Λόμπινγκ μέχρι τέλους. Τον στόχο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να προχωρήσει στο ιδιαιτέρως φιλόδοξο σχέδιο της μεγάλης μείωσης φυτοφαρμάκων μποϊκοτάρει με κάθε τρόπο το λόμπι των αγροχημικών πολυεθνικών. Και το κάνει με όποιον τρόπο μπορεί. Στη φαρέτρα των μεγάλων πολυεθνικών, σύμφωνα με μελέτη του Παρατηρητηρίου της Ευρώπης των Πολυεθνικών που δόθηκε κατ’ αποκλειστικότητα για την Ελλάδα στο Documento. έχουν μπει μεταξύ άλλων μελέτες που χρηματοδοτεί η ίδια και εκπονούνται από πανεπιστήμια και δημόσιους φορείς προκειμένου να αντικρούσουν τους στόχους της επιτροπής. Σε αυτό το πλαίσιο η βιομηχανία χρηματοδοτεί συνέδρια που διοργανώνονται από μεγάλα ευρωπαϊκά ΜΜΕ, στα οποία προβάλλονται μόνο τα συμφέροντά της.
Συμφέροντα τα οποία στοχεύουν στη μη μείωση των επικίνδυνων – αλλά επικερδών για τη βιομηχανία– φυτοφαρμάκων, ασχέτως αν προκαλούν μια οικολογική καταστροφή που θέτει σε κίνδυνο την ακεραιότητα ζωντανών συστημάτων. Φυσικά, το λόμπι των πολυεθνικών δεν πολεμάει μόνο του. Έχει συμμάχους κάποιες χώρες της ΕΕ. Μια εκ των οποίων και η Ελλάδα, που ζητά μεταξύ άλλων να μην υιοθετηθούν από την Κομισιόν οι στόχοι για μείωση της χρήσης φυτοφαρμάκων ούτε να επιβληθεί υψηλότερη φορολόγηση στη χρήση των πλέον επικίνδυνων φυτοφαρμάκων. Φαίνεται ότι για την Ελλάδα τα συμφέροντα των πολυεθνικών είναι πιο σημαντικά από την υγεία των πολιτών και τη διατήρηση της βιοποικιλότητας.
Μείωση 50% της εξάρτησης από τα φυτοφάρμακα
Αυτό που έχει ανακοινωθεί είναι ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στοχεύει να μειώσει την εξάρτηση από τα φυτοφάρμακα κατά τουλάχιστον 50% έως το 2030. Πρόκειται για έναν από τους τέσσερις στόχους που έχουν τεθεί από την Κομισιόν στο πλαίσιο των στρατηγικών «Από τη φάρμα στο πιρούνι», μέρος της Πράσινης Συμφωνίας της ΕΕ που δημοσιεύτηκε τον Μάιο του 2020. Μέρος των επίμαχων στόχων αποτελεί και η αύξηση της οργανικής παραγωγής κατά 25% έως το 2030 προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της μείωσης των φυτοφαρμάκων.
Η επιτροπή στοχεύει παράλληλα στη μείωση κατά 50% του κινδύνου της χρήσης φυτοφαρμάκων μέσω της αντικατάστασης των πλέον τοξικών με λιγότερο επιβλαβή. Σύμφωνα με το Παρατηρητήριο της Ευρώπης των Πολυεθνικών, «τα φυτοφάρμακα αποτελούν κύρια αιτία της δραματικής μείωσης της βιοποικιλότητας, μια οικολογική καταστροφή που είναι μακράν σε πιο προχωρημένο επίπεδο από την κλιματική κρίση, θέτοντας σε κίνδυνο την ακεραιότητα των ζωντανών συστημάτων».
Είναι αξιοσημείωτο ότι όπως σημειώνεται σε μελέτη του ερευνητικού ινστιτούτου Le Basic: «Τα κόστη που σχετίζονται με τον αντίκτυπο της χρήσης φυτοφαρμάκων στην Ευρώπη σε ό,τι αφορά την ανθρώπινη υγεία, την ποιότητα νερού, το έδαφος και τελικά την παραγωγή τροφίμων –κόστη που βαρύνουν την κοινωνία μέσω των δημόσιων δαπανών– είναι πολύ υψηλότερα συγκριτικά με τα καθαρά κέρδη του κλάδου φυτοφαρμάκων».
«Πωλήσεις 53 δισ. ευρώ»
Η αντίδραση ενάντια στη χρήση φυτοφαρμάκων από εκατοντάδες οργανώσεις και εκατομμύρια Ευρωπαίους πολίτες προκάλεσε την αντίστοιχη μεγέθυνση του λόμπινγκ εκ μέρους των γιγάντων φυτοφαρμάκων, συμπεριλαμβανομένων των Bayer-Monsanto, BASF και Corteva (Dow-Dupont). «Οι πωλήσεις φυτοφαρμάκων παγκοσμίως έχουν διπλασιαστεί τα τελευταία είκοσι χρόνια και έπειτα από μια σειρά μεγάλων συγχωνεύσεων αυτές οι τέσσερις εταιρείες κατέχουν τώρα περίπου τα δύο τρίτα αυτής της αγοράς, που αξίζει σχεδόν 53 δισ. ευρώ».
Μολονότι η βιομηχανία φυτοφαρμάκων εμφανίζεται να υποστηρίζει την Πράσινη Συμφωνία της ΕΕ και τις στρατηγικές «Από τη φάρμα στο πιρούνι», στην πραγματικότητα «αντιτίθεται στη δεσμευτική νομοθεσία προκειμένου αυτοί να επιτευχθούν». Στόχος της είναι η όποια μείωση της χρήσης φυτοφαρμάκων να ορίζεται από κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ ξεχωριστά και όχι σε συλλογικό επίπεδο.
«Δικαιολογία ακόμη και ο πόλεμος στην Ουκρανία»
Η τεράστια και αμφιλεγόμενη πολυεθνική Bayer δηλώνει ότι η προσοχή πρέπει να δοθεί «στη μείωση του περιβαλλοντικού αντίκτυπου». Οπως όμως επισημαίνει το Παρατηρητήριο, «ακούγεται ωραίο, αλλά εταιρείες όπως η Bayer δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται σοβαρά για τη μείωση του ρίσκου των φυτοφαρμάκων. Για παράδειγμα, η Bayer και η Syngenta μήνυσαν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την απαγόρευση τριών φυτοφαρμάκων που σκοτώνουν επικονιαστές και αποκομίζουν σχεδόν το ένα τρίτο των κερδών τους από εξαιρετικά επικίνδυνα φυτοφάρμακα (HHPs)».
Ενδεικτικό της αναλγησίας του λόμπι είναι ότι ακόμη και η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία «εκλήφθηκε ως ευκαιρία» από το μεγάλο αγροτικό λόμπι FNSEA, «ως δικαιολογία για να καλέσουν σε επανεξέταση τη στρατηγική της ΕΕ “Από τη φάρμα στο πιρούνι”, την οποία ονόμασε “στρατηγική αποανάπτυξης”».
«Τρομακτικές μελέτες»
Προκειμένου το λόμπι των πολυεθνικών να επιτύχει τους στόχους του ακολουθεί μια σειρά πρακτικών. Μια από αυτές είναι η εκπόνηση «τρομακτικών» μελετών από πανεπιστήμια και δημόσιους φορείς που χρηματοδοτούνται από τη βιομηχανία και ωραιοποιούν την πραγματικότητα αναφορικά με τη χρήση επικίνδυνων φυτοφαρμάκων. Σε αρκετές περιπτώσεις αυτές οι μελέτες «υπερτονίζουν τον αρνητικό οικονομικό αντίκτυπο –που περιττό να πούμε ότι είναι πολύ ευκολότερο να μετρηθεί συγκριτικά με την υγεία ή άλλα περιβαλλοντικά οφέλη– και συχνά αποκλείουν τα έμμεσα κόστη (για τα δημόσια συστήματα υγείας, την έλλειψη επικονιαστών στη γεωργία και τις μολυσμένες υδάτινες οδούς)».
Ενώ λοιπόν το λόμπι καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να θέσει πιο «ρεαλιστικούς στόχους», έχει ήδη οργανώσει και χρηματοδοτήσει πέντε «μελέτες επιπτώσεων» ως «πυρομαχικά προκειμένου να υπονομεύσει τη στρατηγική της ΕΕ “Από τη φάρμα στο πιρούνι”, ενώ μια έκτη έρχεται από το υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ. Τρεις από αυτές τις μελέτες πληρώθηκαν από τη βιομηχανία αλλά εκπονήθηκαν από πανεπιστήμια».
Επειτα από σχετικό ερώτημα που δέχτηκε από το παρατηρητήριο το Πανεπιστήμιο του Βαγκενίνγκεν, το οποίο διεξήγαγε μια από τις επίμαχες μελέτες, δήλωσε μεταξύ άλλων ότι «ο τρόπος που οι πελάτες μας χρησιμοποιούν τα αποτελέσματα σε λόμπινγκ για το δικό τους συμφέρον είναι πέρα από τα όρια της επιρροής μας». Οπως όμως επισημαίνει το παρατηρητήριο: «Αυτοί που έχουν τους οικονομικούς πόρους να προχωρήσουν σε τέτοιες αναθέσεις σε ένα πανεπιστήμιο αποφασίζουν για το πεδίο εφαρμογής που είναι πιο βολικό, οδηγώντας σε μερική εικόνα». Οι έξι «μελέτες επιπτώσεων» χρησιμοποίησαν «μοντέλα που δεν προορίζονται γι’ αυτό τον σκοπό και απέτυχαν να λάβουν υπόψη κρίσιμες παραμέτρους…». Επιπλέον, πολλές από αυτές τις μελέτες προωθούν τις πλέον επικερδείς αλλά αμφιλεγόμενες «λύσεις» της βιομηχανίας, όπως η απορρύθμιση των γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών.
«ΜΜΕ καλύπτουν τις ανάγκες του εταιρικού λόμπι»
Ακόμη μια πρακτική των πολυεθνικών είναι η διεξαγωγή πληθώρας εκδηλώσεων, όπου μεταξύ άλλων παρουσιάζονται αυτές οι μελέτες. Δυο εξ αυτών οργανώθηκαν από το Euractiv και χρηματοδοτήθηκαν από ομάδες λόμπι. Αυτές οι εκδηλώσεις του Euractiv, σύμφωνα με το παρατηρητήριο, «διαδραματίζουν οργανικό ρόλο στη στρατηγική λόμπι της βιομηχανίας φυτοφαρμάκων».
Το Euractiv έπειτα από σχετικό ερώτημα που δέχτηκε από το παρατηρητήριο απάντησε ότι «σε αντίθεση με ό,τι υπαινίσσεστε, είναι σημαντικό για εμάς, τους πανελίστες και τους θεατές μας, οι δημόσιες συζητήσεις μας να είναι ισορροπημένες και εποικοδομητικές…». Σύμφωνα με το παρατηρητήριο όμως, «οι δυο εκδηλώσεις που διοργανώθηκαν από το Euractiv στις 12 και 14 Οκτωβρίου δεν ήταν ακριβώς “ισορροπημένες”. Στις 12 Οκτωβρίου και οι τρεις ομιλητές ήταν συγγραφείς των μελετών που χρησιμοποιήθηκαν από τη βιομηχανία προκειμένου να αντιπαλέψουν τη στρατηγική “Από τη φάρμα στο πιρούνι”».
Το Euractiv δεν είναι το μόνο Μέσο που «καλύπτει τις ανάγκες των εταιρικών λόμπι. Η είσοδος το 2021 της Bayer στο μητρώο διαφάνειας λόμπινγκ της ΕΕ έδειξε μια δαπάνη για το Politico ύψους 300.000 – 390.000 ευρώ. Τον Σεπτέμβριο του 2021, για παράδειγμα, μια συλλογή ειδήσεων του Politico για την αγροκαλλιέργεια και τα τρόφιμα, που “παρουσιάστηκε από την Bayer”, παρουσίασε τα “αυξανόμενα στοιχεία” ενάντια στο “Από τη φάρμα στο πιρούνι”…».
«Η αμερικανική κυβέρνηση στο κρεβάτι με τη βιομηχανία»
Ο στόχος της ΕΕ να προχωρήσει στη μείωση της χρήσης των φυτοφαρμάκων έχει και παράπλευρες επιπτώσεις: την πρόκληση «ισχυρής αντίδρασης από τις ΗΠΑ, που υποστηρίζουν τη βιομηχανοποιημένη αγροκαλλιέργεια». Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με κυβερνητικά e-mails που επικαλείται το παρατηρητήριο: «Η Bayer και η CropLife America συνεργάστηκαν στενά με αξιωματούχους των ΗΠΑ προκειμένου να πιέσουν το Μεξικό να αποσύρει την επιδιωκόμενη απαγόρευση στη γλυφοσάτη, το περιβόητο ζιζανιοκτόνο της Bayer».
Σε αυτό το πλαίσιο, σε ό,τι αφορά «πολυμερείς εμπορικούς χώρους (όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου) οι ΗΠΑ είναι πάντα παρούσες να ασκήσουν αντίθετη πίεση στην ΕΕ». Ετσι, «όσο η ΕΕ δεν προχωρά στην απαγόρευση εισαγωγών που εμπεριέχουν τέτοια φυτοφάρμακα, η βιομηχανία θα έχει τον χρόνο να ισχυροποιεί τη θέση της, για παράδειγμα μέσω του λόμπι ξένων κυβερνήσεων προκειμένου να υιοθετήσουν εχθρική προσέγγιση σε κάθε πρωτοβουλία της ΕΕ που στοχεύει σε αυτή την κατεύθυνση».
Η βιομηχανία δεν σταματάει εκεί. Στη φαρέτρα των σχεδιασμών της είναι και η πρόταση ανεφάρμοστων μέτρων. Για παράδειγμα, η CropLife έχει προτείνει έξι εθελοντικές δεσμεύσεις μέχρι το 2030, που μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν την επένδυση 10 δισ. ευρώ στην ψηφιακή και καινοτόμα γεωργία και άλλων 4 δισ. ευρώ σε βιοπαρασιτοκτόνα. Σύμφωνα με το παρατηρητήριο όμως, «αυτές οι δεσμεύσεις είναι εθελοντικές και μπορεί να μην υλοποιηθούν», ενώ «υπάρχουν μεγάλες ανησυχίες ότι τα ψηφιακά εργαλεία θα είναι πολύ ακριβά για πολλούς αγρότες και θα αυξηθεί ο εταιρικός έλεγχος στις μεθόδους παραγωγής τους».
Σύμμαχος του λόμπι η Ελλάδα
Στις αρχές του περασμένου Φεβρουαρίου διέρρευσε ένα έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με το οποίο τέθηκαν τρεις επιλογές που εξετάζονταν για την αναμόρφωση της οδηγίας για τη βιώσιμη χρήση (SUD). Η επιλογή που προέκρινε περισσότερο η Επιτροπή ήταν να «κατέβει στο 50% ο δεσμευτικός στόχος για το επίπεδο της ΕΕ, ενώ τα κράτη-μέλη να θέσουν τους δικούς τους εθνικούς στόχους μείωσης με ετήσια έκθεση». Ομως το PAN Europe, δίκτυο ευρωπαϊκών ΜΚΟ, έκανε λόγο για έλλειψη φιλοδοξίας, αφού με αυτό τον τρόπο δίνεται η δυνατότητα στα κράτη-μέλη «να εκτροχιάσουν τους στόχους της Πράσινης Συμφωνίας».
Οπως κι έγινε και από την Ελλάδα. Σύμφωνα με έγγραφα που επικαλείται το παρατηρητήριο, «Φινλανδία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Κροατία και Σλοβενία πίεσαν κατά των νομικά δεσμευτικών στόχων για τα φυτοφάρμακα κατά τη διάρκεια συναντήσεων με την επιτροπή».
Η αρνητική στάση της Ελλάδας δεν σταμάτησε εκεί: «Η Τσεχική Δημοκρατία, η Ουγγαρία, η Πολωνία και η Σλοβακία προειδοποίησαν τη Γενική Διεύθυνση Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για “υπερφιλόδοξους στόχους μείωσης” που θα μπορούσαν να μειώσουν τη γεωργική παραγωγή της ΕΕ, ζητώντας “ολιστική και συνδυαζόμενη” αξιολόγηση αντίκτυπου – ένας καθρέφτης των απαιτήσεων της βιομηχανίας. Η Ελλάδα και η Ολλανδία απηχούν αυτό το κάλεσμα».
Η Ελλάδα ήταν παράλληλα μεταξύ των λιγοστών χωρών που ζήτησαν να μην αυξηθεί η φορολόγηση των επικίνδυνων φυτοφαρμάκων: «Ιρλανδία, Ουγγαρία, Κύπρος, Ελλάδα και Πορτογαλία είπαν επίσης στην Επιτροπή ότι αντιτίθενται στην υψηλότερη φορολογία των πιο επικίνδυνων φυτοφαρμάκων, λέγοντας για παράδειγμα ότι η φορολογία θα πρέπει να παραμείνει σε εθνικό επίπεδο ή ότι αυτή θα προωθούσε την παράνομη χρήση τους».