την παραγωγή σιτηρών ανάμεσα στις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Που σημαίνει πως με μικρές αλλαγές στην αγροτική μας πολιτική, με αύξηση, δηλαδή της αναλογίας του μαλακού σταριού στην παραγωγή μας, μπορούσε [θα μπορούσαμε] ή [ θα ήταν δυνατό] να εξασφαλίσουμε άμεσα [σχετικά σύντομα] την αυτάρκειά μας σε καλής ποιότητας αλεύρι για την παραγωγή ψωμιού.

Ετικέτες

Documento Newsletter