Η κατάρρευση της Silicon Valley Bank που άφησε ακάλυπτους πίσω της αμέτρητους λογαριασμούς αξίας δεκάδων δις δολαρίων, ξύπνησε μνήμες από την οικονομική κρίση του 2008 και τη χρεωκοπία της Lehman Brothers. Τότε ήταν τα «ακάλυπτα» στεγαστικά δάνεια που οδήγησαν στη πτώχευση της εταιρείας και άνοιξαν τον δρόμο προς την παγκόσμια ύφεση. Τώρα είναι η αχαλίνωτη δανειοδότηση νεοφυών επιχειρήσεων (startups), οι οποίες όταν ακρίβυνε το χρήμα δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν. Πλέον το ερώτημα είναι το πώς οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες θα διαχειριστούν τη πτώση και κυρίως το πώς θα ελιχθούν ώστε να αποφευχθεί μια γενικευμένη κρίση.
Διαβάστε σχετικά: Κατάρρευση Silicon Valley Bank: Η επόμενη μέρα και το φάντασμα της Lehman Brothers
Από το 2008 στο 2023
Οι κεντρικές τράπεζες μαζί με τις κυβερνήσεις επέβαλλαν τη πολιτική του χαμηλότοκου δανεισμού, λίγα χρόνια μετά τη κατάρρευση της Lehman Brothers, τη διάσωση των μεγάλων τραπεζών και ως απάντηση στην προϊούσα παγκόσμια ύφεση που έδειχνε να μην υποχωρεί. Η πολιτική αυτή με τη σειρά της και εξαιτίας της πανδημίας και του αυξημένου ενεργειακού κόστους λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, προκάλεσαν τη μεγέθυνση του πληθωρισμού. Έτσι, η FED (ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ) μαζί με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την τράπεζα της Αγγλίας αποφάσισαν να δώσουν τέλος στο «φθηνό χρήμα» και αύξησαν τα επιτόκια, στοχεύοντας να τιθασεύσουν τον πληθωρισμό, ώστε να μην επανέλθουν οι συνθήκες της δεκαετίας του ’70 και του ‘80. Με την αύξηση των επιτοκίων, όσοι όμιλοι είχαν βασίσει το μοντέλο τους στον απεριόριστο δανεισμό, βρέθηκαν ακάλυπτοι όταν τα χρηματοπιστωτικά δεδομένα άλλαξαν. Σε αυτό το πλαίσιο οι startup’s που εξ’ ορισμού βασίζονταν στον τραπεζικό δανεισμό ή στις επενδύσεις από το τυχοδιωκτικό κεφάλαιο ήταν ο αδύναμος κρίκος.
Διαβάστε επίσης: Κατάρρευση Silicon Valley Bank: Ξύπνησε μνήμες του 2008, μίας κρίσης που δεν τελείωσε ποτέ
«Από τη κοιλάδα στη χαράδρα»
Ο βετεράνος μαρξιστής οικονομολόγος Μάικλ Ρόμπερτς που αρθρογραφεί για την «επόμενη οικονομική κρίση» στο ομώνυμο blog του «thenextrecession.wordpress.com» έγραψε μια ιδιαίτερα διεισδυτική ανάλυση για τη κατάρρευση της SVB με τίτλο «SVB: από την κοιλάδα στη χαράδρα». Εκεί ο Μ. Ρόμπερτς περιγράφει την αλληλουχία των γεγονότων γράφοντας πως «Η άμεση εξέλιξη ήταν η ανακοίνωση της SVB ότι πούλησε με ζημία ένα σωρό τίτλους στους οποίους είχε επενδύσει και ότι θα έπρεπε να πουλήσει νέες μετοχές ύψους 2,25 δις δολαρίων για να προσπαθήσει να στηρίξει τον ισολογισμό της. Αυτό προκάλεσε πανικό μεταξύ των βασικών επιχειρήσεων τεχνολογίας στην Καλιφόρνια, οι οποίες διατηρούσαν τα μετρητά τους στην SVB. Υπήρξε μια κλασική επιδρομή στην τράπεζα. Με αστραπιαία ταχύτητα, η τράπεζα έπρεπε να σταματήσει τους καταθέτες να αποσύρουν μετρητά. Η τιμή της μετοχής της εταιρείας κατέρρευσε, συμπαρασύροντας και άλλες τράπεζες».
Διαβάστε σχετικά: Η HSBC αγόρασε τον βρετανικό κλάδο της Silicon Valley Bank έναντι… 1 στερλίνας – Η πρώτη αντίδραση των αγορών
«Αν και σχετικά άγνωστη εκτός της Silicon Valley, η SVB ήταν μεταξύ των 20 μεγαλύτερων αμερικανικών εμπορικών τραπεζών (16η μεγαλύτερη), με συνολικό ενεργητικό 209 δις δολάρια στο τέλος του περασμένου έτους, σύμφωνα με την FDIC (Ομοσπονδιακός Οργανισμός Ασφάλισης Καταθέσεων). Είναι ο μεγαλύτερος δανειστής που χρεοκόπησε μετά την κατάρρευση της Washington Mutual το 2008 κατά τη διάρκεια του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού κραχ. Έτσι, σε αντίθεση με ορισμένες αναφορές, η SVB δεν είναι μια μικρή τράπεζα. Προσέφερε υπηρεσίες σε σχεδόν τις μισές από όλες τις εταιρείες τεχνολογίας και υγειονομικής περίθαλψης που χρηματοδοτούνται με επιχειρηματικά κεφάλαια στις ΗΠΑ. Η SVB κρατούσε χρήματα για αυτούς τους “επενδυτές επιχειρηματικών κεφαλαίων” (αυτούς που επενδύουν σε νέες “νεοφυείς” εταιρείες)» γράφει ο ίδιος.
Διαβάστε σχετικά: Κατέρρευσε και η Signature Bank στις ΗΠΑ
Και συνεχίζει λέγοντας πως «τα υψηλότερα επιτόκια έχουν επίσης πλήξει ιδιαίτερα σκληρά τον τομέα της τεχνολογίας, υποβαθμίζοντας την αξία των μετοχών τεχνολογίας και καθιστώντας δύσκολη την άντληση κεφαλαίων. Έτσι, οι εταιρείες τεχνολογίας άρχισαν να αποσύρουν τις καταθέσεις τους σε μετρητά στην SVB για να καλύψουν τους λογαριασμούς τους».
Καταλήγοντας, ο Ρόμπερτς επισημαίνει πως «η αποτυχία της SVB μπορεί να είναι μεμονωμένη, αλλά τα οικονομικά κραχ ξεκινούν πάντα από τους πιο αδύναμους ή τους πιο απερίσκεπτους. Πρόκειται για μια τράπεζα που συμπιεζόταν από το ψαλίδι μιας επικείμενης ύφεσης: πτώση των κερδών στον τομέα της τεχνολογίας και πτώση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων λόγω της αύξησης των επιτοκίων. Η SVB είχε φτάσει σε περιουσιακά στοιχεία ύψους περίπου 209 δισ. δολαρίων με πελατειακή βάση επικεντρωμένη σε νεοφυείς επιχειρήσεις τεχνολογίας και έτσι αποδείχθηκε ιδιαίτερα ευάλωτη στις επιπτώσεις της ταχείας ανόδου των επιτοκίων. Ωστόσο, οι απώλειες της SVB από τις πωλήσεις ομολόγων επαναλαμβάνονται για πολλές άλλες τράπεζες. Η FDIC ανέφερε πρόσφατα ότι οι αμερικανικές τράπεζες έχουν συνδυασμένες μη πραγματοποιημένες ζημίες ύψους 620 δισ. δολαρίων στα χαρτοφυλάκια τίτλων τους».