Σε δικογραφία από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου οδήγησαν οι αποκαλύψεις του Documento για Σημίτη, Χρυσοχοΐδη και Παπαντωνίου, όσον αφορά στα εξοπλιστικά_x000D_
και την προμήθεια του συστήματος ασφαλείας των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004
Αντικείμενο της έρευνας που ανατέθηκε στην Εισαγγελία Διαφθοράς είναι οι καταγγελίες του πρώην συμβούλου της εταιρείας όπλων Thales Engineering & Consulting, Μισέλ Ζοσεράν, ο οποίος σε κατάθεση του αναφερόμενος στους λόγους για τους οποίους η εταιρεί έχασε το έργο της ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 από την αμερικανική SAIC, είχε αναφερθεί σε «”χρηματισμό” του τότε Πρωθυπουργού αλλά και του Υπουργού Δημοσίας Τάξης», δείχνοντας τον Κώστα Σημίτη και τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη.
Στην παραγγελία της η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ζητά να διερευνηθούν όλα όσα αναφέρονται στα δημοσιεύματα σύμφωνα με τα οποία η ελληνική Δικαιοσύνη έχει στα χέρια της από το 2006 την κατάθεση ενώπιον των Γαλλικών εισαγγελικών αρχών του Μισέλ Ζοσεράν, πρώην προέδρου της Thales Engineering & Consulting, η οποία είχε κερδίσει η σύμβαση για τις φρεγάτες.
Σ΄ αυτήν ο Ζοσεράν κατήγγειλε πρακτικές διαφθοράς από την εταιρία του με αποτέλεσμα να ξεκινήσει δικαστική έρευνα.
Πέραν όμως των καταγγελιών και πληροφοριών που μετέφερε για «παράνομες πληρωμές στον Υπουργό Άμυνας για τις φρεγάτες» (δηλαδή για τον Γιάννο Παπαντωνίου) προχωρούσε ακόμα παραπέρα λέγοντας ότι ο πρόεδρος της ελληνικής εταιρίας που αντιπροσώπευε την Thales, ο Λ. Ρωμανός, του είχε αποκαλύψει πως είχαν χάσει τη σύμβαση για την ασφάλεια των Ολυμπιακών αγώνων (C4I) «διότι ο ανταγωνιστής η εταιρία Saic υποστηριζόταν ευθέως από τον Ντικ Τσένεϊ (σ.σ αντιπρόεδρος των ΗΠΑ 2001-2009, επί προεδρίας Μπους). Κατά τον Ρωμανό, σύμφωνα πάντα με την κατάθεση του Ζοσεράν, «χάσαμε την αγορά αυτή επειδή δωροδοκήσαμε χαμηλά , ενώ οι Αμερικανοί στόχευσαν τον υπουργό Εσωτερικών και τον Πρωθυπουργό».
Η επίμαχη κατάθεση περιλαμβάνεται στο αίτημα δικαστικής συνδρομής που απέστειλαν οι γαλλικές αρχές στο πλαίσιο της έρευνάς τους για την υπόθεση διαφθοράς στην γαλλική εταιρία.
Οι αποκαλύψεις του Documento
Όπως είχε αποκαλύψει το Documento, στην κατάθεση του ο Γάλλος έμπορος ανέφερε τον πρώην πρωθυπουργό και τον πρώην υπουργό Δημοσίας Τάξης, αφήνοντας αιχμές για το πως επιλέχθηκε η εταιρεία που ανέλαβε την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα.
Η επίμαχη κατάθεση του πρώην συμβούλου της εν λόγω εταιρείας όπλων και προέδρου μίας εκ των θυγατρικών της, Μισέλ Ζοσεράν, βρισκόταν ανάμεσα στα 250.000 έγγραφα για την υπόθεση εκσυγχρονισμού των φρεγατών τύπου S, που βρέθηκαν στους κατασχεθέντες υπολογιστές του Έλληνα εκπροσώπου της εταιρείας Thales, Λουκά Ρωμανού κι όχι μόνο, και που η πρώην Εισαγγελέας Διαφθοράς είχε παραλείψει να παραδώσει στην αρμόδια ανακρίτρια.
Ο Ζοσεράν είχε βρεθεί ενώπιον της γαλλικής Δικαιοσύνης όταν στο φως της δημοσιότητας ήρθε η υπόθεση δωροδοκίας για την κατασκευή του τραμ στη Νίκαια της Γαλλίας. Κατά τις καταθέσεις του, ο Ζοσεράν παραδέχτηκε ότι ήταν πάγια τακτική της Thales να προσανατολίζει το 2% του τζίρου της σε μίζες, προκειμένου να αναλαμβάνει μεγάλα έργα.
Ο πρώην έμπορος όπλων έχει «καρφώσει» επισήμως στις γαλλικές αρχές τον πρώην υπουργό Άμυνας Γιάννο Παπαντωνίου, αλλά έχει καταθέσει επίσης ότι η εταιρεία του δεν ανέλαβε το σύστημα ασφαλείας των Ολυμπιακών επειδή άλλη –αμερικανική- εταιρεία «χρημάτισε τον τότε πρωθυπουργό και τον τότε υπουργό Δημοσίας Τάξης», δείχνοντας τον Κώστα Σημίτη και τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη.
Όπως ανέφερε συγκεκριμένα το Documento, ο Ζοσεράν κατέθεσε ότι τέλη 2002 – αρχές 2003 ο Γάλλος έμπορος είχε αναλάβει να παρουσιάσει ένα σχέδιο ασφαλείας για το Αθήνα 2004 και ενημερώθηκε από τον Λουκά Ρωμανό ότι θα έπρεπε να προβλέψει μία προμήθεια 7%-10% για τον υπουργό Άμυνας, υπενθυμίζοντας του ότι με αυτόν τον τρόπο η Thales κέρδισε τη σύμβαση για τις φρεγάτες. Όμως αντίπαλο δέος για τη γαλλική εταιρεία ήταν η αμερικανική SAIC, που υποστήριζε ο τότε αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Ντικ Τσένι και που τελικά πήρε το έργο της ασφάλειας των Ολυμπιακών. Γιατί; Σύμφωνα με την κατάθεση Ζοσεράν: «Χάσαμε αυτή την αγορά επειδή δωροδοκήσαμε χαμηλά, ενώ οι Αμερικανοί στόχευσαν τον υπουργό Δημοσίας Τάξης και τον πρωθυπουργό».
Το υπουργείο Δημοσίας Τάξης συνέλαβε στο να αναλάβει η SAIC το C4I, μεταφέροντας τις ανησυχίες των Αμερικανών μετά την πρόσφατη επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου. Αυτό επιβεβαίωσε και ο ίδιος ο Κώστας Σημίτης στην κατάθεση του στην Εξεταστική για τη Siemens. (Σημειώνεται ότι η Siemens ήταν από τους βασικούς υπερεργολάβους της SAIC).
Στις 7 Μαΐου του 2003 ο ειδικός σύμβουλος του υπουργού Εθνικής Άμυνας κατέθεσε στην εισαγγελέα Έλλη Τουμπάνου: «Ο κ. Μαλέσιος (σ.σ. υφυπουργός Δημοσίας Τάξης) εισηγείται στο ΚΥΣΕΑ , όπου συμπτωματικά έλειπαν οι υπουργοί Εξωτερικών, την επιλογή του προσωρινού αναδόχου SAIC. Επειδή η πρόταση τςη Thales παρέμενε τεχνικά ισχυρότερη – προηγείτο κατά 3,5 μονάδες – και οικονομικά συμφερότερη κατά 6,5 εκατ. δολάρια, πιστεύω ότι ο κ. πρωθυπουργός εξηπατήθει».
Ο Κώστας Σημίτης δεν απάντησε ποτέ αν εξηπατήθη, σημειώνει το ρεπορτάζ του Documento, υπενθυμίζοντας για την ιστορία, ότι ο Ευάγγελος Μαλέσιος παραιτήθηκε από υφυπουργός Δημοσίας Τάξης το 2003, όταν αποκαλύφθηκε ότι έμενε σε σπίτι που του είχε παραχωρήσει ένας από τους υπερεργολάβους της SAIC, υπέρ τη οποίας και ο ίδιος εισηγήθηκε.
Το σκάνδαλο στη Δικαιοσύνη
Παράλληλα, το Documento αποκάλυψε κι ένα σκάνδαλο που αφορά την ίδια τη Δικαιοσύνη, αφού τμήμα των αποκαλυπτικών στοιχείων που έπρεπε να ερευνηθούν, δεν ερευνήθηκαν, ενώ είναι γνωστά από το 2005 ακόμη ή αποσιωπήθηκαν.
Η απόφαση της ανακρίτριας Διαφθοράς Ηλιάνας Ζαμανίκα να μεταφέρει επισήμως στους ανωτέρους της παραλείψεις και σκοτεινές πλευρές της έρευνας όπως διεξάχθηκε από την Εισαγγελία Διαφθοράς με ευθύνη της εισαγγελέα Ελένης Ράικου δημιουργεί σοβαρές εξελίξεις αλλά θέτει και ερωτήματα. Το Documento είχε αποκαλύψει στις 28 Φεβρουαρίου και στις 2 Απριλίου 2017 ότι σε πολύ σοβαρές υποθέσεις η Εισαγγελία Διαφθοράς τροφοδοτούσε την ανακριτική διαδικασία με ελλιπή στοιχεία, ενώ εμφανιζόταν να είναι σε επαφή με τον κατηγορούμενο έμπορο όπλων Θωμά Λιακουνάκο, ο οποίος με sms έδειχνε να είναι υποβολέας ή έστω γνώστης των εισαγγελικών κινήσεων.
Η Ελένη Ράικου δεν παρέδωσε στην ανακρίτρια 250.000 έγγραφα που αφορούσαν την υπόθεση της ανακατασκευής των φρεγατών τύπου S από τη γαλλοολλανδική εταιρεία Thales και άσκησε «ελαφρές» διώξεις στους εμπλεκόμενους, ενώ με τον τρόπο αυτό έστειλε στη Βουλή δικογραφία για τον Γιάννο Παπαντωνίου για αδικήματα που είχαν ήδη παραγραφεί και όχι για ξέπλυμα μαύρου χρήματος. H Εισαγγελία Διαφθοράς αναγκάστηκε τελικώς να παραδώσει στην ανακρίτρια τα «χαμένα» στοιχεία, ο έλεγχος των οποίων όχι μόνο οδηγεί σε νέες διώξεις, αλλά εμπλέκει και κορυφαίους πολιτικούς, φέρνοντας στην επιφάνεια καταθέσεις που δεν ερευνήθηκαν.
Στις 6 Απριλίου του 2017 η ανακρίτρια Διαφθοράς Ηλιάνα Ζαμανίκα απευθύνθηκε στην Εισαγγελία Διαφθοράς, από την οποία ζήτησε να ασκηθεί συμπληρωματική ποινική δίωξη για το σκάνδαλο της ανακατασκευής των φρεγατών τύπου S. Οι συμβάσεις γι’ αυτά τα εξοπλιστικά προγράμματα είχαν υπογραφεί από τον Γιάννο Παπαντωνίου ως υπουργό Αμυνας και το έργο είχε αναλάβει η εταιρεία Thales.
Ως εκείνη τη στιγμή η Εισαγγελία Διαφθοράς είχε μεν ασκήσει διώξεις για τα μη πολιτικά πρόσωπα και είχε στείλει τη δικογραφία για τον Γιάννο Παπαντωνίου στη Βουλή, για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος, το οποίο είχε παραγραφεί για τον πρώην υπουργό Αμυνας. Η Εισαγγελία Διαφθοράς είχε κρατήσει κρυφό από την ανακρίτρια το υλικό το οποίο είχε κατασχεθεί από τους υπολογιστές του Ελληνα εκπροσώπου της εταιρείας, Λουκά Ρωμανού. Η παράδοση και μελέτη του υλικού που δεν παραδόθηκε στην ανακρίτρια ήταν ο λόγος που τελικώς ζήτησε τις συμπληρωματικές διώξεις. Παρ’ όλα αυτά, η Εισαγγελία Διαφθοράς όσο ήταν υπό τη διεύθυνση της Ελένης Ράικου αρνιόταν να επεκτείνει τις διώξεις, παρά το αίτημα της ανακρίτριας, στάση πρωτοφανής για τα δικαστικά χρονικά. Η επέκταση της δίωξης έγινε τελικώς από τη νέα προϊσταμένη της Εισαγγελίας Διαφθοράς, Ελένη Τουλουπάκη.