«Σε τσάντα πιλότου οι μίζες από τα μαύρα ταμεία της Siemens»

H δημοσιοποίηση του ανοίγματος των λογαριασμών της οικογένειας Σημίτη αντιμετωπίστηκε από τον πρώην πρωθυπουργό ως έγκλημα καθοσιώσεως. Ο πολιτικός που είχε διαμορφώσει σε δόγμα τη ρήση «όποιος έχει στοιχεία να τα πάει στον εισαγγελέα» όποτε υπήρχε οποιαδήποτε κριτική για σκάνδαλα και μίζες επί των ημερών του εμφανίστηκε αγανακτισμένος γιατί οι εισαγγελείς έκαναν αυτό που ευχόταν. 

Σε στήριξη του Κώστα Σημίτη προσέτρεξαν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, εμφανίζοντας την αντίδρασή τους ως πίστη στην πολιτική μετριοπάθεια. Από τα στοιχεία ωστόσο που δημοσιεύει σήμερα το Documento φαίνεται ότι μάλλον πρόκειται για πρακτική συνενοχής. Οπως αποκάλυψε το Documento στις 14 Μαΐου 2017, ο διευθύνων σύμβουλος της γαλλικής εταιρείας Thales Μισέλ Ζοσεράν σε ανάκρισή του στο Παρίσι για μεθόδους χρηματισμού της εν λόγω εταιρείας στην Ελλάδα είχε βάλει στο κάδρο τον Κ. Σημίτη για μια μεγάλη δουλειά που η εταιρεία του είχε χάσει: την προμήθεια του συστήματος ασφάλειας C4I των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004. Η έρευνα για την προμήθεια του συγκεκριμένου συστήματος αποκαλύπτει ότι η εταιρεία Siemens που ανέλαβε την κατασκευή του ως υπεργολάβος χρημάτισε με 2% του συνολικού ποσού της εργολαβίας το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, τόσο για να πάρει τη δουλειά όσο και για να παραληφθεί τελικά το σύστημα, που αποδείχθηκε μη λειτουργικό και σίγουρα δεν χρησιμοποιήθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Πρωταγωνιστές των χρηματισμών ήταν ο Μιχάλης Χριστοφοράκος της Siemens, ο οποίος αποκαλύπτει στις καταθέσεις του στην Εισαγγελία του Μονάχου τον χρηματισμό των κομμάτων, και ο Διονύσης Δενδρινός, επιστήθιος φίλος του Κυριάκου Μητσοτάκη και της συζύγου του Μαρέβας, με τους οποίους μάλιστα την επίμαχη περίοδο των χρηματισμών αγοράζουν όμορες εκτάσεις για τις βίλες τους στην Τήνο.

Οι καταθέσεις-φωτιά

Τον Μάιο του 2003 η κυβέρνηση Σημίτη ύστερα από διαγωνιστική διαδικασία αναθέτει στην εταιρεία SAIC την κατασκευή του C4I, του συστήματος ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων Αθήνα 2004. Η αμερικανική κοινοπραξία SAIC στην πραγματικότητα δίνει την κατασκευή του έργου στην υπεργολάβο εταιρεία Siemens. Η ανάληψη του έργου από την SAIC προκαλεί θύελλα αντιδράσεων από την αντίπαλη κοινοπραξία Thales Raytheon Systems (TRS), η οποία καταγγέλλει σειρά από παρανομίες με σκοπό να ευνοηθούν η SAIC και φυσικά η Siemens. Οι καταγγελίες ήταν σοβαρές, αλλά μάλλον πέρασαν στα ψιλά μέσα στη βουή και την εθνική αναγκαιότητα για την επιτυχή διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων. Ωστόσο το έργο, αξίας 255 εκατομμυρίων ευρώ, ήταν τεράστιο όπως και το σκάνδαλο, το οποίο μοίρασε το 10% του ποσού σε μίζες. Το 2005 ο Μισέλ Ζοσεράν, διευθύνων σύμβουλος της Thales, κατέθεσε στους Γάλλους ανακριτές για εξοπλιστικά προγράμματα που αφορούσαν την πώληση των φρεγατών τύπου S από την εν λόγω εταιρεία στο ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό. Περιγράφοντας το σύστημα με τις μίζες που έπρεπε να δώσει η Thales, ακουμπάει και το θέμα του C4I και κυρίως τον Κώστα Σημίτη. Λέει στην κατάθεσή του (αποκαλύφθηκε στο φύλλο 26 του Documento):

«Το 2002 και τις αρχές του 2003 κλήθηκα να παρουσιάσω ένα σχέδιο για την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Από εκείνη τη στιγμή πηγαινοερχόμουν συνέχεια στην Ελλάδα και είχα επαφές με τον Ρωμανό (σ.σ.: πρόκειται για τον Λουκά Ρωμανό), πρόεδρο της Τhales International Ελλάδας. Εκείνος μου υπέδειξε ότι θα έπρεπε να προβλέψουμε μια προμήθεια της τάξης του 7-10% για τον υπουργό Αμυνας. Και μου υπέδειξε επίσης ότι και στην προηγούμενη αγορά των φρεγατών στην Ελλάδα είχε μεσολαβήσει συμφωνία με τον ίδιο υπουργό για την καταβολή των προμηθειών, χάρη στην οποία η Thales κέρδισε τον διαγωνισμό. Στην αγορά του συστήματος για την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων ανταγωνιστής ήταν μια εταιρεία ονόματι SAIC, την οποία υποστήριζε ευθέως ο πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Ντικ Τσένι. Και κατά τον Ρωμανό χάσαμε αυτή την αγορά επειδή δωροδοκήσαμε χαμηλά, ενώ οι Αμερικανοί στόχευσαν στον υπουργό Εσωτερικών και τον πρωθυπουργό».

Η κατάθεση του Ζοσεράν είναι φημολογία της πιάτσας των εξοπλισμών; Δεν είναι τελικώς ο μόνος που αναφέρει για μίζες στην υπόθεση C4I. Αυτοί που ακολούθησαν μάλιστα είναι όσοι χειρίστηκαν τις μίζες. Και πρώτα από όλους ο γνωστός Μιχάλης Χριστοφοράκος.

«Πήγε 2% σε ΠΑΣΟΚ και ΝΔ»

Το 2009, όταν είχε ξεσπάσει το σκάνδαλο της Siemens στην Ελλάδα, που αφορούσε χρηματισμό κρατικών λειτουργών και κυβερνητικών αξιωματούχων προκειμένου να υπογραφούν υπερκοστολογημένες συμβάσεις με τον ΟΤΕ, ο Μιχ. Χριστοφοράκος, ο κ. Siemens στην Ελλάδα και υπεύθυνος των χρηματισμών, διέφυγε στο Μόναχο, την έδρα της πολυεθνικής, όπου και παραδόθηκε για να αποφύγει τη σύλληψη στην Ελλάδα. Η σύλληψή του στη βαυαρική πρωτεύουσα έγινε στις 25 Ιουνίου 2009 και κατά περίεργο τρόπο μέσα σε χρόνο-ρεκόρ μόλις ενός μήνα οδηγήθηκε σε δίκη για τους χρηματισμούς και καταδικάστηκε σε έναν χρόνο φυλακή με αναστολή.

Η καταδίκη του στη Γερμανία τον απάλλαξε από τον κίνδυνο να δικαστεί στην Ελλάδα για τα ίδια εγκλήματα, που προέβλεπαν πολύχρονες ποινές.

Η «εξυπηρετική» δίκη ωστόσο έχει και αποκαλύψεις. Σύμφωνα με την υπ’ αρ. F.092.22/4880 απόφαση του δικαστηρίου του Μονάχου, η οποία στηρίζεται σε πέντε καταθέσεις-ομολογίες του Χριστοφοράκου, για το σύστημα C4I υπήρξε ευρύ δίκτυο χρηματισμών, τόσο για να πάρουν η SAIC και η Siemens τη δουλειά όσο και για να παραληφθεί τελικώς το μη λειτουργικό σύστημα από την επόμενη κυβέρνηση.

Οι χρηματισμοί αφορούσαν τα μέλη των επιτροπών που σχετίζονταν με την προμήθεια και τον έλεγχο του συστήματος, αλλά και το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ. Ο Κώστας Γείτονας από το ΠΑΣΟΚ και ο αποβιώσας Γιάννης Βαρθολομαίος από τη ΝΔ ήταν οι πολιτικοί που συμφώνησαν για τις κομματικές μίζες με τον Χριστοφοράκο. Αναφέρει η απόφαση του δικαστηρίου του Μονάχου:

«Προωθούσατε συγκαλυμμένα τα ανωτέρω χρήματα (2%) αποκλειστικά στα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, Νέα Δημοκρατία (ΝΔ) και ΠΑΣΟΚ. Σε ξεχωριστές συζητήσεις που είχατε (σ.σ.: για το σύστημα C4I) το αργότερο στα τέλη του 2003 με τους ταμίες των δύο μεγάλων κομμάτων στην Ελλάδα, τον κ. Κώστα Γείτονα του ΠΑΣΟΚ, πρώην αντιπρόεδρο της Βουλής, ο οποίος μέσω του κόμματος επηρέαζε τις υφιστάμενες αρχές, και τον κ. Βαρθολομαίο της ΝΔ, συμφωνήσατε ώστε να δοθούν από εσάς στα κόμματα που αυτοί εκπροσωπούσαν χρήματα της τάξεως συνολικά τουλάχιστον διψήφιου ποσού εκατομμυρίων (ευρώ). Τα χρήματα θα πήγαιναν ισομερώς στα ταμεία των κομμάτων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ και από εκεί θα διανέμονταν περαιτέρω. Προς τον σκοπό αυτό οι δύο ταμίες των κομμάτων, όπως είχε συμφωνηθεί από εσάς από κοινού με αυτούς, θα ασκούσαν μέσω του κόμματος την απαραίτητη πίεση στους δημόσιους υπαλλήλους που ανήκαν στο κόμμα τους υπέρ της εταιρείας Siemens».

Οι μίζες σε τέσσερα υπουργεία και η τσάντα πιλότου

Οι αποκαλύψεις για μίζες στην κυβέρνηση Σημίτη δεν γίνονται μόνο από τον Χριστοφοράκο. Το 2008 η αμερικανική εταιρεία Debevoise and Plimpton, η οποία διενεργεί εσωτερικό έλεγχο στη Siemens, με υπόμνημά της στον εισαγγελέα Παναγιώτη Αθανασίου ενημερώνει ότι «ο Μ. Χριστοφοράκος ζήτησε από τον Siekaczek (σ.σ.: ο Ζίκατσεκ ήταν στέλεχος της Siemens), όταν η παράδοση του C4I είχε δρομολογηθεί για τα καλά, να του δώσει 10-15 εκατομμύρια ευρώ, προκειμένου να καταβληθούν προμήθειες σε τέσσερα υπουργεία (Εσωτερικών, Αμυνας, Πολιτισμού, Επικοινωνιών) βάσει υποσχέσεων που είχε δώσει κατά τον χρόνο ανάληψης της σύμβασης».

Στο ίδιο έγγραφο αναφέρεται πως ο Κουτσενρόιτερ (στέλεχος της Siemens) συνάντησε τον Μιχ. Χριστοφοράκο στο Βερολίνο και το Μόναχο το 2004 και 2005, του έκανε παρατήρηση γιατί καθυστερεί το ελληνικό δημόσιο να πληρώσει 30 εκατ. ευρώ για το C4I και ο Χριστοφοράκος απάντησε ότι «χωρίς καταβολή πρόσθετων προμηθειών δεν υπήρχε περίπτωση να πληρώσει ο πελάτης το οφειλόμενο ποσό».

Τα μαύρα ταμεία και τη ροή του χρήματος μέσα σε βαλίτσες επιβεβαιώνει και ο Ράινχαρντ Ζίκατσεκ, υπεύθυνος για τους χρηματισμούς από το 2001 έως τον Νοέμβριο του 2004. Στην πολυήμερη απολογία του στην εισαγγελία του Μονάχου, που άρχισε στις 15 Νοεμβρίου 2006, μιλάει για παραλαβή χρημάτων σε βαλίτσες που πραγματοποιούσε ο Χριστοφοράκος από το στέλεχος της Siemens Πρόδρομο Μαυρίδη, ο οποίος είχε αναλάβει τη διακίνηση του μαύρου χρήματος για τις υποθέσεις του ΟΤΕ μέσω εταιρειών που είχε στήσει. Ο Ζίκατσεκ επιβεβαιώνει τη συμφωνία του 10% για δωροδοκίες στην Ελλάδα (σ.σ.: 2% των συμβάσεων πήγαινε σε ΠΑΣΟΚ και ΝΔ και 8% σε κρατικούς λειτουργούς), ενώ καταθέτει ότι «το 2004 είδε τον Μιχ. Χριστοφοράκο να φεύγει από μια συνάντηση που είχε με το ανώτερο στέλεχος της Siemens Πρ. Μαυρίδη σε κεντρικό εστιατόριο του Movenpick στη Ζυρίχη της Ελβετίας κρατώντας μια τσάντα πιλότου η οποία περιείχε 2 εκατ. ευρώ, από τα οποία το ένα εκατομμύριο είχε δώσει προηγουμένως στον Μαυρίδη ο ίδιος ο Ζίκατσεκ και το άλλο είχε αναλάβει ο Μαυρίδης από θυρίδα του στη UBS. Και τα δύο ποσά προέρχονταν από “μαύρα ταμεία” της Siemens». Ο Ζίκατσεκ περαιτέρω αναφέρει ότι «αστειεύτηκε με τον Χριστοφοράκο αναφέροντάς του ότι τον “τσάκωσε” και ότι ο Χριστοφοράκος δυσαρεστήθηκε γιατί ήθελε να εμφανίζεται ότι δεν γνώριζε τίποτε για τα “μαύρα ταμεία”». Τέλος, καταθέτει, δεδομένου του χρονικού σημείου που δόθηκαν τα χρήματα, ότι «αφορούσαν παράνομες πληρωμές για το C4I αφού ήταν το φλέγον θέμα για τη Siemens το 2004. Αν οι πληρωμές αφορούσαν τον ΟΤΕ θα γίνονταν από τον Μαυρίδη που είχε αναλάβει το σχετικό “έργο” και όχι από τον Χριστοφοράκο».

Οι εταιρείες των χρηματιστών και φίλων

Οι χρηματισμοί για το C4I έγιναν αρχικά για να αναλάβει το έργο η SAIC και η Siemens και στη συνέχεια για να το παραλάβει η ελληνική κυβέρνηση το 2009 χωρίς αντιδράσεις από τα δύο μεγάλα κόμματα που είχαν χρηματιστεί. Για τους χρηματισμούς είχε δημιουργηθεί ένα πλέγμα εταιρειών που εμφανίζονταν να υπογράφουν συμβάσεις με τον πολυεθνικό κολοσσό για εικονικό έργο. Στην πραγματικότητα πληρώνονταν από τη Siemens για να διοχετεύσουν τελικά το ποσό σε χρηματισμούς για το C4I. Οι εταιρείες αυτές ανήκαν σε φίλους του Μιχ. Χριστοφοράκου και σε χρηματιστές. Πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, όταν ήταν εμφανές ότι Siemens και SAIC δεν μπορούν να παραδώσουν το έργο, έγινε μια σειρά από χρηματισμούς. Η εταιρεία Fairways, ιδιοκτήτης της οποίας εμφανίζεται ο Αλ. Λίτσας, ανοίγει λογαριασμό στις 24 Ιουνίου 2004, αμέσως μετά τις εκλογές, και λαμβάνει εμβάσματα λίγο πριν από την έναρξη των Αγώνων, όταν η Siemens κατάλαβε ότι χωρίς χρηματισμούς δεν πρόκειται να παραληφθεί το προβληματικό σύστημα. Χρηματισμοί γίνονται και αργότερα «για να μην κηρυχθεί έκπτωτη η SAIC, ενώ προσπαθούσαν να βρεθεί νομιμοφανής τρόπος ώστε να παραληφθεί το σύστημα, ο οποίος και τελικώς βρέθηκε».

Ο Ζίκατσεκ, ο οποίος προσκόμισε τα στοιχεία αυτά στις γερμανικές αρχές, αναφέρει ρητά ότι οι χρηματισμοί αυτοί αφορούσαν το C4I και όχι άλλο έργο. Στην εταιρεία-όχημα χρηματισμών Fairways φαίνεται να έχουν γίνει συνολικά έξι καταβολές, συνολικού ύψους 1.750.000 ευρώ. Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου του Μονάχου που καταδίκασε τον Χριστοφοράκο, η εταιρεία Fairways Ltd διεκπεραίωσε τις πληρωμές προς τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ τη συγκεκριμένη περίοδο. Από τα «μαύρα ταμεία» της Siemens μπήκαν στους λογαριασμούς της εταιρείας στην Ελβετία εμβάσματα από τις 5 Αυγούστου έως τις 7 Οκτωβρίου 2004. Οι εταιρείες-βιτρίνα της Siemens για να διεκπεραιώνουν τους χρηματισμούς ήταν οι Tamarind, Electronic Technology και Weawind και, όπως αποφάνθηκε το δικαστήριο του Μονάχου: «Σύμφωνα με τον τρόπο που είχε συμφωνηθεί με τους ταμίες των δύο μεγάλων κομμάτων της Ελλάδας παραδώσατε (σ.σ.: ο Χριστοφοράκος) σε μη εξακριβωμένο χρόνο και πάντως μέχρι το έτος 2005/2006 τα χρήματα στον κ. Βαρθολομαίο, οικονομικό διευθυντή της ΝΔ, και τον κ. Κώστα Γείτονα του ΠΑΣΟΚ».

Εκτός από τον Μιχ. Χριστοφοράκο, την επίβλεψη του έργου του C4I είχε το στέλεχος της Siemens Διον. Δενδρινός. Οπως και ο Χριστοφοράκος, ήταν φίλος του Κυριάκου και της Μαρέβας Μητσοτάκη. Η σύζυγος του Δενδρινού, φίλη και συνάδελφος της Μαρ. Γκραμπόφσκι στην DB, αγόρασε την ίδια περίοδο με τον Χριστοφοράκο και την Γκραμπόφσκι έκταση στην Τήνο. Το πώς αποκτήθηκε η έκταση από τους δύο κατηγορούμενους για τους χρηματισμούς της Siemens Χριστοφοράκο και Δενδρινό ερευνάται από την εισαγγελία.

Η ερώτηση Καπερνάρου και τα μισόλογα Αθανασίου

Στις 14 Οκτωβρίου 2013 ο τότε βουλευτής των ΑΝΕΛ και γνωστός ποινικολόγος Βασίλης Καπερνάρος κατέθεσε προς τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης Χαράλαμπο Αθανασίου μία επίκαιρη ερώτηση. Σε αυτήν ο Β. Καπερνάρος αναφερόταν στην υπ’ αριθμόν Cs 402 Js 3943/09 απόφαση του Ειρηνοδικείου Μονάχου, Τμήμα ΙΙ – Φορολογικών και Οικονομικών Ποινικών Υποθέσεων, με βάση την οποία ο πρώην ισχυρός άνδρας της Siemens Μιχάλης Χριστοφοράκος είχε «κριθεί ένοχος για δύο κατά συρροή περιπτώσεις δωροδοκίας δημόσιων λειτουργών ενός άλλου κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης κατά συναυτουργία». Οπως ανέφερε ο Β. Καπερνάρος, η απόφαση αυτή είχε δεχτεί ότι «σκοπός του Χριστοφοράκου, στην Ελλάδα, ήταν να προωθήσει τις πωλήσεις της γερμανικής εταιρείας Siemens AE, δωροδοκώντας τα δύο δεσπόζοντα ελληνικά πολιτικά κόμματα, δηλαδή, τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ». Μάλιστα σύμφωνα με τον Β. Καπερνάρο το ύψος των δωρεών προσδιορίστηκε να είναι το 2% του τζίρου κάποιας σύμβασης της Siemens AE με τον ΟΤΕ, ενώ γινόταν αναφορά σε συμβάσεις της γερμανικής εταιρείας για τα έργα των Ολυμπιακών Αγώνων από τα οποία αποκόμισε κέρδη ύψους 183 εκατ. ευρώ.

Στην ίδια ερώτηση γινόταν λόγος για διορισμό έμπιστων προσώπων από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ ως «ταμίες των δωρεών», με αναφορά στους Γιάννη Βαρθολομαίο για τη ΝΔ και Κώστα Γείτονα για το ΠΑΣΟΚ.

Ο Β. Καπερνάρος ζητούσε από τον Χαρ. Αθανασίου να απαντήσει εάν είχε λάβει γνώση για τη συγκεκριμένη απόφαση του Ειρηνοδικείου του Μονάχου, καθώς και αν έχει επιληφθεί επί του θέματος. Ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης απάντησε προφορικά στον Β. Καπερνάρο στη Βουλή και επισήμανε ότι τη συγκεκριμένη υπόθεση επεξεργαζόταν εφέτης – ανακριτής μαζί με την υπόθεση Τσουκάτου. Κάτι που, όπως υποστηρίζει ο Β. Καπερνάρος, δεν είχε σχέση με την πραγματικότητα.