Οι κοινωνιολόγοι του μέλλοντος θα πρέπει να ασχοληθούν με ένα πολύ σοβαρό για την επιστήμη τους θέμα.
Πώς τόσοι αντικρατιστές και τόσοι θιασώτες της ελεύθερης αγοράς και του περίφημου «laissez faire» μόλις η ΝΔ έγινε κυβέρνηση και ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρωθυπουργός έσπευσαν να βρουν θαλπωρή (λέγε με «μισθό» ή «κρατική διαφήμιση») στην αγκαλιά του κράτους;
Το ερώτημα πολιτικά και οικονομικά έχει απαντηθεί. Κοινωνιολογικά όμως παραμένει αναπάντητο το γιατί και πώς ένας ολόκληρος λαός δεν αντιλήφθηκε εγκαίρως το μέγεθος της κοροϊδίας. Δεν αντιλήφθηκε ότι ένα πολιτικοοικονομικό κατεστημένο που ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τη χρεοκοπία του πριν από δέκα χρόνια επέστρεψε παίρνοντας εκδίκηση αφενός για την άνοδο ενός μικρού κόμματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην εξουσία (πανευρωπαϊκό φαινόμενο, όπως πανευρωπαϊκό φαινόμενο ήταν και η έκταση της διαφθοράς και της διαπλοκής στη χώρα), αφετέρου για το καθολικό και διαπαραταξιακό «όχι» του ελληνικού λαού στο δημοψήφισμα του καλοκαιριού του 2015. Εκείνη η σφαλιάρα του 62% δεν θα ξεχαστεί ποτέ από την πολιτική και οικονομική ελίτ του τόπου, η οποία διαπίστωσε έντρομη ότι τα θερινά ανάκτορα που έχτιζε δεκαετίες τώρα δεν ήταν απόρθητο κάστρο αλλά ξέφραγο αμπέλι στις διαθέσεις της μικρομεσαίας τάξης και των φτωχοποιημένων στρωμάτων της χώρας.
Επί του παρόντος η δεξιά πολυκατοικία έχει σοβαρότερα προβλήματα να ασχοληθεί, αν και εφόσον έχει αντιληφθεί το μέγεθος του κινδύνου.
Ο ημεδαπός Μπερλουσκόνι την περασμένη Τετάρτη το μεσημέρι έδειξε τα δόντια του ακονισμένα στις πολιτικές του φιλοδοξίες. Και κυρίως έδειξε ότι ο ίδιος ή οι συμβουλάτορές του είναι συνδεδεμένοι με το θυμικό των παραπάνω στρωμάτων και αντιλαμβάνονται άριστα τα βαρίδια (λέγε με «εξυπηρετήσεις») της παράταξης και του Κυριάκου Μητσοτάκη. Σε αυτά άλλωστε θα πατήσουν για να φτάσουν εκεί που θέλουν.