Σίσυφος εναντίον Γκιωνάκη στον ΣΥΡΙΖΑ

Σίσυφος εναντίον Γκιωνάκη στον ΣΥΡΙΖΑ

Οποιαδήποτε σύγκριση των εξελίξεων στον ΣΥΡΙΖΑ µε τον µύθο του Σίσυφου αποτελεί προσπάθεια να αποδοθούν φιλοσοφικές διαστάσεις εκεί που δεν υπάρχουν. ∆εν υπάρχει κανένας βράχος στις πλάτες του ΣΥΡΙΖΑ τον οποίο κουβαλάει στωικά ως την κορυφή για να τον δει να κυλάει ξανά πίσω λόγω θεϊκής κατάρας ή αµαρτίας. Στον ΣΥΡΙΖΑ όλες οι αµαρτίες έχουν κατασκευαστεί µέσα στο κόµµα από ανθρώπους που επί χρόνια επικαλούνται την ιδεολογική τους αγιότητα.

 

Αν κάτι αποδίδει όσα συµβαίνουν στο µεγαλύτερο κόµµα της Αριστεράς, είναι η σκηνή µεταξύ Γιάννη Γκιωνάκη και Νίκου Σταυρίδη στην ελληνική κωµωδία του 1960 «Κίτρινα γάντια». Ο πελάτης Σταυρίδης ζητά από τον καταστηµατάρχη Γκιωνάκη µια πορτοκαλάδα, αλλά το απλό αίτηµα καταλήγει σε έναν ξεκαρδιστικό διάλογο όπου δεν ξέρει πλέον κανένας από τους δύο αν το ζητούµενο είναι η πορτοκαλάδα, η λεµονάδα ή ακόµη και η πορτοκαλάδα από λεµόνια ή… µούσµουλα. «Τι θέτε επιτέλους;» αναφωνεί ως απονήρευτος Γκιωνάκης ο θεατής των εξελίξεων στον ΣΥΡΙΖΑ.

Η νέα περιπέτεια του ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε θεωρητικά όταν ο πρόεδρος του κόµµατος Στέφανος Κασσελάκης ανάρτησε ένα ερωτηµατολόγιο για τα µέλη του κόµµατος µε διατυπώσεις που (κατά τους επικριτές του) τον εµφάνιζαν ως ηγέτη υπεράνω κοµµατικών οργάνων. Φυσικά και το ερωτηµατολόγιο ήταν η αφορµή.

Η τοποθέτηση του ιστορικού ηγέτη του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα λίγο προτού ο Κασσελάκης ανέβει στο βήµα του συνεδρίου δεν ήταν τυχαία. O Τσίπρας δεν αµφισβήτησε τον Κασσελάκη όπως µηχανιστικά µεταφράζεται. Αµφισβήτησε ότι το κόµµα µπορεί να απειλήσει το καθεστώς Μητσοτάκη και να εκπληρώσει τον πολιτικό του ρόλο κινούµενο µε τη συνήθη πρακτική της ιδιοτέλειας, των διαγκωνισµών και της µικροπολιτικής. Σε αυτό συµπεριλαµβάνεται προφανώς και ο Κασσελάκης.

Η ανάρτηση Τσίπρα ήταν ένας λογαριασµός µε το παρελθόν και µε το µέλλον. Ανάµεσα στα άλλα που εµφανώς ήθελε να ξεκαθαρίσει είναι ότι δεν βρίσκεται πίσω από τον Κασσελάκη και τις επιλογές του, όπως θέλουν να ψιθυρίζουν ή να επικαλούνται κάποιοι. Ταυτόχρονα µίλησε γιατί γνώριζε ότι για µια ακόµη φορά αναπτύσσεται στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ η τακτική της υπόγειας αµφισβήτησης, της οµηρίας µε ανταλλάγµατα και της οµαδοποίησης στη βάση προσωπικών βλέψεων.

Είχε δύο επιλογές: ή να µετατραπεί σε «Βούδα του Σουνίου» ή να µιλήσει.

Θα µπορούσε ενδεχοµένως να µιλήσει αποδίδοντας γενικές ευθύνες (των δικών του συµπεριλαµβανοµένων) ή αµφισβητώντας την ηγεσία. ∆εν επέλεξε να γίνει ούτε Πόντιος Πιλάτος ούτε σταυρωτής. Εδειξε τη βάση του κόµµατος, απ’ όπου θα πάρουν νοµιµοποίηση και αυτός που θέλει λευκή επιταγή και αυτός που τον αµφισβητεί.

Η εξέλιξη που προήλθε από την παρέµβαση Τσίπρα µοιάζει άδικη για τον Κασσελάκη, ο οποίος εκλέχτηκε µόλις πριν από µερικούς µήνες. Αυτήν τη στιγµή όµως δεν επιλύεται κάποιο θέµα δικαιοσύνης στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ αλλά η ύπαρξή του. ∆εν γίνεται να υπάρχει κόµµα του οποίου ο αρχηγός αµφισβητείται συνεχώς ούτε αρχηγός χωρίς κόµµα.

Ο Κασσελάκης σήκωσε το γάντι της πρόκλησης και πραγµατοποίησε στο συνέδριο την οµιλία του παρουσιάζοντας άνεση γκουρού του life coaching και αυτοπεποίθηση τηλε-ιεροκήρυκα. «Βρείτε µου αντίπαλο και πάµε» απάντησε στο θέµα της διεξαγωγής των εκλογών για πρόεδρο. Οποιος έγραψε αυτή την τελευταία φράση στον επίλογο της οµιλίας του Κασσελάκη µάλλον επιβεβαίωσε τους επικριτές του στο κόµµα, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι αντιλαµβάνεται τον ενθουσιασµό που ανακυκλώνει στο ακροατήριό του ως βεβαιότητα πολιτικής επικράτησης.

Ο ΣΥΡΙΖΑ στη συγκεκριµένη φάση του δίνει την εντύπωση ότι έχει περάσει από τη βουβή εσωστρέφεια στην εξίσου αποµονωτική αυτάρκεια της εσωτερικής φλυαρίας. Το αποτέλεσµα είναι το ίδιο.

Η εκ νέου προσφυγή στις κάλπες δεν µπορεί να λύσει κανένα πρόβληµα στον ΣΥΡΙΖΑ αν δεν συνοδευτεί από προσωπική και πολιτική αυτογνωσία. Ούτε τα think tanks ούτε η επικοινωνιακή υπεροχή επί των υποδεέστερων επικοινωνιακά µπορούν να δώσουν λύση σε αυτό που αποτελεί πολιτικό πρόβληµα. Και το πολιτικό πρόβληµα του ΣΥΡΙΖΑ είναι οργανωτικό, δοµικό, αντίληψης και κυρίως σχέσης µε την πραγµατικότητα. Η αντικατάσταση των µουντών οργάνων µε την αυτάρεσκη ρητορεία του υπερπέραν είναι δύο όψεις του ίδιου νοµίσµατος.

Ενώ στον ΣΥΡΙΖΑ για µια ακόµη φορά συντελείται η κοσµογονία του µικρόκοσµου, στον έξω κόσµο υπάρχουν ορατές αλλαγές. Στις δηµοσκοπήσεις που βλέπουν το φως της δηµοσιότητας τα σοβαρά στοιχεία που καταγράφονται δεν είναι τα ποσοστά των κοµµάτων. Στις απαντήσεις που δίνονται από τους πολίτες για διάφορα κοινωνικά θέµατα φαίνεται ότι διαµορφώνεται µια συντριπτική κοινωνική πλειοψηφία ενάντια στις επιλογές της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Στη συνολική αποτίµηση της κατάστασης για τη χώρα το 60% εκτιµά ότι τα πράγµατα πάνε σε λάθος κατεύθυνση. Το 73% των πολιτών έχει αρνητική άποψη για την αντιµετώπιση της εγκληµατικότητας από την κυβέρνηση. Το 65% αποτιµά επίσης αρνητικά τις επιλογές στην παιδεία, ενώ το 82% των ερωτώµενων θεωρεί ότι οι αγρότες έχουν δίκιο στις διεκδικήσεις τους.

Πρακτικά δηµιουργείται µια «κοινωνική αντιπολίτευση» την οποία δεν ακολουθούν στις προσµονές της η αντιπολίτευση ούτε βέβαια ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο Μητσοτάκης κυριαρχεί πολιτικά, µε σοβαρό ενδεχόµενο όλη η αντίδραση εναντίον του να εκφραστεί µε τρόπο που δεν θα ευνοήσει απαραίτητα τα δηµοκρατικά κόµµατα.

Η κοινωνική αντιπολίτευση εκφράζεται επίσης και σε πρωτοβουλίες όπως αυτή που πάρθηκε ως αντίδραση στην προσπάθεια συγκάλυψης του εγκλήµατος στα Τέµπη. Γύρω στις 700.000 υπογραφές συγκεντρώθηκαν µε πρωτοβουλία της Μαρίας Καρυστιανού ενάντια στο πολιτικό σύστηµα συγκάλυψης του εγκλήµατος.

Το Ευρωκοινοβούλιο καταδίκασε την κυβέρνηση Μητσοτάκη για την κατάλυση του κράτους δικαίου. Η καταδίκη αυτή ήταν αποτέλεσµα επίµονης προσπάθειας κάποιων Ελλήνων και ξένων ευρωβουλευτών αλλά και δηµοσιογράφων που καταδείκνυαν τις πρακτικές Μητσοτάκη στο εξωτερικό. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε στην ατζέντα του συστηµατικά το θέµα αυτό, ενώ στο παρελθόν ο Τσίπρας είχε δεχτεί εσωκοµµατικά πυρά όταν το καταδείκνυε (το επιχείρηµα ήταν ότι οι υποκλοπές δεν είναι θέµα που απασχολεί τον κόσµο).

Η σύνδεση του κόµµατος της αξιωµατικής αντιπολίτευσης µε την πραγµατικότητα είναι αδύναµη και επί Κασσελάκη. Οταν προκύπτουν τέτοιες ενδείξεις σηµαίνει ότι τα κόµµατα αδυνατούν να εκφράσουν τους πολίτες και οδεύουν προς την ακύρωσή τους.

Είναι πιθανό ο ΣΥΡΙΖΑ να βρίσκεται σε τέτοια πορεία. Και ίσως να µην είναι κακό να βρίσκεται, στην περίπτωση που εκφράζει τεχνητές ή προσωπικές ανάγκες και όχι κοινωνικές.

Οι εκλογές για πρόεδρο πρέπει να δώσουν σαφή απάντηση στο συγκεκριµένο ερώτηµα. Ούτε σε διλήµµατα συµπάθειας ούτε στη δύναµη της γοητείας. Αν δεν το κάνουν, τότε το χρήσιµο είναι να διαλυθεί ο ΣΥΡΙΖΑ προς όφελος των νέων δυνάµεων που θα αναδειχθούν. Στην ιστορία και την πολιτική δεν υπάρχουν κενά. Ευτυχώς.

Documento Newsletter