Εν μέσω πανδημίας, κλειστής αγοράς και οικονομικής κρίσης, τίθεται από σήμερα, 1 Μαρτίου σε ισχύ ο νέος Πτωχευτικός Κώδικας, που θα αλλάξει ριζικά τις διαδικασίες εξυγίανσης και πτώχευσης των επιχειρήσεων υπέρ των τραπεζών και των funds, ενώ δυο εβδομάδες αργότερα, στις 15 Μαρτίου, ακολουθεί το οριστικό «ξεπάγωμα» των πλειστηριασμών.
Ο νέος Πτωχευτικός τίθεται σε ισχύ από σήμερα για τις μεγάλες και μεσαίες επιχειρήσεις, ενώ από την 1η Ιουνίου, ημερομηνία κατά την οποία θα ενεργοποιηθούν οι ιδιαίτερα επαχθείς διατάξεις περί των «πτωχεύσεων μικρού αντικειμένου», στις διαδικασίες του θα υπάγονται και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις με ως 9 εργαζόμενους, καθώς και τα νοικοκυριά, δηλαδή τα φυσικά πρόσωπα με οφειλές άνω των 30.000 ευρώ.
Θεωρητικά, ο νέος Πτωχευτικός Κώδικας που κατά την ψήφισή του η κυβέρνηση είχε ονοματίσει – κατ’ ευφημισμό; – νόμο περί «Ρύθμισης Οφειλών και προσφοράς Δεύτερης Ευκαιρίας», θέλει να βοηθήσει τους οφειλέτες να ξεμπερδέψουν με τα χρέη τους, επιτυγχάνοντας μια ευνοϊκή ρύθμιση ή και το μερικό «κούρεμα» των οφειλών τους προς τις τράπεζες, το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, έτσι ώστε η κάθε επιχείρηση ή επαγγελματίας, ή ακόμη κι ένας απλός μισθωτός δανειολήπτης, να μπορεί μέσα σε μια 3ετία να ξεμπερδέψει με το βάρος της υπερχρέωσης.
Αντί για τα δικαστήρια, θα αποφασίζουν οι τράπεζες
Αυτό όμως γίνεται πρακτικά αδύνατο, καθώς ο νόμος θέτει όρους ετεροβαρείς υπέρ των τραπεζών και των funds που έχουν εξαγοράσει κόκκινα τραπεζικά δάνεια και συντριπτικούς σε βάρος κάθε αδυνάμου μέρους της ελληνικής επιχειρηματικότητας και κοινωνίας. Συγκεκριμένα, ο νέος Πτωχευτικός, στο όνομα της επιτάχυνσης των διαδικασιών, έρχεται να καταργήσει την αρμοδιότητα των δικαστηρίων να διατυπώνουν κρίση ως προς το δίκαιο ή το άδικο της κατάληξης μιας οικονομικής διαφοράς μεταξύ δύο ή περισσότερων ιδιωτών (ενός πολίτη ή επιχειρηματία και μιας ή περισσότερων τραπεζών) και δίνει τη δυνατότητα στις τράπεζες να παίρνουν μόνες τους τις σχετικές αποφάσεις, χωρίς κανόνες, χωρίς καν να δεσμεύονται από τις προϋποθέσεις που ο ίδιος νόμος θέτει, χωρίς λογοδοσία στα δικαστήρια, κι έτσι να οδηγούν σε πτώχευση επιχειρήσεις και νοικοκυριά με συνοπτικές διαδικασίες, με τα δικαστήρια να αναλαμβάνουν μόνο τη διεκπεραίωση της πτώχευσης.
Αυτό επιτυγχάνεται με την εισαγωγή, για πρώτη φορά, αντικειμενικών κριτηρίων τεκμαρτής παύσης πληρωμών. Ο νέος πτωχευτικός ορίζει ότι ο οφειλέτης, με ύψος οφειλών προς τράπεζες, Δημόσιο και Ασφαλιστικά Ταμεία άνω των 30.000 ευρώ, που για ένα εξάμηνο δεν καταβάλλει τουλάχιστον το 60% (αν είναι φυσικό πρόσωπο ή μικρή επιχείρηση) ή το 40% (αν είναι μεσαία επιχείρηση) των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς έναν από αυτούς τους φορείς, βρίσκεται σε στάση πληρωμών, άρα οποιοσδήποτε πιστωτής, έστω κι ένας, μπορεί τον βγάλει σε πτώχευση.
Αντί για γενναίο «κούρεμα» οφειλών της κρίσης, σαρωτικός Πτωχευτικός
Αν και οι προβλέψεις του νέου Πτωχευτικού είναι από μόνες τους προβληματικές, ακόμη μεγαλύτερο είναι προφανώς το πρόβλημα που θα προκύψει από την εφαρμογή του νόμου στην παρούσα συγκυρία – πριν τελειώσει η πανδημία, πριν γίνει η εκκίνηση της οικονομίας, πριν να έρθει η ανάκαμψη, συνθήκες οι οποίες έχουν οδηγήσει το σύνολο της αγοράς σε υπερχρέωση. Μέσα σε μια συνθήκη ιστορικής υπερχρέωσης λοιπόν των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, κι ενώ οι φορείς της αγοράς επαναφέρουν διαρκώς το αίτημα για γενναίο «κούρεμα» του ιδιωτικού χρέους – χωρίς να βρίσκουν την επιθυμητή ανταπόκριση – η εφαρμογή του Πτωχευτικού είναι απολύτως βέβαιο ότι θα λειτουργήσει σαν «καρμανιόλα».
Για το ενδεχόμενο αυτό έχουν προειδοποιήσει άλλωστε όχι μόνον ο ΣΥΡΙΖΑ και τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης αλλά και το σύνολο των ενώσεων προστασίας καταναλωτών και δανειοληπτών καθώς και τα περισσότερα επιμελητήρια, ιδιαιτέρως όμως ο φορέας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Η ΓΣΕΒΕΕ έχει ζητήσει μάλιστα μετ’ επιτάσεως την απόσυρση του νέου Πτωχευτικού, εκφράζοντας την εκτίμηση ότι οι fast track διαδικασίες των «πτωχεύσεων μικρού αντικειμένου» θα οδηγήσουν στην πτώχευση και την ολική ρευστοποίηση της προσωπικής περιουσίας ένα σημαντικό κομμάτι της μικρής επιχειρηματικότητας, ή κατά την εκτίμηση του προέδρου της ΓΣΕΒΕΕ Γιώργου Καββαθά, τουλάχιστον μία στις τρεις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις.