Μετά το θριαμβευτικό άνοιγμα του «Joker», με έναν συγκλονιστικό Χοακίν Φίνιξ, την προηγούμενη εβδομάδα, κόβοντας 160.000 εισιτήρια και το σχετικά μέτριο σκορ της ταινίας του Κώστα Γαβρά «Ενήλικοι στην Αίθουσα», με 24.000 εισιτήρια, το κινηματογραφικό επταήμερο ξεκινά απόψε με επτά νέες ταινίες, που μπορούν να καλύψουν σχεδόν όλα τα γούστα.
Δύο φιλόδοξα ψυχολογικά δράματα, με εκείνο από τη Γερμανία να ξεχωρίζει εμφανώς από το γαλλικό, δυο αποτυχημένες περιπέτειες εξ Αμερικής και δυο εξαιρετικά ντοκιμαντέρ – το ένα αφιερωμένο στον μέγα Ντιέγκο Μαραντόνα. Φυσικά υπάρχει και η παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων της εβδομάδας.
«Μη Χαμηλώνεις το Βλέμμα»
(«Never Look Away») Δραματική ταινία, γερμανικής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ, με τους Τομ Σίλινγκ, Σεμπάστιαν Κοχ, Πόλα Μπίρ, Σάσκια Ρόζενταλ, Χάνο Χόφλερ κα.
Πολυσήμαντου ενδιαφέροντος δημιουργία από τον Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ («Οι Ζωές των Άλλων»), που έφτασε μέχρι τις υποψηφιότητες για το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας και ταυτόχρονα προκάλεσε συζητήσεις στη Γερμανία και μια κόντρα του σκηνοθέτη με τον διάσημο Γερμανό ζωγράφο Γκέρχαρντ Ρίχτερ, στου οποίου τη ζωή και το έργο βασίζεται το σενάριο.
Ας ξεκινήσουμε όμως από τα βασικά, την ιστορία, που ξεκινά από τη Δρέσδη στα τέλη της δεκαετίας του ’30. Συνοπτικά: Ο ήρωας, ακόμη σε παιδική ηλικία, χάνει την αγαπημένη του αντισυμβατική και πανέμορφη θεία του, που τον πίεζε να μη χαμηλώνει ποτέ το βλέμμα. Είχε την ατυχία να διαγνωστεί με «σχιζοφρένεια» αφού ήδη οι ναζί είχαν βάλει σε εφαρμογή το σχέδιο για την καθαρότητα της άριας φυλής και από τις ασθένειες, στειρώνοντας ή εκτελώντας χιλιάδες γυναίκες. Μια απώλεια που θα τον πληγώσει βαθιά και θα τον ακολουθεί για πάντα. Η οικογένειά του δεν είναι με τους ναζί, αλλά αναγκαστικά θα ενταχθούν στο ναζιστικό κόμμα, όπως σχεδόν όλοι οι Γερμανοί. Όταν θα έρθουν οι σοβιετικοί, ο νεαρός πια ήρωάς μας θα μπει στη Σχολή Καλών Τεχνών της Δρέσδης και θα ξεκινήσει να ζωγραφίζει με επιτυχία κατά παραγγελία θέματα του καθεστώτος. Σύντομα θα γνωρίσει μια όμορφη κοπέλα και θα την ερωτευθεί, αλλά ο πατέρας της, γνωστός κι έγκριτος γυναικολόγος, πρώην ναζί και στη συνέχεια συνεργάτης των κομμουνιστικού καθεστώτος (από μία σύμπτωση γλυτώνει την θανατική ποινή), είναι αντίθετος με τη σχέση αυτή, αλλά δεν θα καταφέρει να τη διαλύσει. Μετά από λίγα χρόνια, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ο νεαρός ζωγράφος μαζί με τη γυναίκα του, θα διαφύγει στη Δυτική Γερμανία, όπου θα βρει απέναντί του και πάλι τον πεθερό του, καταξιωμένο πλέον γιατρό, που λύνει και δένει. Ο πολλά υποσχόμενος ζωγράφος, αγωνιώντας για την τέχνη του θα ανακαλύψει και άλλα σκοτεινά μυστικά για τον πεθερό του, αλλά όχι και το φρικτό μυστικό που τους συνδέει.
Η ταινία του Ντόνερσμαρκ, έχει κάτι παράδοξο που σπάνια βλέπεις στο σινεμά, Έχει εντυπωσιακό ξεκίνημα (βασισμένο στην αιθέρια Ρόζενταλ), έξοχη αφήγηση, σκηνοθετική άποψη, ρυθμούς που δεν σε αφήνουν να κουραστείς, παρά την τρίωρη διάρκειά, χαρακτήρες λεπτοδουλεμένους, εξαιρετική φωτογραφία, του Καλέμπ Ντεσανέλ, άψογη καλλιτεχνική διεύθυνση, καλά δομημένο σενάριο και ηθοποιούς που δίνουν τα ρέστα τους. Ωστόσο, η ταινία πάσχει από την αρχική ιδέα, το μήνυμα που θέλει να περάσει. Κι αυτό διότι είναι φανερό ότι μέσα από το στόρι και από την ζωγραφική (και την τέχνη γενικότερα) θέλει να επουλώσει τα τραύματα των Γερμανών από τη μελανότερη ιστορία της σύγχρονης ανθρωπότητας, το σφιχταγκάλιασμα ενός έθνους με την ιδεολογία του μίσους. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι η ταινία επιχειρεί ως ένα βαθμό να δώσει και ελαφρυντικά σε μια σημαντική μερίδα Γερμανών, είτε υποστηρίζοντας ότι πολλοί απ’ αυτούς μπήκαν με το ζόρι στο ναζιστικό κόμμα, είτε εστιάζοντας μόνο στο εσωτερικό της χώρας του, αγνοώντας αυτά που έκαναν σε όλο τον κόσμο, ακόμη και μερικά χιλιόμετρα από τη Δρέσδη, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Και σίγουρα απέναντι σε αυτό το τερατώδες δεν μπορεί η απάντηση να είναι η τέχνη ή αισθητική. Μπορεί η τέχνη να γεννιέται από ένα μεγάλο τραύμα, όπως υποστηρίζει ο σκηνοθέτης, αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με μία ανείπωτη κτηνωδία, που κόστισε σε εκατομμύρια ανθρώπους τη ζωή και άφησε πληγές σε ακόμη περισσότερους, που δεν έχουν επουλωθεί ούτε σήμερα.
Για την περίοδο της ζωής τού ήρωα στην Ανατολική Γερμανία, υπάρχουν σαφείς αιχμές για το καθεστώς, αλλά αποφεύγει σωστά να βάλει στην ίδια ζυγαριά τους ναζί με τους κομμουνιστές. Εκτός από ανιστόρητο θα ήταν και επικίνδυνο, καθώς θα έδινε τα ελαφρυντικά, τις δικαιολογίες που αναζητούν ακόμη και σήμερα οι θιασώτες του πρόσφατου εφιάλτη της ανθρωπότητας.
Εν κατακλείδι, είναι μία ιδιαιτέρως καλογυρισμένη ταινία, που βλέπεται μονορούφι, όπως πίνεις μια παγωμένη μπύρα, παρά τις τρίωρη διάρκειά της, τεχνικά άρτια, που θα προκαλέσει συζητήσεις και ανάμικτα συναισθήματα, αλλά μάλλον τελικά θα τύχει της περιφρόνησης, όπως και με τον αγαπημένο σκηνοθέτη του Ντόνερσμαρκ, τον Ελία Καζάν και την άθλια στάση του στον Μακαρθισμό, παρά τις όποιες προσπάθειες να θολώσει η ιστορία.
Όμως αξίζει κι ένας λόγος συμπάθειας για τους πρωταγωνιστές της ταινίας, που όλοι έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους. Να σταθούμε όμως ιδιαίτερα στην πανέμορφη Σάσκια Ρόζενταλ, στο ρόλο της θείας του ζωγράφου, μια πανέμορφη ηθοποιό, με τεράστιο ταλέντο, που θα μείνει στη μνήμη των θεατών ως η μοναδική αθώα στην ιστορία του Ντόμερσμαρκ.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Ο νεαρός φοιτητής καλών τεχνών, Κερτ ερωτεύεται την Έλι, μια συμφοιτήτρια του. Ο πατέρας της, ο καθηγητής Σίμπαντ, ένας διάσημος γιατρός, απορρίπτει την επιλογή της κόρης του και ορκίζεται να καταστρέψει τη σχέση τους. Αυτό που δεν ξέρει κανείς είναι ότι οι ζωές τους είναι ήδη συνδεδεμένες με ένα σκοτεινό οικογενειακό μυστικό.
«Το Πορτρέτο Μιας Γυναίκας Που Φλέγεται»
(«Portrait de la Jeune Fille en Feu») Δραματική ταινία εποχής, γαλλικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Σελίν Σιαμά, με τις Νεομί Μερλάν, Αντέλ Ενέλ, Βαλέρια Γκολίνο κα.
Υπερβολικά βραδύκαυστη δραματική ταινία εποχής, με ύφος μπλαζέ και σκηνοθετικούς βερμπαλισμούς, περιφρονώντας τους στοιχειώδεις κανόνες του σινεμά, αλλά και το κοινό.
Πραγματικά από τη συνολική δίωρη διάρκειά της, η πρώτη ώρα θα μπορούσε να συμπυκνωθεί το πολύ σε δέκα λεπτά, χωρίς να χάσει κάτι ιδιαίτερο η ιστορία. Μια ταινία που αρχίζει να αποκτά ενδιαφέρον μετά το δεύτερο μέρος και απογειώνεται στο τελευταίο 20λεπτο, όταν πια έχει εξαντληθεί κάθε υπομονή.
Η ιστορία είναι τοποθετημένη στη Βρετάνη του 1770, όπου διαμένει μία κοντέσα, η οποία προσλαμβάνει μία νεαρά ταλαντούχα ζωγράφο, για να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο της μοναχοκόρης της, για να το στείλει στον υποψήφιο γαμπρό στο Μιλάνο. Μόνο που η κόρη αρνείται να ποζάρει.
Τα διάσπαρτα ωραία πλάνα, με τις σινεφίλ παραπομπές σε μεγάλες στιγμές της κινηματογραφικής ιστορίας ή ακόμη και της ζωγραφικής, δεν δικαιολογούν τη φλυαρία της σκηνοθέτιδας Σιαμά, που φαίνεται ότι έχει πάρει πολύ σοβαρά τον εαυτό της, εν αντιθέσει με τη δουλειά της.
Από εκεί και πέρα υπάρχουν αμπελοφιλοσοφίες, υπονοούμενα για ανεκπλήρωτα πάθη, που αποκαλύπτονται στο τέλος και σχόλια περί τέχνης, που τα περισσότερα θα μπορούσαν να έχουν κοπεί στο μοντάζ. Ευνόητο ότι η ταινία μιλά για τη γυναικεία χειραφέτηση, το δικαίωμα στην επιλογή στον έρωτα, την ελευθερία, αλλά αυτά όλα τα έχουν στηρίξει καλύτερα σκηνοθέτες μέσα από πέντε έξι σκηνές σε αντίθεση με την Σιαμά, που νομίζει ότι βρίσκει ένα πεδίο επίδειξης.
Έτσι, πρέπει να έρθουμε στο τέλος για να δούμε την έκρηξη πάθους, κάτι που ο θεατής υποψιάζεται από την αρχή. Ξαφνικά η ταινία αλλάζει, η ιστορία γίνεται συναρπαστική, οι επίπεδοι χαρακτήρες αποκτούν ψυχή και φλέγονται από το πάθος. Και η τελευταία σεκάνς της ταινίας, συγκλονιστική, με τους ήχους του Βιβάλντι, να συνοδεύουν το θεατή κατά τη λυτρωτική έξοδο από την κινηματογραφική αίθουσα.
Οι δυο βασικές ηρωίδες, Νεομί Μερλάν, Αντέλ Ενέλ, με τα λαμπερά τους πρόσωπα, κάνουν ότι μπορούν, αλλά σκοντάφτουν στη μεγαλομανία της Σιαμά, που δηλώνει κάθε στιγμή ότι αυτή είναι η πρωταγωνίστρια.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Βρετάνη, 1770. Η Μαριάν, μια ζωγράφος, αναλαμβάνει το γαμήλιο πορτρέτο της Ελοΐζ, μιας νέας γυναίκας που μόλις άφησε το μοναστήρι. Η Ελοΐζ αρνείται να παντρευτεί και η Μαριάν θα πρέπει να τη ζωγραφίσει χωρίς η ίδια να το γνωρίζει. Καθημερινά λοιπόν την παρατηρεί διακριτικά, ώστε να τη ζωγραφίσει μυστικά, μέχρι που θα της αποκαλυφθεί, για να λάβει η σχέση τους μια διαφορετική τροπή.
«Ντιέγκο Μαραντόνα»
(«Diego Maradona») Ντοκιμαντέρ, βρετανικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Ασίφ Καπάντια.
Ο Ασίφ Καπάντια («Senna», «Amy») μπορεί να μην είναι ο Μαραντόνα του σινεμά, αλλά καταφέρνει να σταθεί επάξια σε ένα γήπεδο πολύ δύσκολο, που γέρνει υπέρ του ζωντανού θρύλου του ποδοσφαίρου, ότι και να κάνει.
Ένα ντοκιμαντέρ για τον Μαραντόνα δεν μπορεί παρά να είναι ένας ύμνος για το ποδόσφαιρο, για μια ιδιοφυία της μπάλας, που λατρεύεται ακόμη και σήμερα σαν θεός. Η ταινία, που βασίζεται σε εκατοντάδες ώρες αρχειακού οπτικοακουστικού υλικού, τεράστιο μέρος του οποίου είχε μείνει μακριά από τη δημοσιότητα, εστιάζει στο βαρύ τίμημα που πλήρωσε ο Μαραντόνα για την εξωφρενική δόξα που γνώρισε στη Νάπολη της φτώχειας και της μαφίας. Ένα τίμημα που ήταν ακόμη βαρύτερο λόγω του άστατου χαρακτήρα του, τις καταχρήσεις στις οποίες έπεσε με τα μούτρα για να αντέξει τους τραυματισμούς, την πίεση, ακόμη και τη λατρεία του κόσμου.
Το ποδόσφαιρο είναι γνωστό ότι δεν είναι πάντα καθαρό και ότι έχει μία σκοτεινή πλευρά, που ακόμη και όσοι ξέρουν προτιμούν να την παρακάμπτουν. Μία ιστορία βρόμικη που από πίσω της βρίσκονται μεγαλόσχημοι παράγοντες. Είναι αυτοί που έστησαν τον Ντιεγκίτο πάνω σε ένα βάθρο και όταν αισθάνθηκαν ότι αυτό δεν τους βόλευε προσπάθησαν και κατάφεραν να τον εξοντώσουν, αφού προηγουμένως είχαν εισβάλει στη ζωή του, χειραγωγώντας τον. Σε αυτό το σημείο η ταινία έχει κενά, ίσως και δικαιολογημένα, που μπορείς ωστόσο να γεμίσεις αν γνωρίζεις λεπτομέρειες της πορείας του ποδοσφαιριστή. Άλλωστε η ιστορία του δεν χάνεται ούτε μπορεί να θολώσει από το πέρασμα του χρόνου, αφού είναι πολύ πρόσφατη.
Πάντως, ο Καπάντια κάνει καλή δουλειά ως προς το μεγαλείο του ποδοσφαιριστή, που συνοψίζεται στη δεινότητά του να επαναλαμβάνει μέσα στο γήπεδο και σε αγώνες παγκοσμίου κυπέλλου ή κρίσιμους αγώνες στην Ιταλία αυτά που έκανε ως πιτσιρικάς στις αλάνες του Μπουένος Άιρες. Επίσης, ο Καπάντια καταφέρνει να φωτίσει και την πολιτική, κοινωνική διάσταση του ποδοσφαίρου, καθώς ο Μαραντόνα ήταν ο ηγέτης στην αντιπαράθεση του φτωχού Νότου με τον πλούσιο και ρατσιστή Βορρά.
Μια ταινία που θα αρέσει στους πραγματικούς φίλους του ποδοσφαίρου και συνάμα θα προβληματίσει για το γιγαντισμό της ποδοσφαιρικής μπίζνας και για τα πολλά και ισχυρά συμφέροντα που κρύβονται πίσω από την μπάλα.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Τον Ιούλιο του 1984 ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα φτάνει στη Νάπολη, με την πλέον πολυδάπανη μεταγραφή στην παγκόσμια ποδοσφαιρική ιστορία και για τα επόμενα επτά χρόνια κατακτά τα πάντα. Το απόλυτο είδωλο του σύγχρονου ποδοσφαίρου και η πιο παθιασμένη και επικίνδυνη πόλη της Ευρώπης γίνονται οι ιδανικοί παρτενέρ. Στο γήπεδο, ο Ντιέγκο Μαραντόνα ήταν μια ιδιοφυία. Έξω από αυτό τον αντιμετώπιζαν σαν Θεό. Όλα είχαν κάτι από το υλικό των ονείρων. Όμως υπήρχε και το τίμημα…
«Ο Κυνηγός της Νύχτας»
(«Nomis») Αστυνομικό ψυχολογικό θρίλερ, αμερικανικής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Ρέιμοντ, με τους Χένρι Καβίλ, Στάνλεϊ Τούτσι, Μπρένταν Φλέτσερ, Μπεν Κίνγκσλεϊ, Αλεξάντρα Νταντάριο κα.
Αστυνομικό ψυχολογικό θρίλερ της σειράς, απ’ αυτά που βλέπουμε σωρηδόν στην τηλεόραση, μέσα από τις γνωστές σειρές CSI και τα ρέστα. Μια ταινία που απευθύνεται στους λάτρεις των εν λόγω σειρών, χωρίς ωστόσο, να προσθέτει κάτι καινούργιο, πέρα από τις υπερβολές της υπόθεσης και καταστάσεις ή περιστατικά που δεν στέκονται ούτε ακόμη και αν έχεις πάρει διαζύγιο με τη στοιχειώδη λογική.
Το ότι ο σκηνοθέτης, στην πρώτη του, ουσιαστικά μεγάλου μήκους ταινία, δείχνει ορισμένα προτερήματα, που δείχνουν ότι μπορεί να έχει μέλλον, δεν αρκούν για να στηθείς στην ουρά και να κόψεις εισιτήριο. Στο βίντεο ίσως να έχει μια καλύτερη τύχη.
Ο πρωταγωνιστής, Χένρι Καβίλ, ωστόσο, δεν μπορεί να αγνοηθεί, αποδεικνύοντας ότι ακόμη και στα χειρότερα σενάρια μπορεί να αναδείξει το ταλέντο του και την ξεχωριστή παρουσία του, ενώ ο Κίνγκσλεϊ περνά απαρατήρητος, σε ρόλο καρικατούρα, εν αντιθέσει με τον Τούτσι, που ότι και να του δώσεις θα σταθεί σε ένα επαρκές επίπεδο. Η Νταντάριο βρέθηκε σε λάθος ταινία, σε λάθος ρόλο, σε λάθος στιγμή.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Ένας ταλαιπωρημένος αστυνομικός, το αστυνομικό σώμα στο οποίο ανήκει και ένας αυτόκλητος τιμωρός εμπλέκονται σε μία επικίνδυνη συνωμοσία που σχετίζεται με τη σύλληψη ενός άρρωστου άντρα, ο οποίος συνδέεται με απαγωγές και δολοφονίες γυναικών.
«Οροσειρά των Ονείρων»
(«The Cordillera of Dreams») Ντοκιμαντέρ, γαλλικής και χιλιανής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Πατρίσιο Γκουζμάν.
Ο καταξιωμένος Χιλιανός σκηνοθέτης Πατρίσιο Γκουζμάν και γνωστός για τα πολιτικά του ντοκιμαντέρ «Νοσταλγώντας το Φως» και «Μαργαριταρένιο Κουμπί», ολοκληρώνει την τριλογία του με την «Οροσειρά των Ονείρων», αντλώντας την έμπνευσή του από τις μνήμες ενός λαού, που υπέφερε τα πάνδεινα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας Πινοσέτ. Δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και οι συνέπειες του στυγνού καθεστώτος, που ακόμη και σήμερα είναι ορατές. Το μόνο απαράλλαχτο από την πάροδο του χρόνου η οροσειρά των Άνδεων, που προστατεύει τη Χιλή από τον έξω κόσμο και αποτελούν μίας μοναδικής ομορφιάς φυσικό τοπίο, ένα μυστήριο, ένα όνειρο.
Μια οροσειρά που δεσπόζει πάνω από το δράμα ενός λαού, τα βάσανά του, την αιματηρή ιστορία, την εξολόθρευση ενός πολιτισμού.
Όμως υπάρχει και το σήμερα και το αύριο. Γι αυτό η συνεισφορά του Γκουζμάν είναι ακόμη μεγαλύτερης σημασίας. Δεν κάνει απλώς ένα ντοκιμαντέρ. Δημιουργεί ένα ιστορικό αρχείο μνήμης, που δεν μπορεί να διαγραφεί. Αντιθέτως αφυπνίζει και μπορεί να γίνει οδηγός για μια πορεία μακριά από την επιχειρούμενη αλλοτρίωση ενός υπερήφανου λαού.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Με σημείο αναφοράς την οροσειρά των Άνδεων, ένα ακόμα χαρακτηριστικό φυσικό γνώρισμα μιας πατρίδας που ελάχιστα πλέον αναγνωρίζει και παραμένοντας ολοκληρωτικά δοσμένος στο ιδανικό της με κάθε έννοια αλήθειας, ο κορυφαίος εκπρόσωπος του ποιητικού και του πολιτικού σινεμά τεκμηρίωσης συνεχίζει μια μοναδική εξερεύνηση στο λεπτό αυτό σύνορο όπου συναντιούνται ο χρονικά αμελητέος ανθρώπινος παράγοντας με την άχρονη Φύση.
«Gemini Man»
(«Gemini Man»), Περιπέτεια, αμερικανικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Ανγκ Λι, με τους Γουίλ Σμιθ, Μέρι Ελίζαμπεθ Γουίνστεντ, Κλάιβ Όουεν, Μπενετίκτ Γουονγκ κα.
Εξωφρενική περιπέτεια δράσης, που δικαίως θα μπει στη λίστα με τις πιο αποτυχημένες ταινίες της χρονιάς. Μια αποτυχία που φέρνει την υπογραφή του βραβευμένου και καταξιωμένου σκηνοθέτη Ανγκ Λι («Η Ζωή του Πι»), δημιουργώντας τουλάχιστον απορίες για το πως ένας έμπειρος ζογκλέρ της κινηματογραφικής βιομηχανίας μπορεί να πέσει σε τόσα σφάλματα και να χάσει ακόμη και τα φυσικά του προτερήματα. Απ’ την άλλη έχουμε το δράμα του Γουίλ Σμιθ, του κάποτε ανερχόμενου και πολλά υποσχόμενου μαύρου σταρ, που εδώ καταγράφει μια αποτυχία και μάλιστα επί δύο. Και αυτό γιατί ερμηνεύει και τους δυο βασικούς ρόλους. Ενός 50χρονου συνταξιούχου δολοφόνου, κάποιας μυστικής υπηρεσίας και ενός κλώνου του, 25 χρόνια νεότερου, που θέλει να τον εξολοθρεύσει. Πραγματικά μοιάζει ανήμπορος να ανεβάσει την αδρεναλίνη, ενώ ως 24χρονος προκαλεί μάλλον τον οίκτο.
Από κει και πέρα, η ταινία, με ένα ασυνάρτητο σενάριο, μονότονα μοτίβα δράσης, χάρτινους χαρακτήρες, μπερδεύει το θέμα της κλωνοποίησης ανθρώπων με τις σκοτεινές δυνάμεις στις υπηρεσίες ασφαλείας, το αίσθημα της συγγένειας με το αίσθημα ασφάλειας των Αμερικανών και την επιστημονική φαντασία με το υπαρξιακό δράμα και όλα αυτά με μία σος από ηθικολογίες, που έχουν βγει από το «προοδευτικό» Πεντάγωνο. Μια περιπέτεια που δεν προσφέρει ούτε τη γνωστή πλάκα για την πιτσιρικαρία, ούτε ένα χάχανο.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Ένας πενηντάχρονος συνταξιούχος δολοφόνος, ο Χένρι Μπρόγκαν καταδιώκεται από τον εξίσου θανάσιμο εικοσιτετράχρονο κλώνο του. Ο Χένρι, μαζί με τους αδίστακτους συναδέλφους του, Ντάνι και Μπάρον, βρίσκονται κυνηγημένοι καθώς διασχίζουν την υφήλιο αναζητώντας την αλήθεια. Αυτό που ανακαλύπτουν θα αναγκάσει το Χένρι να βρεθεί αντιμέτωπος με τους ανθρώπους που εμπιστευόταν και να αποφασίσει ποιανού η ζωή αξίζει περισσότερο – η δική του ή του κλώνου του;
«Σον το Πρόβατο: Η Ταινία – Φαρμαγεδών»
(«A Shaun the Sheep Movie: Farmageddon») Παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων, βρετανικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Γουίλ Μπέτσερ και Ρίτσαρντ Φέλαν.
Όχι και τόσο χαριτωμένη φασαριόζικη παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων, που αποτελεί τη δεύτερη εξωγήινη περιπέτεια για τον «Σον το Πρόβατο» και θα τραβήξει τους μπόμπιρες και τους δύσμοιρους γονείς τους. Με τις φωνές των Τζάστιν Φλέτσερ, Τζον Σπαρκς, Αμάλια Βιτάλ. Η ταινία θα προβάλλεται και μεταγλωττισμένη, αφού απευθύνεται κυρίως στους μικρούς μας φίλους που τώρα μπαίνουν στη βάσανο του… νηπιαγωγείου.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Παράξενα φώτα πάνω από την ήσυχη πόλη του Μόσινγκχαμ σηματοδοτούν την άφιξη ενός μυστηριώδους επισκέπτη. Μία άτακτη και αξιαγάπητη εξωγήινη , η ΛΟΥ-ΛΑ , προσγειώνεται κατά τύχη στην Φάρμα, και ο Σον αρπάζει αμέσως την ευκαιρία για μια γαλαξιακή περιπέτεια με αποστολή να βοηθήσει την ΛΟΥ-ΛΑ να γυρίσει σπίτι της…
ΑΠΕ-ΜΠΕ