«Σηκώσαμε τα χέρια ψηλά, πέταξαν όλες τις μηχανές και άρχισαν να μας πυροβολούν»

«Σηκώσαμε τα χέρια ψηλά, πέταξαν όλες τις μηχανές και άρχισαν να μας πυροβολούν»

Για την εν ψυχρώ εκτέλεση του 18άχρονου Νίκου Σαμπάνη στο Πέραμα αφηγούνται μιλώντας στο Documento ο 14χρονος οδηγός και ο 16άχρονος τραυματίας συνεπιβάτης

Ρεπορτάζ: Βασίλης Ανδριανόπουλος, Αντιγόνη Μιχοπούλου, Μάριος Αραβαντινός

 

Παραδόθηκαν. Σήκωσαν τα χέρια ψηλά αλλά αυτό δεν έφτανε. Οι αστυνομικοί άρχισαν να τους πυροβολούν. Νέα, συγκλονιστική τροπή λαμβάνει η υπόθεση της δολοφονίας του 18άχρονου Νίκου Σαμπάνη από αστυνομικούς στο Πέραμα. Σε αποκλειστικές δηλώσεις που παραχώρησαν στο Documento o 16άχρονος Στρατής που τραυματίστηκε σοβαρά από τις σφαίρες των αστυνομικών αλλά και ο 14χρονος Βαγγέλης που οδηγούσε το αυτοκίνητο εκθέτουν ανεπανόρθωτα τους εμπλεκόμενους αστυνομικούς και ανατρέπουν τους ισχυρισμούς τους.

Οπως περιγράφουν και οι δύο ανήλικοι επιβαίνοντες, τόσο ο Ν. Σαμπάνης όσο και οι δυο τους είχαν παραδοθεί προτού οι αστυνομικοί αρχίσουν να πυροβολούν. Οταν συνειδητοποίησαν ότι είχαν εγκλωβιστεί και δεν υπήρχε περίπτωση διαφυγής και οι τρεις τους –σύμφωνα με όσα καταγγέλλουν στο Documento– σήκωσαν ψηλά τα χέρια. Δευτερόλεπτα μετά, οι αστυνομικοί άρχισαν να τους πυροβολούν. Μια πρωτοφανής εκτέλεση, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, που δεν συμβαίνει ούτε σε εμπόλεμες συνθήκες. Κι όμως συνέβη στο Πέραμα.

Οι μαρτυρίες γίνονται ακόμη πιο σοβαρές από τη στιγμή που όσα ανέφεραν στη συνέντευξή τους στο Documento τα δήλωσαν στην εφημερίδα και στενοί συγγενείς του 16άχρονου, που είχαν άμεση επαφή και με τον 14χρονο οδηγό. Ολες οι αποκλειστικές μαρτυρίες που δόθηκαν στην εφημερίδα καταδεικνύουν σαφώς ότι η προσπάθεια που έγινε από τους επιβαίνοντες να διαφύγουν έγινε μόνο αφότου ξεκίνησαν οι πυροβολισμοί. Οι συνεντεύξεις δίνουν απάντηση στο μυστήριο τού γιατί φαίνεται –βάσει του βίντεο και των φωτογραφιών που δημοσιεύθηκαν– να έχει χτυπηθεί μόνο μια μηχανή και μάλιστα από το μπροστινό δεξί μέρος του αυτοκινήτου.

Παρά τα όσα έχουν ισχυριστεί οι εμπλεκόμενοι αστυνομικοί, οι δυο ανήλικοι καταγγέλλουν στο Documento ότι οι αστυνομικοί είχαν ρίξει τις μηχανές τους στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου προκειμένου να το ακινητοποιήσουν. Δεν επέβαιναν στις μηχανές. Δεν κινδύνευαν από το αυτοκίνητο που, όπως υποστηρίζουν, έκανε όπισθεν απειλώντας τους. Δεν έκαναν επίσης καμία προσπάθεια να ακινητοποιήσουν το αυτοκίνητο, πυροβολώντας έστω στις ζάντες, όπως καταγγέλλουν χαρακτηριστικά οι ανήλικοι. Αυτό που έκαναν ήταν «να μας πυροβολήσουν εν ψυχρώ».

Οι επίμαχες καταγγελίες που δημοσιεύει σήμερα το Documento ανατρέπουν τους ισχυρισμούς των αστυνομικών ότι το αυτοκίνητο έκανε όπισθεν και ότι γι’ αυτό τον λόγο τους απειλούσε. Οι μαρτυρίες είναι σαφείς: το αυτοκίνητο προσπάθησε να διαφύγει από την ενέδρα θανάτου που έστησαν οι αστυνομικοί μόνο αφότου οι αστυνομικοί άρχισαν να πυροβολούν τους επιβαίνοντες. Παράλληλα, όλες οι μαρτυρίες συγκλίνουν στο ότι οδηγός ήταν ο 14χρονος –όπως άλλωστε έχει καταθέσει και ο ίδιος στην ανακρίτρια– και όχι ο Ν. Σαμπάνης. Ακόμη ένας ισχυρισμός των αστυνομικών που καταρρίπτεται βάσει των επίμαχων μαρτυριών.

«Είπαμε θα φάμε λίγο ξύλο και θα φύγουμε»

Είναι χαρακτηριστικά τα όσα αφηγείται ο 14χρονος Βαγγέλης: «Ημασταν στο Ρέντη και δεν είχαμε λεφτά να φύγουμε με τα λεωφορεία. Δεν μας έπαιρναν και αποφασίσαμε να πάρουμε ένα αμάξι για να έρθουμε σπίτι και πήραμε το Hyundai το άσπρο. Εγώ οδηγούσα γιατί και από τους τρεις μας ήμουν ο πιο καλός οδηγός. Μόλις φύγαμε ήρθε αστυνομία από πίσω μας, η ομάδα ΔΙΑΣ στου Ρέντη. Φάγαμε καταδίωξη. Φοβηθήκαμε γιατί ήταν η πρώτη μας φορά και δεν σταματήσαμε».

Σύμφωνα με όσα μας διηγείται ο Βαγγέλης, «δεν φορούσαμε ούτε κουκούλα ούτε σκουφί, τίποτα. Μας καταδίωξαν μέχρι το Πέραμα. Οι δύο ήταν συνέχεια πίσω μας. Μόλις φτάσαμε στο Πέραμα συναντήσαμε το λεωφορείο μούρη με μούρη· δεν μπορούσαμε να φύγουμε. Σηκώσαμε τα χέρια ψηλά μέσα στα αμάξι, λέγαμε με τα παιδιά ό,τι και να γίνει να παραδοθούμε, θα φάμε λίγο ξύλο και μετά θα φύγουμε. Εμένα από τον φόβο μού έφυγε λίγο το φρένο αλλά μετά το πάτησα πάλι. Δεν πήρα όμως κάποια μηχανή από κάτω. Ακούμπησα λίγο τη ρόδα και μετά σταμάτησα».

«Είδα τον Νίκο δίπλα μου νεκρό»

Τότε οι αστυνομικοί «πέταξαν όλες τις μηχανές κάτω, ήρθαν από δεξιά και άρχισαν να πυροβολούν. Και κάνω πίσω και βλέπω τον φίλο μου τον Στράτο τραυματισμένο. Και όπως κάνω πίσω βλέπω και τον Νίκο, τον διπλανό μου, νεκρό. Μετά έκανα μια μανούβρα για να φύγω. Οι αστυνομικοί μπορούσαν να ρίξουν στις ζάντες για να μη φύγουμε. Αυτοί πυροβόλησαν εν ψυχρώ, πάνω μας. Επεφταν οι σφαίρες βροχή πάνω μας. Είδα τον Νίκο νεκρό και τον Στρατή τραυματισμένο. Επεσε ο Νίκος πάνω μου και κατάλαβα ότι είναι νεκρός».

Εκείνη την ώρα, όπως περιγράφει ο Βαγγέλης, «προσπαθούσα να φύγω για να σωθώ κι εγώ πήρα δύο μηχανές από κάτω (σ.σ.: από το αυτοκίνητο), αλλά χωρίς αναβάτες. Σκέφτηκα εκείνη την ώρα ότι θα σκοτώσουν κι εμένα για να μην υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία. Ολοι οι αστυνομικοί ήταν από τη δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου και πυροβολούσαν. Εγώ άνοιξα την πόρτα του οδηγού και κρύφτηκα μπροστά από τη ζάντα που είναι το φτερό. Εκεί, μόλις πήγαν να αλλάξουν γεμιστήρες, βρήκα ευκαιρία και έφυγα. Πρόλαβα να στρίψω στο στενό. Τότε μια σφαίρα χτύπησε σε έναν τοίχο. Ξυστά από εμένα. Ηταν για εμένα δηλαδή, αλλά έπεσε στον τοίχο γιατί πρόλαβα να στρίψω».

Μετά ο Βαγγέλης πήγε και κρύφτηκε: «Πήγα προς το βουνό. Οι αστυνομικοί είπαν ότι πήγα με την όπισθεν να τους χτυπήσω. Το λένε γιατί δεν έχουν τι να πουν. Σκότωσαν ένα παιδί κι ένα ακόμη είναι τραυματισμένο. Εγώ έκανα μια μανούβρα και πήρα από κάτω πρώτα μία μηχανή και μετά άλλη μία. Δεν υπήρχε άνθρωπος επάνω όμως. Ενας γκάζωσε τη μηχανή του και την πέταξε μέσα σε ένα μαγαζί που ήταν δίπλα. Γκάζωσε τη μηχανή και την άφησε κι έφυγε. Κάθε βράδυ που πάω να κοιμηθώ έρχεται αυτή η εικόνα στο μυαλό μου. Οτι με πυροβολούν αστυνομικοί».

«Σήκωσε το χειρόφρενο για να παραδοθούμε»

Ενδεικτικά είναι και όσα εκθέτει στο Documento ο 16άχρονος μιλώντας μας από το κρεβάτι που βρίσκεται τραυματισμένος στο Τζάνειο νοσοκομείο. Η ζωή του κινδύνευσε σοβαρά. Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες που παραχωρήθηκαν στο Documento από γιατρούς του νοσοκομείου, ο νεαρός Ρομά εισήχθη στο νοσοκομείο και μπήκε αμέσως στο χειρουργείο. Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, σφαίρα είχε περάσει από το στομάχι στο ήπαρ και τη σπλήνα που του αφαιρέθηκε. Ο νεαρός έχει διαφύγει τον κίνδυνο και αναμένεται να λάβει εξιτήριο.

«Εκείνο το βράδυ είχαμε πάει βόλτα, χάσαμε το λεωφορείο, πήραμε το αμάξι να πάμε σπίτι μας» λέει στο Documento και συνεχίζει: «Μετά πετύχαμε τη ΔΙΑΣ, μας έκαναν σινιάλο να σταματήσαμε και φοβηθήκαμε. Δεν σταματήσαμε, πατήσαμε το αμάξι να φύγουμε και καταλήξαμε στο Πέραμα. Μας κυνήγαγαν πολλά μηχανάκια και μας έλεγαν ότι φορούσαμε κουκούλες. Ομως δεν φορούσαμε κουκούλες. Παρακάτω μπήκαμε σε ένα στενό και μας έκλεισε ένα λεωφορείο. Ηρθαν αυτοί από πίσω, πέταξαν τις μηχανές κάτω και μας περικύκλωσαν».

Τότε ο οδηγός του λεωφορείου «έκανε λίγο πίσω και σήκωσε το χειρόφρενο για να παραδοθούμε και αυτοί ξεκίνησαν να πυροβολούν. Και πυροβόλησαν εμένα πρώτα που καθόμουν πίσω. Μετά με είδε ο φίλος μου πυροβολημένο και του λέω “Πάμε, πάμε, πάμε”. Και μου λέει “Πού να πάμε; Δεν μπορούμε να φύγουμε”. Χτύπησε λίγο το μηχανάκι και μετά αυτοί από δεξιά, αριστερά και από πίσω άρχισαν να πυροβολούν. Πυροβόλησαν εμένα πρώτα και μετά τον Νίκο Σαμπάνη».

Συγκλονιστικές είναι οι αποκλειστικές συνεντεύξεις που παραχώρησαν στο Documento ο 14χρονος οδηγός και ο 16άχρονος που τραυματίστηκε σοβαρά και νοσηλεύεται, αφού, όπως καταγγέλλουν, μολονότι είχαν παραδοθεί και είχαν σηκώσει τα χέρια ψηλά επειδή συνειδητοποίησαν ότι δεν μπορούν να διαφύγουν, οι αστυνομικοί άρχισαν να τους πυροβολούν.

«Δεν προλάβαμε να ανοίξουμε την πόρτα»

Ο 16άχρονος είναι επίσης σαφής σχετικά με το ποιος ήταν ο οδηγός: «Ο οδηγός είναι ο 14χρονος και συνοδηγός ο Ν. Σαμπάνης. Μας είχαν κυκλώσει. Μόλις πήγαμε να παραδοθούμε δεν προλάβαμε να ανοίξουμε την πόρτα για να παραδοθούμε και εγώ πυροβολήθηκα. Και λέω στους φίλους μου: “Παιδιά, με πυροβόλησαν”. Μετά δεν προλάβαμε να κατέβουμε, πυροβολήθηκε και ο άλλος και ο τρίτος έτρεξε κι έφυγε. “Αμα κάτσω κι εγώ” είπε ο Βαγγέλης, “θα πυροβοληθώ. Καλύτερα να φύγω”. Εφαγα μια σφαίρα στην πλάτη και δύο στην κοιλιά. Τρεις σύνολο. Μου έβγαλαν τη σπλήνα και δεν ξέρω πότε θα βγω από το νοσοκομείο».

Την καταγγελία του 16άχρονου ότι οι αστυνομικοί άρχισαν να τους πυροβολούν αφότου είχαν παραδοθεί επιβεβαίωσαν στο Documento και στενοί συγγενείς του, που έχουν άμεσες σχέσεις και με τον 14χρονο οδηγό. Οπως χαρακτηριστικά ανέφεραν στο Documento οι συγγενείς, «τα παιδιά μας είπαν και συμπίπτουν οι μαρτυρίες τους ότι σήκωσαν τα χέρια ψηλά γιατί “συνειδητοποιήσαμε ότι δεν μπορούσαμε να διαφύγουμε”».

«Φύγε, φύγε, χτυπήθηκα»

Ο 14χρονος δεν άκουσε καν τον πρώτο πυροβολισμό σύμφωνα με τους συγγενείς. Τότε ο 16άχρονος φέρεται να είπε στον 14χρονο, σύμφωνα με τους συγγενείς: «Φύγε, φύγε, χτυπήθηκα». Μόλις οι πυροβολισμοί σταμάτησαν, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των συγγενών, ο 14χρονος «βγήκε από το αυτοκίνητο και άρχισε να τρέχει στο στενό».

Σύμφωνα με τους συγγενείς, «στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου οι αστυνομικοί είχαν πετάξει τις μηχανές κάτω –πριν πέσει ο πρώτος πυροβολισμός– προκειμένου να τους φρακάρουν την έξοδο διαφυγής. Οι αστυνομικοί βρίσκονταν στη δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου. Δεν ήταν πάνω στις μηχανές». Οι συγγενείς επιβεβαίωσαν παράλληλα ότι οδηγός ήταν ο 14χρονος, ενώ ο 16άχρονος που τραυματίστηκε βρισκόταν στο πίσω κάθισμα.

 

Ετικέτες

Documento Newsletter