Το καλοκαίρι του 1968 το πολιτικό θερμόμετρο χτύπησε κόκκινο σε όλο τον πλανήτη. Στις ΗΠΑ του αντιπολεμικού κινήματος, της σεξουαλικής απελευθέρωσης, των χίπις, των πολιτιστικών εκρήξεων και της αμφισβήτησης του καταναλωτισμού, μία κομματική φιέστα έδωσε το μέτρο σύγκρισης ανάμεσα στο «παλιό» και το «νέο».
Πενήντα χρόνια συμπληρώθηκαν πριν από λίγες μέρες από το διαβόητο Εθνικό Συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος στο Σικάγο (26-29 Αυγούστου 1968). Οι σύνεδροι έστειλαν τον άχρωμο και άοσμο Χιούμπερτ Χάμφρεϊ να ηττηθεί από τον Ρεπουμπλικάνο Ρίτσαρντ Νίξον στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου.
Το συνέδριο αμαυρώθηκε από την χρήση αστυνομικής βίας εναντίον νεαρών που «ήθελαν τον κόσμο και τον ήθελαν τότε». Ωστόσο όλο και περισσότεροι το θεωρούν αφετηρία της συστηματικής κατασκευής και μετάδοσης ψευδών ειδήσεων. Οι περίπου 10.000 διαδηλωτές βαφτίστηκαν συλλήβδην τρομοκράτες. Συνομωσίες που δεν αποδείχθηκαν ποτέ υποτίθεται ότι είχαν άμεσο στόχο τις δολοφονίες πολιτικών και απώτερο την επιβολή κομμουνιστικού καθεστώτος στις ΗΠΑ. Το συντηρητικό κατεστημένο (στο οποίο συμπεριλαμβανόταν τόσο το Ρεπουμπλικανικό όσο και το Δημοκρατικό Κόμμα του τότε προέδρου Λύντον Τζόνσον) διέρρηξε τις σχέσεις αμοιβαίας εμπιστοσύνης με καθιερωμένα ΜΜΕ όπως τα κανάλια CBS και NBC.
Προετοιμάζοντας τον Ντόναλντ Τραμπ
Η βαθιά Αμερική ακολούθησε σ’ ένα κατήφορο δυσπιστίας και ιδεοληψίας. Ο δρόμος για την κατασκευή ψευδών ειδήσεων και συνοδευτικών ευρύτερων αφηγήσεων άνοιξε για τον σημερινό εμβληματικό διαστρεβλωτή της πραγματικότητας: τον νυν πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος θεωρεί τα μεγάλα αμερικανικά ΜΜΕ «εχθρό του λαού».
Δήμαρχος του Σικάγο τότε ήταν ο Δημοκρατικός μεν, αυταρχικότατος δε Ρίτσαρντ Ντάλεϊ. Στα 66 του, άνθρωπος άλλης εποχής, αντιπαρέθεσε στους διαδηλωτές 23.000 αστυνομικούς και πάνοπλους άνδρες της Εθνοφρουράς. Δικαιολόγησε τους καθημερινούς ξυλοδαρμούς ισχυριζόμενος ότι έλαβε απόρρητες εκθέσεις που μιλούν για σχέδιο δολοφονίας πολιτικών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν και ο ίδιος.
Όταν ο γερουσιαστής Είμπραχαμ Ρίμπικοφ, από του βήματος του Συνεδρίου, κατήγγηλλε «τις τακτικές τύπου Γκεστάπο που εφαρμόζονται στους δρόμους του Σικάγο», κατακόκκινος από θυμό ο Ντάλεΐ άρχισε να του ουρλιάζει. Οι κάμερες κατέγραψαν την εικόνα, όχι τη φωνή του. Ειδικοί στην ανάγνωση των χειλιών βεβαίωσαν ότι είπε: «Fuck you, you Jew son of a bitch!» δηλαδή «Αντε γαμήσου, Εβραίε, γιέ πουτάνας !». Όχι, είπε ο Ντάλει. «Τον είπα faker (ψεύτη), όχι fucker».
Η διαστρέβλωση της πραγματικότητας κλιμακώθηκε και, δυστυχώς, είχε αποτέλεσμα. Δεκάδες χιλιάδες επιστολές αγανακτισμένων Αμερικανών κατέκλυσαν τα κανάλια εθνικής εμβέλειας υποστηρίζοντας τον Ντάλει και την καταστολή των «μακρυμάλληδων τρομοκρατών». Όταν αστυνομικοί κακοποίησαν σε ζωντανή μετάδοση τον δημοσιογράφο του CBS Νταν Ράδερ, ο τηλεπαρουσιαστής Γουόλτερ Κρονκάιτ έχασε την παροιμιώδη ψυχραιμία του. «Νομίζω ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με συμμορία φονιάδων Νταν…» είπε στον αέρα. Κι αν η μισή Αμερική τον χειροκρότησε γιατί διέβη τον επαγγελματικό του Ρουβίκωνα, η άλλη μισή δεν του το συγχώρησε ποτέ.
Κόκκινη γραμμή από τη δεκαετία του ‘50
Η συντηρητική ελίτ των Δημοκρατικών έκανε στροφή 180 μοιρών: έστειλε μήνυμα δυσαρέσκειας στα κανάλια, επιβάλλοντας στον Κρονκάιτ να ταπεινωθεί με μία «επανορθωτική» συνέντευξη του δημάρχου στο CBS. Ο Ντάλεϊ αγόρευε, ο Κρονκάιτ τον άκουγε σαν τιμωρημένο μαθητούδι.
Ακολούθησαν δημοσκοπήσεις. Οι περισσότερες κατέγραψαν ότι η πλειοψηφία καταδίκασε τους «ταραχοποιούς», ανάμεσά τους αστέρες του πολιτικού ακτιβισμού όπως ο Τζέρι Ρούμπιν και ο Αμπι Χόφμαν, της λογοτεχνίας όπως ο ποιητής Αλεν Γκίνσμπεργκ, της μουσικής όπως ο τραγουδοποιός Φιλ Οκς, του αγώνα για τα δικαιώματα των αφροαμερικανών όπως ο Μπόμπι Σιλ από τους «Μαύρους Πάνθηρες».
«Η κάλυψή σας έγειρε υπέρ των ταραξιών και των μπίτνικς ! Διέσυρε την αστυνομία που προσπαθούσε να διατηρήσει την τάξη !» έγραψε ένας τηλεθεατής στο CBS, το οποίο ανακοίνωσε ότι το «σκορ» στην πλημμυρίδα των επιστολών που είχε λάβει μέχρι τον Οκτώβριο του 1968 ήταν 11 προς 1 – με τις επιστολές που καταδίκαζαν το κανάλι να υπερτερούν συντριπτικά.
Με τα χρόνια, τα γεγονότα του Σικάγο συρρικνώθηκαν στη συλλογική μνήμη των περισσότερων Αμερικανών σε ένα «τετραήμερο ταραχών», υπό το πνεύμα της νεανικής εξέγερσης. Το ζήτημα είναι πιο πολύπλοκο και πιο παλιό. Μια κόκκινη γραμμή ενώνει τους λευκούς ρατσιστές που αποκαλούσαν ήδη από τη δεκαετία του 1950 το NBC «Niger Broadcasting Company» και το CBS «Communist Broadcasting Company» με το κατά Τραμπ «μιντιακό κατεστημένο».
«Οι αντιδραστικές φωνές των sixties δεν ακούγονται τόσο δυνατά στην ιστορική μας μνήμη όσο οι προοδευτικές. Ετσι συλλαμβανόμαστε αδικαιολόγητα εκτός σκοπιάς όταν ξαναεμφανίζονται στο μέτωπο της εθνικής μας αμερικανικής συνείδησης – όπως μπορεί να διαβεβαιώσει κάθε φιλελεύθερος που σοκαρίστηκε στις 9 Νοεμβρίου 2016. [από την εκλογή του Τραμπ]» εκτιμά η Χήθερ Χέντερσοτ, καθηγήτρια κινηματογράφου και μέσων ενημέρωσης στο ΜΙΤ