Με την ψήφιση της τελευταίας ΠΝΠ σήμερα στη Βουλή, η κυβέρνηση ολοκληρώνει το σκάνδαλο αθώωσης τραπεζικών στελεχών. Ανάμεσα στους τραπεζίτες που βγαίνουν λάδι είναι και πρώην ισχυρός άνδρας μιας από τις μεγάλες συστημικές τράπεζες καθώς και άλλα προβεβλημένα, ακόμα και εν ενεργεία, τραπεζικά στελέχη.
Στις 18/11/2019, όταν ψηφίστηκε ο ν. 4637/2019, με τον οποίο άλλαξε για δεύτερη φορά μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα ο Ποινικός Κώδικας. Με τα άρθρα 6 και 12 τα κακουργήματα απιστίας που τελούνται από τραπεζικά στελέχη μετατράπηκαν από αυτεπάγγελτα διωκόμενα σε κατ’ έγκληση διωκόμενα. Έτσι, για να διωχθούν θα έπρεπε να το ζητήσουν οι ίδιες οι διοικήσεις των τραπεζών. Τότε, η αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν σφοδρή, τονίζοντας ότι οι τράπεζες έχουν αναχρηματοδοτηθεί πολλές φορές από το ελληνικό κράτος και δεν μπορεί αυτά τα χρήματα να μην τυγχάνουν αυξημένου κρατικού ενδιαφέροντος.
Διαβάστε επίσης: Σκάνδαλο: Αθωώνουν τραπεζίτες κρυφά εν μέσω πανδημίας
Όσον αφορά τις υποθέσεις που ήδη είχαν διωχθεί αυτεπάγγελτα από τους εισαγγελείς, προβλέφθηκε προθεσμία 4 μηνών μέσα στην οποία οι διοικήσεις των τραπεζών θα μπορούσαν να υποβάλλουν δηλώσεις επιθυμίας συνέχισης των εκκρεμών διαδικασιών.
Η προθεσμία αυτή θα έληγε μετά τις 18/03/2020. Ωστόσο, μεσολάβησε ένα τέχνασμα για την πρόωρη πλήρωσή της. Ειδικότερα, στις 11/03/2020 δημοσιεύτηκε Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, βάσει της οποίας οι υπουργοί Άμυνας, Υγείας και Δικαιοσύνης εξέδωσαν στις 12/03/2020 Κοινή Υπουργική Απόφαση σύμφωνα με την οποία από 13/03/2020 ανεστάλησαν όλες οι νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων και άλλων ενεργειών ενώπιον των υπηρεσιών των δικαστηρίων και των εισαγγελιών. Κι αυτό εύλογα, αφού τα δικαστήρια ήταν κλειστά ελέω κοροϊού
Τούτων δοθέντων, ανεστάλη και η προθεσμία για τη δήλωση επιθυμίας συνέχισης της δίωξης κατά τραπεζικών στελεχών για κακουργήματα απιστίας. Η προθεσμία αυτή, όταν επήλθε ο λόγος της αναστολής δεν είχε ακόμη λήξει, αφού ανεστάλη στις 13/03 και έληγε μετά τις 18/03. Οπότε, αυτονόητα, με βάση τις γενικές αρχές της νομικής επιστήμης, θα συνέχιζε να τρέχει κανονικά μετά την άρση των μέτρων κατά της πανδημίας.
Πάρα ταύτα, στις 13/04 δημοσιεύθηκε η ΠΝΠ, η οποία θα κυρωθεί σήμερα. Στο άρθρο 46 της ΠΝΠ, η αναστολή που είχε δοθεί θεωρείται ότι δεν καταλαμβάνει την προθεσμία δηλώσεων επιθυμίας προόδου εκκρεμών ποινικών διαδικασιών. Έτσι, με μια αναδρομική άρση της αναστολής της προθεσμίας, αυτή αφέθηκε να τρέξει από το χρόνο που είχε ανασταλεί και να συμπληρωθεί αυθημερόν, δηλαδή στις 13/03, με αποτέλεσμα η προθεσμία να συμπληρωθεί αναγκαστικά πριν καν προλάβει να συμπληρωθεί το αρχικό τετράμηνο που είχε δοθεί.
Η αιτιολογική έκθεση είναι τουλάχιστον προκλητική, αφού ο νομοθέτης μας λέει ότι: α) στο κρίσιμο διάστημα δεν είχε αρθεί η δυνατότητα υποβολής δηλώσεων επιθυμίας προόδου εκκρεμών διαδικασιών στα δικαστήρια β) ότι έχει δημιουργηθεί αβεβαιότητα, και πως δεν υφίσταται πλέον, από τους δικαιούμενους προς υποβολή εγκλήσεως, η επιθυμία συνέχισης των σχετικών ποινικών διαδικασιών.
Εύλογα συμπεραίνει κανείς πως πρόκειται για πρωτοφανής κοροϊδία, καθώς, από τη μία, τα δικαστήρια ήταν πράγματι κλειστά και δεν μπορούσε να υποβληθεί τέτοια δήλωση. Και από την άλλη, παρουσιάζει την αναγκαστική μη υποβολή δήλωσης επιθυμίας συνέχισης της διαδικασίας ως έλλειψη της ίδιας της επιθυμίας να συνεχιστούν οι διαδικασίες δίωξης. Παράλληλα, γίνεται παραδεκτή η δημιουργία αβεβαιότητας με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για την ευθύνη του δημοσίου έναντι οποιουδήποτε στραφεί εναντίον του και ζητήσει αποζημίωση για στέρηση πρόσβασης στη δικαιοσύνη σύμφωνα με το άρθρο 20 του Συντάγματος.
Αποτέλεσμα όλων αυτών; Οι διοικήσεις των τραπεζών που θα ήθελαν, στην καλύτερη περίπτωση, να υποβάλουν δήλωση συνέχισης της διαδικασίας της δίωξης, έχασαν το σχετικό δικαίωμα. Όμως, κυρίως οι διοικήσεις που μπορεί να μην ήθελαν να υποβάλουν τέτοια δήλωση, βρέθηκαν στη βολική θέση να επικαλούνται ως πρόσχημα την αδυναμία να το κάνουν με ευθύνη του νομοθέτη. Το ίδιο το ελληνικό δημόσιο αντανακλά στους πολίτες εικόνα θεσμικής διαφθοράς στο ανώτατο δυνατό επίπεδο και αδιαφορία για την προστασία των κεφαλαίων που χορηγεί διαχρονικά στις τράπεζες αλλά και αδιαφορία για την τυχόν περαιτέρω ζημία του δημοσίου από καταδικαστικές εναντίον του αποφάσεις σε ελληνικά ή ευρωπαϊκά δικαστήρια.