Σφυρίζουν αδιάφορα για να μη «δώσουν» τον Πέτσα

Σφυρίζουν αδιάφορα για να μη «δώσουν» τον Πέτσα

Την πρόδηλη πλέον προσπάθεια του «επιτελικού κράτους» και προσωπικά του Στέλιου Πέτσα να μην αποκαλυφθούν οι εξόφθαλμες πολιτικές και ποινικές ευθύνες που υπάρχουν για την υπόθεση της διανομής εκατομμυρίων ευρώ δημόσιου χρήματος σε ΜΜΕ και του αποκλεισμού του Documento από τις καμπάνιες «Μένουμε σπίτι» και «Μένουμε ασφαλείς» καταδεικνύει η άρνηση της αρμόδιας αρχής διαφάνειας να μεσολαβήσει, ως οφείλει από τον νόμο, ώστε να παραδοθούν στοιχεία αναφορικά με τα κριτήρια της διανομής του δημόσιου χρήματος μέσω της λίστας Πέτσα.

Με αστήρικτες δικαιολογίες, η ιδρυθείσα από την κυβέρνηση Μητσοτάκη Εθνική Αρχή Διαφάνειας, της οποίας προΐσταται ο Αγγελος Μπίνης, αλλά και η Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης αρνούνται να δώσουν στη δημοσιότητα τα στοιχεία από τα οποία προκύπτουν τα κριτήρια με τα οποία επιλέχθηκαν τα μέσα ενημέρωσης που εισέπραξαν χρήματα από τον κρατικό κορβανά για να προβάλλουν τις διαφημιστικές καμπάνιες για την προστασία από τον κορονοϊό.

Η άρνηση της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας να απαντήσει επί της ουσίας, παρότι αρμόδια, στα συνεχή αιτήματα ομάδας πολιτών, συντηρεί την αδιαφάνεια που είναι πλέον συνώνυμη με το σκάνδαλο της αποκαλούμενης λίστας Πέτσα. Κατόπιν αδιανόητων παλινωδιών και νομικά έωλων απαντήσεων της αρχής ακόμη και στη Βουλή, για την υπόθεση καλείται πλέον να απαντήσει το Διοικητικό Εφετείο, στο οποίο προσέφυγε η ανεξάρτητη μη κερδοσκοπική εταιρεία Vouliwatch που παρακολουθεί τα τεκταινόμενα στο ελληνικό κοινοβούλιο.

Για το σκάνδαλο έχει διαβιβαστεί από τη Δικαιοσύνη στη Βουλή, με τον νόμο περί ευθύνης υπουργών από τον περασμένο Μάιο το σκέλος σχετικής μηνυτήριας αναφοράς 48 προσωπικοτήτων που αφορά τις τυχόν ευθύνες του Στ. Πέτσα και του υφυπουργού Οικονομικών Θεόδωρου Σκυλακάκη, ο οποίος έχει συνυπογράψει την κατάπτυστη λίστα.

Σε εξέλιξη είναι παράλληλα και η έρευνα της οικονομικής εισαγγελίας για το άλλο σκέλος της αναφοράς, δηλαδή για τα φυσικά πρόσωπα που ενδεχομένως εμπλέκονται στο σκάνδαλο και πιθανώς έχουν τελέσει τα αδικήματα της συνέργειας σε απιστία σε βάρος του δημοσίου και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Στο πλαίσιο αυτό, οι υπεύθυνοι της εταιρείας Initiative, η οποία ανέλαβε την ανάπτυξη της εκστρατείας κατά της Covid-19, θα κληθούν να υποβάλουν όλα τα σχετικά στοιχεία, μεταξύ των οποίων και τα κριτήρια αξιολόγησης των Μέσων.

Προκλητική αποφυγή απαντήσεων

Τον Ιούνιο του 2020, μόλις τρεις μήνες μετά τις αποκαλύψεις για τη σκανδαλώδη λίστα Πέτσα από την οποία είχε αποκλειστεί το Documento για λόγους απολύτως εκδικητικούς και κατόπιν πολιτικής απόφασης, όπως σαφώς προκύπτει από σχετικές δηλώσεις του Αδωνη Γεωργιάδη σύμφωνα με τον οποίο «καλά έκανε ο Πέτσας και δεν έδωσε χρήματα στο Documento», το Vouliwatch υπέβαλε επίσημο αίτημα κατάθεσης εγγράφων στη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης. Μέσω αυτού, όπως δικαιούται από τον νόμο και από το σύνταγμα, ζητούσε μεταξύ άλλων να γνωστοποιηθούν και τα «νόμιμα κριτήρια επιλεξιμότητας των ΜΜΕ που επωφελούνται από την κρατική χρηματοδότηση καθώς και η διαδικασία υπολογισμού των ποσών που έλαβε κάθε μέσο ενημέρωσης».

Δεδομένου ότι η αρμόδια Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης αρνήθηκε να απαντήσει εντός του προβλεπόμενου χρονικού πλαισίου των 20 ημερών, το Vouliwatch προσέφυγε στη μοναδική αρμόδια διαμεσολαβήτρια αρχή, δηλαδή την Εθνική Αρχή Διαφάνειας, η οποία με τον νόμο για το «επιτελικό κράτος» ανέλαβε όλες τις αρμοδιότητες του γενικού επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης (ΓΕΔΔ), ο οποίος μέχρι την ανάληψη της διακυβέρνησης από τη ΝΔ είχε την αρμοδιότητα της διαμεσολάβησης μεταξύ της δημόσιας διοίκησης και των πολιτών.

Ωστόσο, και προς έκπληξη όλων, η προσφυγή του Vouliwatch δεν έγινε δεκτή. Προκειμένου μάλιστα η συσταθείσα από τη Νέα Δημοκρατία Εθνική Αρχή Διαφάνειας να αποφύγει να μεσολαβήσει ώστε να γνωστοποιηθούν τα στοιχεία που είχαν ζητηθεί, επικαλέστηκε κενό στον νόμο για το «επιτελικό κράτος». Σύμφωνα με την απάντησή της, η ίδια «δεν έχει αρμοδιότητα εξέτασης των προσφυγών που κατατίθενται ενώπιόν της, καθώς στις διατάξεις του ν. 4622/2019 (σ.σ.: νόμος για το “επιτελικό κράτος”) που τη διέπουν δεν περιλαμβάνεται ρητά η πρόβλεψη του προγενέστερου ν. 3448/2006, σχετικά με τη δυνατότητα άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιoν του (τέως) ΓΕΔΔ». Με άλλα λόγια, η αρχή δεν απέρριψε το αίτημα του Vouliwatch αλλά αρνήθηκε ακόμη και να το εξετάσει, με πρόσχημα ότι ο νέος νόμος για το «επιτελικό κράτος» δεν ανέφερε ρητώς ότι αυτή έχει τη σχετική αρμοδιότητα.

Κάτι τέτοιο ασφαλώς δεν προκύπτει αφού ακόμη και ο νόμος για το «επιτελικό κράτος», τον οποίο επικαλείται η αρχή, αναφέρει ρητώς ότι «από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, καταργούνται οι παρακάτω φορείς (σ.σ.: μεταξύ αυτών και ο ΓΕΔΔ), το σύνολο των αρμοδιοτήτων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των οποίων μεταφέρονται, σύμφωνα με τις ειδικότερες διατάξεις του παρόντος, στην ιδρυόμενη Αρχή, η οποία καθίσταται καθολικός τους διάδοχος». Μάλιστα η Αρχή Διαφάνειας έδωσε την ίδια απάντηση και στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικό ελέγχου. Συγκεκριμένα, όταν τον Οκτώβριο του 2020 κατέθεσαν σχετική ερώτηση 32 βουλευτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης προς τον υπουργό Επικρατείας Γιώργο Γεραπετρίτη, εκείνος, αντί απάντησης και με το επιχείρημα ότι «η κυβέρνηση δεν δύναται να παρέμβει λόγω της ανεξαρτησίας της αρχής», παρέπεμψε στην Εθνική Αρχή Διαφάνειας και στις δικές της έωλες απαντήσεις.

Δεν δημοσιοποιούν στοιχεία με τακτικισμούς

Η καταφανής απόπειρα της κυβέρνησης και της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας να μη δημοσιοποιηθούν τα στοιχεία που πιθανώς πιστοποιούν τις ποινικές ευθύνες του Στ. Πέτσα σχετικά με τη αδιαφανή διανομή εκατομμυρίων ευρώ σε μέσα ενημέρωσης, μέσω της μη απάντησης σε ερωτήματα που σχετίζονται με τη δυσώδη υπόθεση της λίστας Πέτσα, σε οποιοδήποτε κράτος δικαίου –αλλά πάντως όχι στην Ελλάδα– θα έπεφτε στο κενό. Εξάλλου, από την πρώτη άρνηση της αρμόδιας αρχής να δώσει απαντήσεις μέσω φαιδρών υπεκφυγών μέχρι σήμερα έχουν αποσαφηνιστεί πλήρως –μέσω της ενσωμάτωσης σχετικής ευρωπαϊκής οδηγίας– το νομικό καθεστώς και η αρμοδιότητα της αρχής να μεσολαβεί για την επίλυση τέτοιων διαφορών μεταξύ δημόσιας διοίκησης και πολιτών. Σε κάθε περίπτωση και παρά την άρνηση των αρμοδίων να αποκαλύψουν στοιχεία που οφείλουν να δώσουν στη δημοσιότητα, η ομάδα του Vouliwatch επανήλθε με νέο της αίτημα προς τη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης, ζητώντας εκ νέου να της παραδοθούν έγγραφα αναφορικά με τη λίστα Πέτσα.

Ο διοικητής της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας, Α. Μπίνης

 

Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τη σύμβαση που έχει υπογράψει η κυβέρνηση με την ιδιωτική εταιρεία Initiative, στην οποία ανατέθηκε η υλοποίηση της καμπάνιας για την προστασία από τον κορονοϊό, η ανάδοχος ήταν υποχρεωμένη μεταξύ άλλων «να διενεργήσει έλεγχο της εμφάνισης, παρουσίασης ή προβολής/μετάδοσης του ενημερωτικού υλικού από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης» αλλά και «ποιοτικό και ποσοτικό έλεγχο», ο οποίος περιγράφεται στη σύμβαση ως αξιολόγηση των Μέσων. Με άλλα λόγια, από την ίδια τη σύμβαση προκύπτει ότι η Initiative έχει παραδώσει, ή θα έπρεπε να το έχει κάνει, όλα τα στοιχεία από τα οποία προκύπτουν όχι μόνο τα ποσά που μοιράστηκαν και τα Μέσα που τα εισέπραξαν, αλλά και οι λόγοι για τους οποίους αυτά κρίθηκαν κατάλληλα να συμμετάσχουν στην καμπάνια της κυβέρνησης για τον κορονοϊό.

Προσφυγή στη Δικαιοσύνη

Το δεύτερο αυτό αίτημα του Vouliwatch προς τη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης παραπέμφθηκε επίσης στις ελληνικές καλένδες, αφού για δεύτερη φορά σε διάστημα λίγων μηνών δεν δόθηκε η παραμικρή απάντηση. Ακολούθησε νέα προσφυγή στην Εθνική Αρχή Διαφάνειας, η οποία αυτήν τη φορά δεν μπήκε στον κόπο να απαντήσει έστω και ψευδώς ότι δεν είναι δική της αρμοδιότητα η διαμεσολάβηση. Αντιθέτως, επέλεξε επίσης τη σιωπή, αφήνοντας να παρέλθει το χρονικό διάστημα των 20 ημερών εντός του οποίου ήταν υποχρεωμένη να απαντήσει.

Κατόπιν αυτών των εξελίξεων το Vouliwatch, διά του δικηγόρου Αλέξανδρου Κατσαντώνη, κατέθεσε στο Διοικητικό Εφετείο αίτηση ακύρωσης. Εκείνο που πρακτικά ζητείται από τη Δικαιοσύνη να αποφασίσει είναι αν ορθώς η Εθνική Αρχή Διαφάνειας αρνείται έστω και να απαντήσει αλλά επιλέγει τη σιωπή μέσω της λεγόμενης σιωπηρής απόρριψης του κατατεθέντος αιτήματος. Η σχετική συζήτηση στο δικαστήριο έγινε την περασμένη Πέμπτη, 21 Οκτωβρίου, και η απόφαση αναμένεται να εκδοθεί μέσα στους επόμενους μήνες.

Είναι πάντως ενδιαφέρον, όπως πληροφορείται το Documento, ότι στις έγγραφες απόψεις που κατέθεσαν προ της συζήτησης οι συνήγοροι της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας δεν επιχειρούν να απαντήσουν επί της ουσίας, αλλά υποστηρίζουν ότι το Vouliwatch δεν έχει δικαίωμα να λάβει γνώση των εγγράφων. Δηλαδή, αμφισβητούν το έννομο συμφέρον μιας ομάδας πολιτών να γνωρίζει τα κριτήρια με τα οποία αποφασίστηκε η διάθεση περίπου 20 εκατ. ευρώ κρατικού χρήματος σε μέσα ενημέρωσης.

Τι λέει ο Αγγελος Μπίνης

Η αρμοδιότητα εξέτασης ενδικοφανών προσφυγών κατά απορριπτικών αποφάσεων ή παράλειψης έκδοσης αυτών για τη χορήγηση εγγράφων προς περαιτέρω χρήση δόθηκε ρητά στην Εθνική Αρχή Διαφάνειας στις 23.9.2020 με το άρθρο 62 παρ. 4 του νόμου 4727/2020. Επομένως κατά το χρονικό σημείο άσκησης της πρώτης προσφυγής της Vouliwatch, πριν από την υιοθέτηση της παραπάνω διάταξης, η ΕΑΔ δεν ήταν αρμόδια για την εξέταση αυτών των προσφυγών. Η Εθνική Αρχή Διαφάνειας δεν απάντησε στη δεύτερη προσφυγή της Vouliwatch γιατί λόγω της νομικής φύσης του αιτήματος και του μεγάλου αριθμού των εμπλεκόμενων φορέων των οποίων ζητήθηκε η συνδρομή εξέπνευσε η σχετική προθεσμία και η Vouliwatch κατέθεσε, ως είχε δικαίωμα, την προσφυγή της προτού της αποσταλεί η απάντηση της αρχής. Σε κάθε περίπτωση, στις απαντήσεις που έχουν δοθεί στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου έχουν ήδη δημοσιευτεί πολλά στοιχεία που απαντούν στα τεθέντα ερωτήματα.

 

 

Ετικέτες

Documento Newsletter