Επίθεση στη Νέα Δημοκρατία εξαπέλυσε Ράνια Σβίγκου, που την κάλεσε ν’ απαντήσει στο ερώτημα: Πιστεύει ότι πρέπει να γίνουν αποδεκτά τα μέτρα 4,5 δισ.; Πιστεύει ότι πρέπει να υπάρχει νομοθέτηση νέας περικοπής στις συντάξεις και νέας μείωσης του αφορολόγητου;
Ο απολογισμός δύο ετών διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ είναι «σίγουρα θετικός», ανέφερε η εκπρόσωπος Τύπου του κόμματος, Ράνια Σβίγκου, σε συνέντευξή της στο «Πρώτο Πρόγραμμα» της ΕΡΤ, κάνοντας λόγο για μια διαρκή μάχη τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό της χώρας, απέναντι σε «πολύ ισχυρές δυνάμεις στην Ευρώπη, που είτε ήθελαν να καθυποτάξουν τη χώρα σε μια διαρκή μέγγενη λιτότητας -και συνεχίζουν να το θέλουν αυτό- είτε προσπάθησαν πολύ ευθαρσώς να τελειώσουν μαζί της, με το σχέδιο της αριστερής παρένθεσης».
«Την ίδια στιγμή όμως, υπήρξε μια διαρκής μάχη από την πλευρά της αριστερής κυβέρνησης, να αλλάξει τους συσχετισμούς στην Ευρώπη, να αλλάξει τη συζήτηση και από εκεί που το ελληνικό ζήτημα ήταν ένα πρόβλημα, το οποίο κάθε φορά επιλύονταν με νέα μέτρα, να είναι σήμερα ένας παράγοντας ο οποίος διαφοροποιεί και τις πολιτικές δυνάμεις σε επίπεδο Ευρώπης. Γι’ αυτό βλέπουμε και τη μετατόπιση των σοσιαλιστικών κομμάτων στην Ευρώπη» πρόσθεσε.
Αναφέρθηκε στο «υπαρξιακό δίλημμα» της Ευρώπης, το οποίο θα κρίνει την ταυτότητά της και την μελλοντική της πορεία, αν δηλαδή, «θα ακολουθήσει το δρόμο της ακροδεξιάς και το δρόμο της απομόνωσης και της λιτότητας ή αν θα υπάρξουν προοδευτικές απαντήσεις».
Σε ό,τι αφορά την πολιτική της κυβέρνησης στο εσωτερικό, η κ. Σβίγκου μίλησε για πορεία της ελληνικής κυβέρνησης «μέσα από διαρκείς εκβιασμούς και πιέσεις, απέναντι σε ασύμμετρες δυνάμεις», σημειώνοντας, ότι δεν πρέπει να λησμονηθεί το θετικό έργο της κυβέρνησης σε σειρά τομέων.
Η εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, αναφερόμενη στο πόρισμα της Εξεταστικής Επιτροπής για τα δάνεια, είπε ότι «έχουν λυθεί πλέον τα χέρια και της δικαιοσύνης, ώστε να προχωρήσει με γοργά βήματα σε υποθέσεις που το προηγούμενο διάστημα, πριν από τα δύο χρόνια διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, δεν τολμούσε να αγγίξει. Υπήρχε μια ασυλία των ισχυρών, την οποία κανένας δεν ήθελε να αμφισβητήσει. Κι όχι μόνο δεν ήθελε να αμφισβητήσει, αλλά με μια σειρά νομοθετημάτων των προηγούμενων κυβερνήσεων, δημιουργούσε ένα πλέγμα ασυλίας και ασυδοσίας…».
Εξέφρασε την διαφωνία της με την άποψη ότι η απόφαση, τελικά, «βάζει την Δικαιοσύνη να βγάλει τα κάστανα από την φωτιά», σημειώνοντας ότι «αποδείχτηκαν πολύ συγκεκριμένα πράγματα. Πρώτον, ότι οι τράπεζες δάνειζαν με αέρα, τόσο τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, με ιλιγγιώδη ποσά που φτάνουν τα 420 εκατομμύρια ευρώ, όσο και τα ΜΜΕ. Και αυτές οι δανειοδοτήσεις ήταν με αέρα, χωρίς εξασφαλίσεις, χωρίς εγγυήσεις, φτιάχνοντας ένα ιδιότυπο σύστημα διαπλοκής, στο οποίο ήταν ευνοημένοι οι πιο ισχυροί, την ίδια στιγμή που οι Έλληνες πολίτες ούτε μπορούσαν να δανειοδοτηθούν από το τραπεζικό σύστημα βέβαια με αυτούς τους όρους κι όταν δεν μπορούσαν να αποπληρώσουν τα δάνειά τους, έχαναν τα σπίτια τους».
«Τα ΜΜΕ υποστήριζαν τις ασκούμενες πολιτικές. Θυμόμαστε πώς είχαν αντιμετωπίσει τα μνημόνια και πώς εξυπηρετούσαν τις επικοινωνιακές στρατηγικές των δύο μεγάλων κομμάτων, ακριβώς επειδή ευνοούνταν από αυτό το τραπεζικό σύστημα. Και την ίδια στιγμή, τα πολιτικά κόμματα λάμβαναν θαλασσοδάνεια τα οποία ακόμα και σήμερα δεν μας έχουν διαφωτίσει ως προς το πώς θα καταφέρουν να τα αποπληρώνουν, για να προωθούν με τη σειρά τους μια οικονομική πολιτική προσαρμοσμένη στο να ευνοεί πάντα τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και τους ισχυρούς.
Τώρα ο φάκελος έχει πάει στη δικαιοσύνη και πλέον έχει η δικαιοσύνη το λόγο. Το ότι δεν έχουν προκύψει μέχρι τώρα ποινικές ευθύνες πολιτικών στελεχών που να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του νόμου περί ευθύνης υπουργών, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν πολιτικά στελέχη για τα οποία υπάρχουν ενδείξεις» πρόσθεσε.
Ερωτηθείσα για την καταγγελία του βουλευτή των Ανεξάρτητων Ελλήνων, Δημήτρη Καμμένου, περί αλλαγής πραγμάτων στο πόρισμα του ΣΥΡΙΖΑ, την τελευταία στιγμή, επικαλούμενη και τις δηλώσεις του προέδρου της Εξεταστικής, κ. Μπαλωμενάκη, είπε ότι «το τελικό πόρισμα της πλειοψηφίας της Εξεταστικής Επιτροπής δόθηκε Δευτέρα στους εισηγητές. Σε κάθε περίπτωση, τα όσα περιλαμβάνονται στο πόρισμα δεν είναι ούτε προσωπικές απόψεις, ούτε εκτιμήσεις. Βασίζονται σε έγγραφα, βασίζονται σε καταθέσεις, βασίζονται στις κοπιώδεις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής και, όπως είπα και πριν, διαβιβάστηκαν όλα στη δικαιοσύνη για να συνεχιστεί η έρευνα».
«Τώρα το γιατί επιλέγει ο κ. Καμμένος να κάνει αυτές τις δηλώσεις, μία μέρα μετά την κατάθεση του πορίσματος, σε Μέσο μάλιστα, στο «Πρώτο Θέμα» όπου έδωσε τη συνέντευξη, για το οποίο υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία μέσα στο φάκελο, είναι κάτι για το οποίο θα πρέπει να ρωτήσετε τον ίδιο, σχετικά με το τι εξυπηρετούν τέτοιες δηλώσεις» πρόσθεσε η κ. Σβίγκου, σημειώνοντας ότι οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, ψήφισαν το πόρισμα και το στηρίζουν σε όλες τις δημόσιες τοποθετήσεις τους.
Ερωτηθείσα για την διαπραγμάτευση είπε ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να δεχθεί κανένα μέτρο για μετά το 2018.
«Αυτό που επιθυμούμε εμείς στο Eurogroup, είναι να καταγραφεί η επιθυμία όλων των πλευρών για επίτευξη συμφωνίας, με δεδομένη τη δική μας διαφωνία σε οποιοδήποτε νέο μέτρο» είπε η κ. Σβίγκου.
Επεσήμανε δε, ότι η καθυστέρηση οφείλεται στις διαφορές μεταξύ ευρωπαϊκών θεσμών και ΔΝΤ, ενώ για το δεύτερο ανέφερε, ότι αν και δημόσια μιλά για το χρέος και την ανάγκη μικρότερων πρωτογενών πλεονασμάτων, στην πραγματικότητα πιέζει για περισσότερα μέτρα την ελληνική κυβέρνηση και δεν πιέζει προς την πλευρά της Ευρώπης για το χρέος.
Αναφορικά με το πώς θα προσέλθει ο υπουργός Οικονομικών αύριο στο Eurogroup, είπε ότι ο κ. Τσακαλώτος έχει δημόσια τονίσει πως «εφόσον το ΔΝΤ επιμείνει ότι δεν μπορούν να βγουν τα πρωτογενή πλεονάσματα από την Ελλάδα, το μόνο που θα μπορούσε να δεχτεί ως συμβιβαστική πρόταση η ελληνική κυβέρνηση, είναι την επέκταση του ήδη υπάρχοντος “κόφτη” για ένα χρόνο, γνωρίζοντας, βέβαια, ότι αυτός δεν πρόκειται να εφαρμοστεί, με δεδομένα τα στοιχεία της ελληνικής οικονομίας και γι’αυτό το έτος, αλλά και για τα επόμενα».
Η κ. Σβίγκου κατέληξε λέγοντας, ότι σε αυτήν την δύσκολη φάση της διαπραγμάτευσης, η αντιπολίτευση θα πρέπει «να απαντήσει ευθαρσώς: Πιστεύει ότι πρέπει να γίνουν αποδεκτά τα μέτρα 4,5 δισ.; Πιστεύει ότι πρέπει να υπάρχει νομοθέτηση νέας περικοπής στις συντάξεις και νέας μείωσης του αφορολόγητου; Ή πιστεύει, άρα πρέπει να ταχθεί στο πλευρό της ελληνικής κυβέρνησης, ότι τέτοιες απαιτήσεις δεν μπορούν να γίνουν δεκτές;».