Σβεν Γκίγκολντ: «H παρανομία βρίσκει την ανωνυμία σε φορολογικούς παραδείσους»

Σβεν Γκίγκολντ: «H παρανομία βρίσκει την ανωνυμία σε φορολογικούς παραδείσους»

Ο ευρωβουλευτής των Πρασίνων μιλάει για τους λογαριασμούς φοροαποφυγής και διαφθοράς στην ΕΕ.

Ο Γερμανός οικονομολόγος, ευρωβουλευτής των Πρασίνων και μέλος της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων Σβεν Γκίγκολντ είναι ο συγγραφέας του βιβλίου «Εξαφανίστε τους φορολογικούς παραδείσους!» (2003). 

Συνιδρυτής του δικτύου Αttac (Association pour la Taxation des Transactions financières et pour l’Action Citoyenne – Ενωση για τη φορολόγηση χρηματοοικονομικών συναλλαγών προς όφελος των πολιτών) το 2000, μιλάει στο Documento για τον μαύρο πλούτο που κρύβουν οι παραδεισένιοι προορισμοί της φοροδιαφυγής.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Κομισιόν, το κόστος της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής στην ΕΕ ανέρχεται ετησίως σε 1 τρισ. ευρώ. Ποιες ήταν οι συνέπειες των αποκαλύψεων χάρη σε δημοσιογραφικές έρευνες για τα Swiss και τα Offshore Leaks, τα Panama και τα Paradise Papers; Ποιες πολιτικές πρωτοβουλίες έχουν ληφθεί;

Αυτά τα πελώρια ποσά είναι πρωτίστως αποτέλεσμα μαύρης εργασίας και της κλασικής φοροδιαφυγής. Το πρόβλημα αυτό αφορά τον φόρο εισοδήματος και τον φόρο κύκλου εργασιών. Δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό πρόβλημα. Το βλέπουμε σε μεγάλη έκταση και στη Γερμανία, την Ιταλία και σε άλλες χώρες. Η αντιμετώπισή του συνιστά βραχυπρόθεσμο καθήκον. Είναι ιδιαίτερα δραματικό –και από ηθική σκοπιά– όταν ακόμη και όσοι διαθέτουν ιδιαίτερη οικονομική άνεση και ως εκ τούτου και φοροδοτική ικανότητα φοροδιαφεύγουν ή συμβάλλουν στη μαζική φοροαποφυγή διά του επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού. Αυτό συμβαίνει όταν επιχειρήσεις δεν καταβάλλουν φόρους στις χώρες όπου δραστηριοποιούνται και όταν οι εύποροι χρησιμοποιούν φορολογικούς παραδείσους για να μην καταβάλλουν φόρους για τα εισοδήματα που έχουν από κεφαλαιακές δραστηριότητες. 

Μετά τη δημοσιοποίηση των στοιχείων που αναφέρατε στα ΜΜΕ αλλά και από τότε που η Γερμανία ξεκίνησε να αγοράζει CDs με τραπεζικά στοιχεία πιθανών φοροφυγάδων έχει επέλθει μεγάλη και σημαντική αλλαγή σε παγκόσμιο επίπεδο. Οταν κάποιος ανοίγει σήμερα τραπεζικό λογαριασμό ή λογαριασμό φύλαξης χρεογράφων σε μια άλλη χώρα, οι αρχές της χώρας στην οποία είναι φορολογικά υπόχρεος ενημερώνονται αυτόματα. Η κλασική φοροδιαφυγή γίνεται δηλαδή αρκετά πιο δύσκολη. Ωστόσο, είναι υπόθεση του φοροελεγκτικού μηχανισμού της εκάστοτε χώρας εάν αξιοποιούνται ή όχι τα στοιχεία που διαβιβάζονται από το εξωτερικό – και από τους φορολογικούς παραδείσους. Αυτό σημαίνει ότι όλες οι χώρες τα λαμβάνουν και πρέπει να εξασφαλίσουν ότι χρησιμοποιούνται για τον εντοπισμό φοροφυγάδων. Ειδικά οι ελληνικές αρχές διαθέτουν εδώ και πολύ καιρό πρόσβαση σε στοιχεία τέτοιου είδους, ωστόσο δεν αξιοποιήθηκαν, με αποτέλεσμα να παραμένουν ανενόχλητοι όσοι θα είχαν τη δυνατότητα να πληρώσουν περισσότερα.

Σύμφωνα με τον οικονομολόγο Γκαμπριέλ Ζουκμάν, η Ελβετία εξακολουθεί να είναι η σημαντικότερη χώρα για όσους επιθυμούν να αποκρύψουν εισοδήματα στη χώρα τους. Αν και τον Απρίλιο του 2017 στις τράπεζές της βρίσκονταν ξένα κεφάλαια ύψους 2,3 τρισ. δολαρίων, γιατί δεν περιλαμβάνεται η Ελβετία στη μαύρη ή γκρίζα λίστα της ΕΕ με τους φορολογικούς παραδείσους;

Το πρόβλημα με τη μαύρη λίστα της ΕΕ είναι ότι το αξιολογικό κριτήριο για τη σύστασή της δεν είναι σε ποιες χώρες κρύβονται οι μεγαλύτερες περιουσίες – σας θυμίζω ότι πέρα από την Ελβετία, το μεγαλύτερο χρηματοοικονομικό κέντρο για εξωχώριες περιουσίες είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες. Το αξιολογικό κριτήριο για την ΕΕ είναι εάν οι τρίτες χώρες εφαρμόζουν τις ίδιες προδιαγραφές για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής που εφαρμόζει η ΕΕ. Και το πρόβλημα είναι ότι δεν έχουμε μόνο την Ελβετία, αλλά έχουμε και χώρες-μέλη της ΕΕ, όπως η Μάλτα, η Κύπρος, το Λουξεμβούργο, η Ιρλανδία, η Ολλανδία και πολλές άλλες, οι οποίες επίσης είναι φορολογικοί παράδεισοι, τους οποίους δυστυχώς δεν έχουμε καταφέρει να εξαλείψουμε αποτελεσματικά μέσω της επιβολής ευρωπαϊκών κανόνων. 

Συνεπώς, η ΕΕ δεν μπορεί να επιβάλει σε τρίτες χώρες όσα δεν εφαρμόζουν τα κράτη-μέλη της. Οι προδιαγραφές που θέτει η μαύρη λίστα είναι πολύ χαμηλές ακριβώς επειδή η ίδια η ΕΕ δεν είναι πρόθυμη να πράξει τα δέοντα. Ως Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχουμε ζητήσει, με μεγάλες πλειοψηφίες, να προχωρήσουμε σε σημαντική αυστηροποίηση των κανόνων. Αποτύχαμε επειδή πολλά κράτη-μέλη προστατεύουν τα συμφέροντα των φοροφυγάδων και όχι τα συμφέροντα της κοινωνικής πλειοψηφίας.

Σε σχέση με την Ελβετία αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι αυτό το διάστημα η Κομισιόν, την οποία και υποστηρίζουμε, βρίσκεται σε σθεναρή αντιπαράθεση μαζί της. Ο λόγος είναι ότι η Ελβετία εξακολουθεί να προσφέρει ιδιαίτερο φορολογικό καθεστώς και ρήτρες φορολόγησης κυρίως σε επιχειρήσεις, τα οποία δίνουν τη δυνατότητα να φορολογούνται στην Ελβετία με πολύ χαμηλούς συντελεστές για τα κέρδη που έχουν αποκομίσει από δραστηριότητές τους εντός ΕΕ. Οι συγκεκριμένοι κανόνες δεν ισχύουν για ελβετικές επιχειρήσεις. Πρόκειται δηλαδή για φορολογικό dumping, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα ξένων επιχειρήσεων. Με άλλα λόγια, η Ελβετία κάνει πράγματα τα οποία εντός της ΕΕ είναι παράνομα.

Χάρη στη «δημιουργικότητα» συμβουλευτικών εταιρειών πολυεθνικοί κολοσσοί μετακινούν τα κέρδη τους σε φορολογικούς παραδείσους μέσω θυγατρικών, πιέζοντας τον πραγματικό φορολογικό συντελεστή συνεχώς προς τα κάτω. Το 2011 η Κομισιόν κατέθεσε σχέδιο οδηγίας για τη δημιουργία Κοινής Ενοποιημένης Βάσης για τη Φορολογία Επιχειρήσεων, η οποία ωστόσο δεν επέφερε απτά αποτελέσματα. Σήμερα πού βρισκόμαστε;

Η πρόταση του 2011 ήταν ανεπαρκής, διότι δεν προέβλεπε τίποτε άλλο από ένα επιπλέον –δηλαδή το 29ο– φορολογικό καθεστώς. Όλα τα εθνικά φορολογικά καθεστώτα θα παρέμεναν ενεργά. Ακριβώς αυτό ήταν και το αντικείμενο της κριτικής μας. Μερικά χρόνια αργότερα η Κομισιόν παρουσίασε μια νέα, δεσμευτική και συνετή πρόταση. Φυσικά υπάρχουν περιθώρια για περαιτέρω βελτίωση – ωστόσο η παρούσα πρόταση αποτελεί σημαντική πρόοδο, η οποία μπλοκάρεται από τα κράτη-μέλη τα οποία δεν θέλουν την κοινή φορολόγηση επιχειρήσεων. Το θέμα είναι ότι σήμερα είναι εφικτό μέσω της χρήσης δημιουργικής λογιστικής –όπως προτιμώ να το λέω– να μετακινούνται κέρδη στις χώρες με τον χαμηλότερο φορολογικό συντελεστή αντί να φορολογούνται τα κέρδη εκεί όπου παράγονται. Αν όμως θεσπιστούν ενιαίοι κανόνες σε όλη την Ευρώπη, αφαιρείται αυτή η δυνατότητα μετακίνησης κερδών. Και τότε όλοι θα υποχρεούνται να καταβάλλουν φόρους εκεί όπου παράγουν τα κέρδη τους. Αυτό φυσικά θα είναι πολύ μεγάλο βήμα. Στη συνέχεια θα χρειαστεί και η θέσπιση ενός κατώτατου φορολογικού συντελεστή προκειμένου να αποφύγουμε τη σταδιακή μείωση της φορολόγησης των επιχειρήσεων προς μηδενική κατεύθυνση. Η θέσπιση της Κοινής Ενοποιημένης Βάσης για τη Φορολογία Επιχειρήσεων θα ήταν τεράστια πρόοδος, η οποία μπλοκάρεται διότι τα κράτη-μέλη δεν είναι πρόθυμα να απολέσουν τη δυνατότητά τους να χρησιμοποιούν τη φορολογία ως εργαλείο άσκησης οικονομικής πολιτικής. Επιπλέον, όλα τα ζητήματα που άπτονται του φορολογικού δικαίου απαιτούν ομοφωνία – όλα αυτά έχουν αποτέλεσμα να υπάρχει αυτή η στασιμότητα στην ΕΕ.

Ένας τρόπος συγκάλυψης των στοιχείων ταυτότητας του ιδιοκτήτη είναι η σύσταση offshore εταιρείας. Συχνά ωστόσο ακούμε ότι μόνο ένας μικρός αριθμός των προσώπων που δημιουργούν μια offshore το κάνει για να κρύψει την παράνομη προέλευση χρημάτων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων.

Μάλιστα. Δηλαδή οι υπόλοιποι τη χρησιμοποιούν για να κρύβουν τα εισοδήματά τους από τον ή τη σύζυγό τους; Φυσικά και υπάρχουν κατανοητοί λόγοι για τους οποίους μπορεί να επιθυμεί κανείς να παραμείνει ανώνυμος. Δεν το αρνούμαι. Ας υποθέσουμε ότι είστε οικονομικά επιτυχημένος σε μια χώρα όπου το έγκλημα και η διαφθορά είναι καθημερινά φαινόμενα. Στην περίπτωση αυτή ίσως να μη θέλετε να γνωρίζουν οι αρχές πόσα χρήματα έχετε. Υπάρχουν και ενδοοικογενειακές αντιδικίες και κληρονομικές διαφoρές, στο πλαίσιο των οποίων κρύβονται εισοδήματα. Είναι όμως δικαιολογημένο και επιθυμητό αυτό; Επιτρέψτε μου να έχω τις αμφιβολίες μου.

Πέραν τούτου, όταν η πολιτική ασκείται προς όφελος της κοινωνίας, τα ζητήματα δεν είναι απόλυτα καλά ή απόλυτα αρνητικά. Για τον λόγο αυτό απαιτείται η στάθμιση των υπό συζήτηση αγαθών. Τούτο σημαίνει πως όταν έχουμε να κάνουμε με δύο δικαιολογημένους στόχους προς επίτευξη, όπως για παράδειγμα το αίτημα της προστασίας προσωπικών δεδομένων για ανωνυμία και προστασία της ιδιωτικής ζωής που βρίσκεται σε σύγκρουση με τη δυνατότητα του κράτους να έχει έσοδα και να τα χρησιμοποιεί για να προσφέρει δημόσια αγαθά στους πολίτες και να μεριμνά για την ίση και δίκαιη κατανομή του πλούτου, οι δύο αυτοί στόχοι πρέπει να σταθμίζονται. Και στην περίπτωση αυτή δεν είναι δυνατό να ισχυρίζεται κανείς ότι επειδή υπάρχουν μεμονωμένες περιπτώσεις όπου η χρήση φορολογικών παραδείσων μπορεί να είναι κατανοητή, όλοι οι υπόλοιποι στόχοι θα πρέπει να μείνουν ανεκπλήρωτοι. Αυτό ακριβώς είναι το νόημα αυτής της στάθμισης: να ζυγίζονται οι στόχοι και οι προτεραιότητες. 

Και εδώ ακριβώς παρατηρούμε ότι έχει επέλθει μεγάλη αλλαγή τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Πριν από κάποια χρόνια πολλές χώρες και πολλά μέσα ενημέρωσης εξέφραζαν την άποψη ότι στο εν λόγω δίλημμα προέχων στόχος είναι η προστασία της ιδιωτικότητας. Ευτυχώς εδώ βλέπουμε μια θεμελιώδη αλλαγή: με τη δημοσιοποίηση όλων αυτών των σκανδάλων και την έκταση της χρήσης αυτών των φορολογικών βάλτων –περί αυτού πρόκειται– η δημόσια συζήτηση έχει μετατοπιστεί σημαντικά. Η έκταση της φοροδιαφυγής και του οικονομικού εγκλήματος είναι ανυπόφορη και μη αποδεκτή για τις δημοκρατίες. Το ίδιο ισχύει και για τις συνέπειες αθέμιτου ανταγωνισμού όταν εγχώριες επιχειρήσεις καταβάλλουν περισσότερους φόρους από τις πολυεθνικές ενώ θα έπρεπε να ισχύει ακριβώς το αντίθετο.

Κατά την άποψή μου, μείζονος και προεξάρχουσας σημασίας είναι η δίκαιη φορολόγηση και η καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος και όχι η προστασία της ιδιωτικότητας. Διαφορετικά, η φοροδοτική ειλικρίνεια γίνεται προαιρετική και τότε δεν μπορεί να υπάρξει δικαιοσύνη.

Ποια είναι η διαφορά μεταξύ μιας κανονικής εξωχώριας εταιρείας και μιας offshore με εικονική λειτουργία;

Υπάρχουν ελάχιστοι λόγοι για μια επιχείρηση να έχει έδρα σε φορολογικό παράδεισο. Για σκεφτείτε, ποιο πλεονέκτημα υπάρχει για μια ξένη εταιρεία όταν έχει έδρα σε φορολογικό παράδεισο και όχι στη χώρα όπου έχει την πραγματική οικονομική της δραστηριότητα;

Ίσως υπάρχουν μεμονωμένες χώρες όπου οι κανόνες φορολογίας των επιχειρήσεων είναι τόσο προβληματικοί, που πράγματι δεν υπάρχει άλλη λύση. Κλασικό παράδειγμα είναι οι ξένες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ινδία. Η διοίκησή τους συχνά γίνεται μέσω Μαυρικίου, γιατί στην Ινδία οι συνθήκες για ξένες επιχειρήσεις είναι –για να το πω προσεκτικά– δύσκολες. Αυτό είναι ένα παράδειγμα που το φορολογικό καθεστώς είναι συνοδευτικός παράγοντας αλλά όχι η αιτία. Υπάρχουν τέτοια παραδείγματα, αλλά είναι η μειονότητα. Όταν συστήνεται μια εταιρεία διαχείρισης κάπου μακριά από την έδρα της διοίκησης της επιχείρησης δεν παύει η επιχείρηση να χρειάζεται και τη νομική μορφή στη χώρα στην οποία εξελίσσεται η πραγματική οικονομική δραστηριότητα – όλα αυτά κοστίζουν λεφτά. Πολλά λεφτά. Αυτό το επιπλέον κόστος το πληρώνει κανείς μόνο αν υπάρχει σημαντικό οικονομικό όφελος. Αυτό συνίσταται κατά κανόνα στην εξοικονόμηση φόρων ή τη συγκάλυψη άλλων δραστηριοτήτων, π.χ. ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Δεν γνωρίζω άλλους εξέχοντες λόγους λειτουργίας μιας επιχείρησης σε φορολογικό παράδεισο. Εκεί πηγαίνει κανείς για φορολογικούς λόγους ή για λόγους απορρήτου. Το απόρρητο και η φοροαποφυγή δεν είναι πάντα το ίδιο, αλλά υπάρχει μεγάλη αλληλοεπικάλυψη. Ακριβώς επειδή οι παράνομες δραστηριότητες χρειάζονται την ανωνυμία – δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τουλάχιστον 5% της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας έχει παράνομη προέλευση. Οποιος χρειάζεται ανωνυμία τη βρίσκει σε φορολογικούς παραδείσους και μέσω της χρήσης κρυπτονομισμάτων.

Ετικέτες

Documento Newsletter