Πώς η αλληλουχία πράξεων και παραλείψεων έκανε το απίθανο… πραγματικότητα
Είναι πλέον εμφανές ότι η πανδημία προκαλεί ίλιγγο στην κυβέρνηση. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος μέχρι πριν από μερικές μέρες –ακόμη και στην τηλεδιάσκεψη της κοινοβουλευτικής ομάδας– διαβεβαίωνε ότι «δεν υπάρχει περίπτωση να πάμε σε καθολική απαγόρευση», ανακοίνωσε το δεύτερο lockdown.
Μια αλληλουχία πράξεων και κυρίως παραλείψεων, απόρροια της ιδεοληπτικής εμμονής στη νεοφιλελεύθερη ατζέντα, οδήγησε στο χειρότερο δυνατό σενάριο, που μεγιστοποιεί τις συνέπειες της δευτερογενούς κρίσης στην οικονομία.
Η ανακοίνωση του δεύτερου lockdown συνιστά από μόνη της ομολογία αποτυχίας της κυβέρνησης να περιορίσει με ηπιότερα μέτρα τη μετάδοση της πανδημίας.
«Γαλάζιο» χαλί στους ιδιώτες
Αντί να αξιοποιήσει τις συνθήκες έκτακτης ανάγκης που δημιουργεί διεθνώς η πανδημία για να προωθήσει κεϊνσιανές πολιτικές ενίσχυσης των δημόσιων οικονομικών και της κατανάλωσης, ο κ. Μητσοτάκης εκμεταλλεύεται τις συνθήκες για να προωθήσει την περαιτέρω διείσδυση του ιδιωτικού τομέα στο κοινωνικό κράτος. Δεν αυξάνει τις ΜΕΘ στα νοσοκομεία γιατί θα ενισχυθεί η δημόσια δομή της υγείας με την πρόσληψη γιατρών και νοσηλευτών και δεν θα μείνει χώρος για το συμβόλαιο με τους ιδιώτες. Παρομοίως δεν μείωσε τον αριθμό των μαθητών ανά τάξη για να μην αναγκαστεί να κάνει προσλήψεις δασκάλων και καθηγητών. Οσο για τις δημόσιες συγκοινωνίες, αφού η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο έβαλε ιδιώτες στις γραμμές, ενώ στα μηχανουργεία τα λεωφορεία παραμένουν ανεκμετάλλευτα. Παράλληλα κατήργησε ό,τι είχε απομείνει από το πλαίσιο προστασίας της εργασίας, ενώ σε συνθήκες μείωσης των εισοδημάτων έφερε τον νέο Πτωχευτικό Κώδικα. Εκείνο που πραγματικά ενδιαφέρει την κυβέρνηση είναι οι μετρήσεις της κοινής γνώμης που δείχνουν μείωση της αποδοχής της από εβδομάδα σε εβδομάδα.
Η εικόνα του πρωθυπουργού κατά την ανακοίνωση του δεύτερου lockdown ήταν αποκαλυπτική. Δίχως την αυτοπεποίθηση του «Μωυσή» επέλεξε να έχει δίπλα του τον πάντα πρόθυμο Σωτήρη Τσιόδρα προκειμένου να επιμερίσει τις πολιτικές ευθύνες των αποφάσεων στην επιστημονική κοινότητα.
Ο πανικός και η αμηχανία όπως και η έλλειψη στρατηγικής φάνηκαν στο αλαλούμ των δηλώσεων των στελεχών του «επιτελικού κράτους». Δύο μέρες πριν από την επίσημη ανακοίνωση της δεύτερης καραντίνας, την περασμένη Τρίτη, εκφράστηκαν δημοσίως διαφορετικές τοποθετήσεις από τον Στέλιο Πέτσα και τον Γιώργο Γεραπετρίτη. Ο μεν κυβερνητικός εκπρόσωπος έλεγε ότι «δεν αποκλείεται να εφαρμοστεί lockdown», την ώρα που ο υπουργός Επικρατείας χαρακτήριζε την καθολική απαγόρευση «εξαιρετικά άστοχη για διαφόρους λόγους που θα οδηγήσουν σε μαρασμό της οικονομίας». Μία μέρα μετά, την Τετάρτη, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος μάζεψε τις αρχικές του δηλώσεις, το απόγευμα όμως της ίδιας μέρας ο ίδιος διέψευδε τον εαυτό του αφήνοντας να διαρρεύσει η απόφαση για το lockdown.
Θυμήθηκε την κοινοβουλευτική ομάδα
Επικρίσεις για τους κυβερνητικούς χειρισμούς είχαν εκφράσει οι ευρωβουλευτές του κόμματος Γιώργος Κύρτσος (είπε ότι υπάρχουν κυβερνητικές και αυτοδιοικητικές ευθύνες για το lockdown στη Θεσσαλονίκη) και Μαρία Σπυράκη (δήλωσε ότι υπήρξαν καθυστερήσεις). Την ώρα που ο Κυρ. Μητσοτάκης κατηγορούσε τον ΣΥΡΙΖΑ ότι αμφισβητεί την επιστημονική κοινότητα, ο βουλευτής Κώστας Κυρανάκης δήλωνε δημοσίως ότι «η επιστημονική κοινότητα στάθηκε κατώτερη των περιστάσεων», ενισχύοντας τις επιφυλάξεις των συνωμοσιολόγων.
Καθώς οι κραδασμοί είχαν φτάσει στο Μέγαρο Μαξίμου, ο κ. Μητσοτάκης συγκάλεσε με τηλεδιάσκεψη την κοινοβουλευτική ομάδα την περασμένη Τρίτη σε μια προσπάθεια να κατευνάσει τις ανησυχίες και τις αντιδράσεις των βουλευτών του. Δεν είναι τυχαίο ότι τη θυμήθηκε έπειτα από έναν χρόνο, αφού η προηγούμενη συνεδρίασή της είχε γίνει τον Νοέμβριο του 2019. Οι περίπου 30 βουλευτές που πήραν τον λόγο, επιλεγμένοι βέβαια για να μην ξεφύγει η κριτική, μετέφεραν τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων τους από τις οικονομικές συνέπειες.
Στο επίκεντρο της «πολιτισμένης κριτικής» βρέθηκαν οι ατυχείς χειρισμοί στην παιδεία αλλά κυρίως το κλείσιμο στην εστίαση, που έχει μεγιστοποιήσει τη δυσφορία των επαγγελματιών του κλάδου, οι οποίοι αποτελούν «πελατεία» των «γαλάζιων» βουλευτών.