«Οι μεταδικτατορικές δημοκρατικές – κοινωνικές κατακτήσεις δεν αποτελούν παραχωρήσεις των κυβερνήσεων της ‘μεταπολίτευσης’, αλλά είναι καρπός παρατεταμένων κοινωνικών αγώνων», τονίζει ο Σύνδεσμος Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αγωνιστών 1967-1974 (ΣΦΕΑ). «Είναι ο λεγόμενος ‘δικαιωματισμός’, όπως απαξιωτικά τον ονομάζουν οι σημερινοί κυβερνώντες, οι οποίοι καθημερινά καταργούν εν ψυχρώ ιστορικές αλλαγές, -όπως η Δημόσια Δωρεά Παιδεία, που καθιερώθηκε πριν ακριβώς 60 χρόνια, χάρη στους αγώνες του 114 και του 15% για την Παιδεία-, ή εμπορευματοποιούν το αναιμικό ΕΣΥ».
Από το χουντικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου έχουν περάσει 57 χρόνια, αλλά ούτε οι πληγές έχουν κλείσει ούτε οι κίνδυνοι έχουν εξαφανιστεί.
«Η άρνηση να αντιμετωπίσει κανείς με ειλικρίνεια τη σκοτεινή πλευρά της δικής του ιστορίας, στο όνομα της ‘εθνικής συνοχής’ και της ‘επούλωσης των πληγών’, επιτείνει τον ιστορικό αναλφαβητισμό, ιδιαίτερα της νέας γενιάς. Καθώς δίνει τη μάχη για το μέλλον, είναι υποχρεωμένη να ‘πατάει’ στο έδαφος της ιστορικής αλήθειας και όχι σε όσα της σερβίρουν οι θεωρητικοί του ιστορικού αναθεωρητισμού και όλα τα ακροδεξιά μορφώματα, που υποδαυλίζουν τον εθνικισμό, την ξενοφοβία, το ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία», επισημαίνει ο ΣΦΕΑ.
Ολόκληρη η ανακοίνωση του ΣΦΕΑ
«ΟΧΙ ΣΤΟΝ ΦΑΣΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ!
‘Πας κυκλοφορών μετά την δύσιν του ηλίου, θα πυροβολείται άνευ προειδοποιήσεως’
Με αυτό το ανατριχιαστικό ραδιοφωνικό μήνυμα ξημέρωσε, πριν 57 χρόνια, η αποφράδα 21η Απριλίου 1967. Και η χούντα πραγματοποίησε την απειλή της να ‘πυροβολεί άνευ προειδοποιήσεως’, εκτελώντας εν ψυχρώ, ήδη πριν την απαγόρευση της κυκλοφορίας: την 24χρονη Μαρία Καλαβρού, τον 15χρονο Βασίλη Πεσλή. τον Μακρονησιώτη αντιστασιακό, Παναγιώτη Ελή. Οι θύτες-αξιωματικοί του στρατού πήραν και προαγωγή! Η ‘αναίμακτος’, κατά τους κομπασμούς των δικτατόρων, ‘εθνοσωτήριος επανάστασις’ ευθύνεται για 247 κατονομασμένες περιπτώσεις θανάτων.
Οι συλληφθέντες την πρώτη μέρα του πραξικοπήματος ανήλθαν σε όλη τη χώρα σε 8.270, άνδρες και γυναίκες. Στη συνέχεια οι 6.118 εξορίστηκαν στη Γυάρο και τη Λέρο. Από τη Βόρεια Ελλάδα εκτοπίστηκαν 1.467 άτομα, από τα οποία τα 500 περίπου προέρχονταν από τον Ν. Θεσσαλονίκης. Πολλοί από τους συλληφθέντες ήταν άρρωστοι και υπερήλικες, ενώ, αρκετοί που κρατήθηκαν σε αστυνομικά τμήματα, κακοποιήθηκαν άγρια.
Παραμένουν επίσης, 57 χρόνια μετά, ‘αταυτοποίητοι’ 16 νεκροί της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και στην αφάνεια οι στρατιωτικοί και οι στρατιώτες που έχασαν τη ζωή τους ή τραυματίστηκαν, καθώς αντέδρασαν στο πραξικόπημα, αλλά και κατά το ‘βασιλικό πραξικόπημα-οπερέτα’ της 13ης Δεκεμβρίου 1967.
57 χρόνια μετά, τιμάμε την ιερή μνήμη των αγωνιστών και αγωνιστριών της αντιδικτατορικής αντίστασης που έπεσαν στο δίκαιο αγώνα, όσους και όσες χάσαμε πρόωρα από τα ανεπούλωτα τραύματα και τις κακουχίες της φυλακής και της εξορίας, αλλά και πρόσφατα, σε άνιση μάχη κι αγώνα, με ανήκεστα νοσήματα. Ο Σύνδεσμός μας εκφράζει τα ειλικρινή συλλυπητήριά του προς τις οικογένειές τους για την απώλειά τους.
Η δικτατορία δεν ήταν ‘κεραυνός εν αιθρία’ ή απλώς ‘η ανταρσία μιας ομάδας επίορκων αξιωματικών’. Αντίθετα, το καθεστώς των νικητών του εμφυλίου πολέμου (Παλάτι-Στρατός) ζέσταινε στον κόρφο του το ‘αυγό του φιδιού’ και λειτούργησε, τελικά, ως εκκολαπτική μηχανή της Χούντας. Μάλιστα το Σύνταγμα του 1952 προέβλεπε στο άρθρο 91 την επιβολή ‘καταστάσεως πολιορκίας’, δηλ. δικτατορίας με κοινοβουλευτικό μανδύα(!). Έτσι, ‘μετά τα Ιουλιανά του 1965, ο διάχυτος φόβος των κυρίαρχων τάξεων τις έκανε αντικειμενικά πρόθυμες να αποδεχτούν την αντικατάσταση του κοινοβουλευτικού καθεστώτος από ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης’, έγραψε ο αείμνηστος Αριστόβουλος Μάνεσης.
Το «πράσινο φως» για το πραξικόπημα άναψε στην Ουάσιγκτον το Φλεβάρη του 1967, καθώς η χώρα μας αποτέλεσε πειραματικό εργαστήρι του ‘Ψυχρού Πολέμου’ και προγεφύρωμα στρατηγικής σημασίας για τον έλεγχο των πετρελαίων της Μ. Ανατολής και την καταστολή των αντιιμπεριαλιστικών αραβικών κινημάτων. Οι ΗΠΑ δεν τηρούσαν απλώς ‘μια στάση ανοχής προς τους δικτάτορες’, όπως εξακολουθούν να γράφουν τα σχολικά βιβλία Ιστορίας. Ή ότι τάχα ‘αιφνιδιάστηκαν’ από το πραξικόπημα, όταν μόνο στο διάστημα από 19 Ιουνίου 1965 έως 23 Ιανουαρίου 1967 είχαν υποβληθεί από τη CIA τουλάχιστον 15 αναφορές για τη ‘δεξιά συνωμοτική ομάδα μέσα στο στρατό’ -όπως την χαρακτηρίζουν- με επώνυμες μάλιστα αναφορές στους πραξικοπηματίες και με την επισήμανση ότι ‘είχαν επαφή με τα ανάκτορα’. Αντίθετα, οι τότε κυβερνήσεις των ΗΠΑ συνέβαλαν με κάθε τρόπο στην επιβίωση του τυραννικού καθεστώτος.
Η δικτατορία ποτέ δεν κατάφερε να αποκτήσει λαϊκή βάση, γιατί ήταν ένα βάρβαρο, καταπιεστικό καθεστώς. Όταν άρχισε να στερεύει ο ‘Πακτωλός’ των αμερικάνικων δολαρίων, εξαιτίας της διεθνούς οικονομικής κρίσης το 1971, η Χούντα, για να διατηρήσει την αρπάγη της στην εξουσία, αποπειράθηκε να μεταμφιεστεί, να ‘πολιτικοποιηθεί’ με τη δοτή κυβέρνηση Μαρκεζίνη. Ήδη, όμως, είχε αρχίσει η ανοιχτή αμφισβήτησή της με την κατάληψη της Νομικής τον Φλεβάρη-Μάρτη του 1973 και το Κίνημα του Ναυτικού, με την ανταρσία του αντιτορπιλικού ‘ΒΕΛΟΣ’ τον Μάιο του 1973, που αποτέλεσε σημαντικό πλήγμα για το δικτατορικό καθεστώς, σηματοδοτώντας την αρχή του τέλους του.
Εκεί, όπου είχαν ‘σκάψει’ οι αντιδικτατορικές οργανώσεις, βλάστησε ένα ανατρεπτικό νεολαιίστικο κίνημα, που ενσωμάτωνε τις καλύτερες αγωνιστικές παραδόσεις του λαού μας και εμπνεόταν από το διεθνές κίνημα αμφισβήτησης των νέων. Ήταν η γενιά της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Πνίγοντας στο αίμα την εξέγερση, η Χούντα δεν απέφυγε το μοιραίο. Αντίθετα επιτάχυνε την πτώση της με την ανατροπή του προέδρου Μακάριου, που οδήγησε στην κατοχή και διχοτόμηση της Κύπρου.
Το κενό εξουσίας που προέκυψε με την πτώση της Χούντας, καλύφθηκε με έναν παρασκηνιακό συμβιβασμό των αμερικανο-ΝΑΤΟικών ηγετικών κύκλων και των συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων της χώρας – γεγονός που δεν ικανοποιούσε τη λαϊκή απαίτηση για ριζικές πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές.
Έτσι, όχι μόνο δεν ‘έδωσαν τη Χούντα στο λαό’, αλλά και μετέτρεψαν τα διαρκή εγκλήματά της σε ‘στιγμιαία’ παραπτώματα και τις 100 και πλέον εμπρόθεσμες μηνύσεις εναντίον βασανιστών σε ‘εκπρόθεσμες’(!). Ωστόσο, το 1974 δεν σήμανε απλώς την ‘αποκατάσταση’ της μετεμφυλιακής ‘καχεκτικής’ δημοκρατίας αλλά και την ιδεολογική χρεωκοπία της διχαστικής ‘εθνικοφροσύνης’.
Οι μεταδικτατορικές δημοκρατικές – κοινωνικές κατακτήσεις δεν αποτελούν παραχωρήσεις των κυβερνήσεων της ‘μεταπολίτευσης’, αλλά είναι καρπός παρατεταμένων κοινωνικών αγώνων. Είναι ο λεγόμενος ‘δικαιωματισμός’, όπως απαξιωτικά τον ονομάζουν οι σημερινοί κυβερνώντες, οι οποίοι καθημερινά καταργούν εν ψυχρώ ιστορικές αλλαγές, -όπως η Δημόσια Δωρεά Παιδεία, που καθιερώθηκε πριν ακριβώς 60 χρόνια, χάρη στους αγώνες του 114 και του 15% για την Παιδεία-, ή εμπορευματοποιούν το αναιμικό ΕΣΥ.
Το χειρότερο, ως ‘πρόθυμοι και δεδομένοι σύμμαχοι’, όπως καμαρώνουν, συμμετέχουν ενεργά στην στρατιωτικοποίηση της Ε.Ε. και στις πολεμικές επιχειρήσεις της ανίερης, ψυχροπολεμικής συμμαχίας του ΝΑΤΟ, αντί να αναγνωρίσουν το δικαίωμα στον Παλαιστινιακό λαό να έχει το δικό του κράτος, όπως αποφάσισε ομόφωνα και η ολομέλεια της Βουλής στις 22 / 12 / 2015.
Η άρνηση να αντιμετωπίσει κανείς με ειλικρίνεια τη σκοτεινή πλευρά της δικής του ιστορίας, στο όνομα της ‘εθνικής συνοχής’ και της ‘επούλωσης των πληγών’, επιτείνει τον ιστορικό αναλφαβητισμό, ιδιαίτερα της νέας γενιάς. Καθώς δίνει τη μάχη για το μέλλον, είναι υποχρεωμένη να ‘πατάει’ στο έδαφος της ιστορικής αλήθειας και όχι σε όσα της σερβίρουν οι θεωρητικοί του ιστορικού αναθεωρητισμού και όλα τα ακροδεξιά μορφώματα, που υποδαυλίζουν τον εθνικισμό, την ξενοφοβία, το ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία.
Αν ΄ο αγώνας της μνήμης εναντίον της λήθης δεν είναι παρά ο αγώνας της ελευθερίας εναντίον της τυραννίας’, τότε οποιαδήποτε αναφορά στον Αντιδικτατορικό Αγώνα αποκτά νόημα, στο βαθμό που αναδεικνύει την αντίσταση και την αγωνιστική-συνειδητή στάση ζωής, σε κινητήρια δύναμη της Ιστορίας».