Τον Κώστα Σημίτη, αναμφίβολα θα τον κρίνει η Ιστορία, όπως λέγεται μάλλον εκ του πονηρού αυτές τις μέρες, αλλά τον πρώτο λόγο έχουν αυτοί τους οποίους εξαπάτησε. Το προφίλ του Δωρικού πανεπιστημιακού και σοβαρού πολιτικού που φιλοτεχνείται στη μετά θάνατο αποτίμηση της προσωπικότητάς του, είναι μια ακόμη απόδειξη ότι στάθηκε στη σωστή (για τη διαπλοκή) πλευρά της Ιστορίας.
Φυσικά, για τον πρώην πρωθυπουργό έχει κάθε δικαίωμα να πενθεί, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος όχι μόνο έκανε την καριέρα του ως «ρουσφέτι Σημίτη στην Εθνική Τράπεζα», αλλά τον αντέγραψε στα βασικά στοιχεία της πολιτικής του. Ο Μητσοτακισμός δεν είναι τίποτα άλλο από τον Σημιτισμό με άλλα, πιο ακραία μέσα.
Ένα κοινό στοιχείο που επίσης εντοπίζεται σε Σημίτη και Μητσοτάκη, είναι ότι και οι δύο, κατάφεραν να αποκρύψουν σοβαρά ελλείμματα στην κοινωνική και πολιτική τους συμπεριφορά, επιστρατεύοντας μισθοφορικούς στρατούς από δημοσιογράφους και δημοσκόπους. Ο Κώστας Σημίτης δημιούργησε την εικόνα του «καταλληλότερου» και γνώστη, χρησιμοποιώντας τη διακομματική βάση των εργολάβων, της ληστρικής τεχνοκρατίας και της μιντιακής συνενοχής. Διαπέρασε τους κομματικούς χώρους, παρουσιάζοντας τις στενές σχέσεις της διαπλοκής ως σταθερότητα, ανάπτυξη και εκσυγχρονισμό.
Στον αντίποδα του «λαϊκισμού του Παπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ», κατασκευάστηκε μια στυγνή τεχνοκρατία που υπηρετούσε τις ελίτ προσφέροντας για λαϊκή κατανάλωση μοτίβα ευωχίας και εθνικής υπερηφάνειας. Οι υπερκοστολογήσεις των εθνικών εργολάβων, μέσα από τα αφηγήματα του Μέσων Ενημέρωσης που ανήκαν και αυτά σε εργολάβους, εμφανίζονταν ως η επιτυχία ενός έθνους υπό συνεχή ανάπτυξη. Η συμπόρευση του Σημίτη με τα μιντιακά φαινόμενα του Πέτρου Κωστόπουλου και του Θέμου Αναστασιάδη, δεν ήταν τυχαία. Ο Σημιτισμός είχε ανάγκη να αποκοπεί η πολιτική από την κοινωνική λειτουργία της και τις βαριές απαιτήσεις και να προσχωρήσει στην ελαφρότητα του lifestyle και του νταχτιρντί, ώστε να γίνονται οι δουλειές με κοινή αποδοχή.
Ο Σημίτης δημιούργησε τη μακέτα (ή μακέτο κατ’ αυτόν) ενός Βαλκανικού Θατσερισμού με εργαλεία Porsche Cayenne, πρωϊνάδικα ξανθιάς βαφής και αέρα ΟΝΕ και Χρηματιστηρίου. Η χώρα παραδόθηκε στον νεοφιλελευθερισμό αποτιμώντας τα κέρδη λίγων και τις κομπίνες, ως ανάπτυξη.
Επί των ημερών του Σημίτη, έγινε η μεγαλύτερη και βιαιότερη αναδιανομή εισοδήματος. Το σύνολο σχεδόν των ελληνικών οικογενειών, παραδόθηκε στην απάτη του Χρηματιστηρίου και τα χρήματα άλλαξαν χέρια μέσα σε ελάχιστους μήνες. Το Χρηματιστήριο που τον Δεκέμβρη του 1996 ήταν στις 933 μονάδες, τον Σεπτέμβριο του 1999 έφτασε στις 6.335 μονάδες, μέσα από διαδικασίες μαζικής και μελετημένης χειραγώγησης της κοινής γνώμης. Οι «μέτοχοι» οδηγήθηκαν στη φάκα μέσα από συνδυασμένες ενέργειες δημοσιογράφων, της κυβέρνησης Σημίτη και απατεώνων του επιχειρείν που έγιναν ζάμπλουτοι. Αφού τέλειωσε το πάρτι και τα χρήματα άλλαξαν χέρια, όλοι μαζί κατηγόρησαν τα θύματά τους για επιπολαιότητα και προσωπική ευθύνη.
Η κυβέρνηση Σημίτη ήταν αυτή που οδήγησε τον κόσμο στην απάτη που βάφτιζε ανάπτυξη. Οι δημοσιογράφοι ντουντούκες πληρώνονταν με εσωτερική πληροφόρηση για μετοχές και οδηγούσαν το παιχνίδι εκεί που τους έλεγαν. Στις ευρωεκλογές του 1999, το Σημιτικό ΠΑΣΟΚ, στην κεντρική του αφίσα , προπαγάνδιζε την ανάπτυξη και τη σταθερότητα επικαλούμενο το 1.000.000 πολιτών-μετόχων που έπαιζαν στο χρηματιστήριο. Λίγους μήνες αργότερα οι «μέτοχοι» έγιναν αμέτοχοι στις ίδιες τους τις περιουσίες. Ο Γιάννος Παπαντωνίου ως Υπουργός Οικονομικών διαβεβαίωνε ότι το ελληνικό χρηματιστήριο θα απογειωθεί ενώ ο Τραπεζίτης της Πειραιώς Μιχάλης Σάλλας, διαβεβαίωνε ότι θα φτάσει τις 7.000 μονάδες.
Την ίδια περίοδο, υπήρχαν δεκάδες δημοσιεύματα που εμφάνιζαν τον Λαναρά της χρεοκοπημένης ΚΛΩΝΑΤΕΞ να αγοράζει την ιταλική Benetton αλλά και την Timberland ώστε να σπρώξουν τα θύματα να αγοράσουν μετοχές. Διάφορες εταιρείες με έδρα την Άνω Κωλοπετεινίτσα ή το Κάτω Δριμίκλαδο, έμπαιναν στο χρηματιστήριο με τις μετοχές τους σε τιμές μετοχής Αεροναυπηγικής εταιρείας. Χάρη στον Σημίτη το λαμόγιο του διπλανού χωριού είχε γίνει παίκτης της ανάπτυξης και ο πολίτης εύκολο θύμα.
Τα ίδια έγιναν χάρη του Σημίτη και με τις Τράπεζες. Έπρεπε και αυτές να πιστοποιούν την ευμάρεια. Η Αγροτική Τράπεζα διαφήμιζε διακοποδάνεια για να «πιεις καφέ στο Empire State” ενώ τα τηλέφωνα χτυπούσαν συνεχώς για να πάρεις δάνειο που δεν χρειαζόσουν. Φυσικά κάτω από τη λαϊκή απαίτηση για ένα δάνειο, υπήρχαν τα θαλασσοδάνεια των ημέτερων.
Ένα τεράστιο δίκτυο διαφθοράς, απενοχοποιημένο στο όνομα της ανάπτυξης, απλώθηκε σε όλη την οικονομική και κοινωνική ζωή. Δεν υπήρξε κρατική σύμβαση για οπλικά συστήματα, κατασκευαστικά έργα, προμήθειες ηλεκτρονικών συστημάτων που να μην έζεχνε διαφθορά.
Ο Σημίτης μετατράπηκε σε πρωθυπουργό που έβλεπε τις μίζες να περνούν, χωρίς φυσικά να απαντήσει ποτέ γι’ αυτό ή να κάνει την αυτοκριτική του. Ούτε όταν ομολόγησε ο στενός του συνεργάτης Θόδωρος Τσουκάτος ότι είχε χρηματιστεί για το καλό του κόμματος.
Ο ισχυρός άντρας της SIEMENS, Μιχάλης Χριστοφοράκος, είχε ομολογήσει στην Εισαγγελία του Μονάχου (προκειμένου να δικαστεί στη Γερμανία και όχι στην Ελλάδα), ότι έδινε μίζα 2% στο ΠΑΣΟΚ του Σημίτη και τη ΝΔ για κάθε σύμβαση που υπέγραφε η SIEMENS στην Ελλάδα. Συνεργός του στην υπόθεση χρηματισμών των δύο κομμάτων ήταν ο Διονύσης Μενδρινός, φίλος του Κυριάκου και της Μαρέβας Μητσοτάκης με τον οποίο αγόρασαν όμορα οικόπεδα στην Τήνο.
Ο Σημίτης δεν μίλησε ποτέ για τα σκάνδαλα που βάραιναν την κυβέρνησή του και προστατεύτηκε γι αυτό από τους δημοσιογράφους και τα εκδοτικά συγκροτήματα. Στις αλλεπάλληλες αποκαλύψεις για τον Άκη Τσοχατζόπουλο, και τους συνεργάτες του, ο Σημίτης όχι μόνο δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να δώσει εξηγήσεις, αλλά εφηύρε και το επιχείρημα «όποιος έχει στοιχεία να τα πάει στον Εισαγγελέα», καταργώντας έτσι κάθε έννοια δημοσιογραφικού ελέγχου και πολιτικής λογοδοσίας.
Όταν η Ελλάδα κατέρρευσε και μπήκε στην δύνη της οικονομικής κρίσης, ο Κώστας Σημίτης, όπως και οι μαθητές του όπως ο Γιάννης Στουρνάρας ή ο συνεργάτης του Βαγγέλης Βενιζέλος, σήκωσαν το χέρι και έδειξαν ως υπεύθυνα τα εξαπατημένα θύματα που τα χειραγώγησαν πουλώντας τους στατιστικά ως οικονομική σταθερότητα.
Στα εθνικά θέματα, ο Σημίτης ήταν αυτός (κατηγορήθηκε ανοιχτά από την τότε στρατιωτική ηγεσία) που γκριζάρισε περιοχές του Αιγαίου και χρέωσε την Ελλάδα με την υπόθεση Οτσαλάν. Ήταν επίσης αυτός που με παρέμβαση στη Δικαιοσύνη, έβαλε ταφόπλακα στις διεκδικήσεις των πολεμικών αποζημιώσεων από τη Γερμανία.
Ακόμη και μετά τον θάνατό του, ο Κώστας Σημίτης, προστατεύεται και εμφανίζεται ως αμέτοχος και περαστικός. Κατά μία έννοια είναι απολύτως εξηγήσιμο, αφού οι ευεργετηθέντες από τη διακυβέρνησή του, πρέπει ή να τον ξεπλύνουν ή να χρεωθούν και οι ίδιοι τη διαφθορά. Προτιμούν το πρώτο.
Ο Σημίτης ωστόσο είναι απολύτως δικαιωμένος. Η κυβέρνηση του αντιπάλου του κόμματός του, όχι μόνο εφαρμόζει την πολιτική του, αλλά έχει στον πυρήνα της τους πολιτικούς που δημιούργησε ο πρώην πρωθυπουργός. Κυρίως, είναι ο πολιτικός που άλλαξε την Ελλάδα όσο κανένας. Την έκανε θεατή του δράματός της.
Διαβάστε επίσης
Καιρός: «Έρχεται μπάλα κρύου αέρα» – Φέρνει πτώση της θερμοκρασίας και χιόνια (Video)
Κοντά στο «σημείο μηδέν» η υπομονή της Ευρώπης απέναντι στον Έλον Μασκ – Ανάλυση Politico
Πώς συνδέονται ο μόλυβδος, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και η… μείωση του IQ – Τι έδειξε νέα μελέτη
Ισχυρός σεισμός στο Θιβέτ: Τουλάχιστον 53 νεκροί και 62 τραυματίες από τα 6,8 Ρίχτερ (Videos)