Σε γκρίζα ζώνη η ελληνική τουριστική βιομηχανία

Σε δύσκολη εξίσωση με πολλούς αγνώστους εξελίσσεται για τον τουριστικό κλάδο και εν γένει την ελληνική οικονομία η χρεοκοπία της Thomas Cook και ήδη, ελάχιστες μέρες μετά, αρχίζουν να γίνονται ορατές οι συνέπειες, με πρώτο θύμα τις εγχώριες τράπεζες, των οποίων η ρευστότητα θα αποδυναμωθεί, σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης Moody’s.

Παρότι η κατάρρευση της Thomas Cook δεν είναι η πρώτη ούτε και η μοναδική πτώχευση tour operator που έχει βιώσει ο ελληνικός τουριστικός κλάδος, τόσο τα μεγέθη όσο και η χρονική και οικονομική συγκυρία ήταν διαφορετικά. Αρκεί να αναφερθεί ότι αυτήν τη στιγμή ο τουρισμός αντιστοιχεί στο 25% του ΑΕΠ, γεγονός που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο για το σύνολο της οικονομίας.

Την ίδια ώρα όμως η ανάγκη για άμεσες παρεμβάσεις προκειμένου να μαζευτούν όσο γίνεται οι απώλειες έχει αρχίσει να οδηγεί στη δημιουργία ενός ισχυρού ολιγοπωλίου, το οποίο πιθανόν να έχει άλλου είδους επιπτώσεις στην ελληνική τουριστική αγορά. Ηδη πληροφορίες θέλουν την TUI, που έχει χαρακτηρίσει την Ελλάδα μια από τις βασικότερες αγορές για ανάπτυξη – δεύτερη μεγαλύτερη αγορά της στην Ευρώπη μετά την Ισπανία–, να κάνει επαφές σε κυβερνητικό και επιχειρηματικό επίπεδο για να καλύψει το κενό του χρεοκοπημένου ανταγωνιστή της. Ο γερμανικός κολοσσός διακινεί στην Ελλάδα περίπου 3 εκατομμύρια ξένους επισκέπτες, ενώ η Thomas Cook έφερνε συνολικά 2,8 εκατομμύρια επισκέπτες. Σε όποιον βαθμό και να καταφέρει να αναπληρώσει το κενό σημαίνει ότι θα υπερβεί κατά πολύ τις ανταγωνιστικές της εταιρείες.

Ζημίες έως μισό δισ. ευρώ

Οι οφειλές προς τις ξενοδοχειακές μονάδες που αφήνει πίσω της η Thomas Cook φαίνεται ότι προσεγγίζουν ποσό άνω των 230 εκατ. ευρώ, ενώ οι συνολικές απώλειες μπορεί να φτάσουν και το μισό δισ. ευρώ αν συμπεριληφθεί το σύνολο της αγοράς φιλοξενίας και εστίασης όχι μόνο εφέτος αλλά και για τις επόμενες τουριστικές σεζόν. Μάλιστα το μέγεθος του πλήγματος για κάποιους ξενοδόχους εκτιμάται ότι θα είναι μη αναστρέψιμο λόγω της μεγάλης εξάρτησής τους από τον βρετανικό ταξιδιωτικό οργανισμό, αφού δεν υπάρχει προοπτική να αντικατασταθούν άμεσα τα συμβόλαια αποκλειστικής συνεργασίας προκειμένου οι μονάδες να μπορέσουν να λειτουργήσουν την επόμενη χρονιά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για την αγορά εργασίας. Εκτιμάται ότι το 60% από τα 1.100 ξενοδοχεία που συνήψαν συμβόλαια συνεργασίας με την Thomas Cook είχε μεγάλη εξάρτηση από τον ταξιδιωτικό οργανισμό που οδηγήθηκε σε ξαφνικό θάνατο.

Πάντως σε αρκετές ξένες αγορές η Thomas Cook λειτουργούσε μέσω θυγατρικών και οι φορείς του τουρισμού περιμένουν τώρα να δουν εάν η κατάρρευση θα είναι πλήρης ή θα μπορέσουν κάποιες θυγατρικές να σταθούν όρθιες. Ηδη μετά το λουκέτο της μητρικής εταιρείας στη Βρετανία στην πτωχευτική διαδικασία προσέφυγαν οι θυγατρικές της Thomas Cook σε Γερμανία, Αυστρία, Ολλανδία, Βέλγιο και Πολωνία, ενώ ο βραχίονας της μητρικής στη Νορβηγία αναζητά νέους ιδιοκτήτες.

Σε μειονεκτική θέση

Μεταξύ των ερωτημάτων που θα πρέπει να απαντηθούν άμεσα είναι πώς θα αντικατασταθούν οι περίπου 3 εκατ. τουρίστες τον χρόνο –ή περίπου το 9% των 44 εκατ. συνολικών αφίξεων το 2018 (με βάση στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος)– που έφερνε η χρεοκοπημένη βρετανική εταιρεία στη χώρα μας. Θεωρείται δεδομένο ότι οι ξενοδόχοι που συνεργάζονταν με τον tour operator και είχαν υπογράψει συμβόλαια για τη σεζόν του 2020 τα οποία ακυρώθηκαν θα διαπραγματευτούν από μειονεκτική θέση για τα δωμάτια που τους έχουν μείνει αμανάτι, αν και εφόσον βέβαια επαληθευτούν οι πληροφορίες ότι για το μερίδιο του χρεοκοπημένου ταξιδιωτικού οργανισμού ενδιαφέρονται άλλοι μεγάλοι ευρωπαϊκοί όμιλοι, όπως η TUI.

Μάλιστα, σε περίπτωση που κλείσουν νέες συμφωνίες με χαμηλότερες τιμές σε σχέση με τις φετινές που αναφέρονταν στα συμβόλαια με την Thomas Cook, είναι εξαιρετικά πιθανό να πέσουν συνολικά οι τιμές των συμβολαίων για μελλοντικές σεζόν σε πολλά ξενοδοχεία που λειτουργούν με all inclusive προκειμένου να μείνουν ανταγωνιστικά. Κι όλα αυτά όταν κανείς δεν ξέρει πώς θα διαμορφωθεί η συμπεριφορά των Βρετανών τουριστών λόγω του Brexit.

Συστημικό πρόβλημα

Συστημικό πρόβλημα για τον ελληνικό τουρισμό και κατ’ επέκταση την οικονομία της χώρας χαρακτηρίζει το κανόνι της Thomas Cook ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) Γιάννης Ρέτσος, επισημαίνοντας ότι οι επιπτώσεις τρομάζουν και δεν είναι μόνο οι άμεσες αλλά και οι μεσομακροπρόθεσμες. «Με πολλαπλασιαστή 2,5 σύμφωνα με ΙΟΒΕ και ΚΕΠΕ μπορεί τα κέρδη του τουρισμού να διαχέονται 2,5 φορές, το ίδιο όμως και οι ζημιές για τις τοπικές κοινωνίες» τονίζει.

Από την πλευρά του και ο πρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου (ΞΕΕ) Αλέξανδρος Βασιλικός λέει πως «η κρίση αυτή δεν θα περάσει με ασπιρίνες», συμπληρώνοντας ότι «οι απώλειες, αν δεν ενώσουμε δυνάμεις, θα μετρηθούν σε επίπεδο ΑΕΠ της χώρας».

Ζητούν ουσιαστική στήριξη

Να κάνει πράξη την εξαγγελθείσα πολιτική στήριξης της επιχειρηματικότητας περιμένουν από την κυβέρνηση οι επαγγελματίες του κλάδου, η οποία προσώρας το μόνο που έχει αποφασίσει είναι η με πράξη νομοθετικού περιεχομένου κατάργηση του τέλους διανυκτέρευσης για όσους είχαν σύμβαση με την Thomas Cook. Ωστόσο οι ξενοδόχοι αλλά και οι φορείς του τουρισμού σημειώνουν πως το μέτρο αφορά τους… πελάτες.

Από την πλευρά του οικονομικού επιτελείου επιδιώκεται να κλείσουν κάποιες τρύπες με διευκολύνσεις, όμως θεωρείται δεδομένο ότι τα αιτήματα που έχουν κατατεθεί μέχρι τώρα από τις εταιρείες του κλάδου, δημοσιονομικού κόστους της τάξης των 300 εκατ. ευρώ, δεν μπορούν να ικανοποιηθούν στο σύνολό τους.

Ετικέτες