“Σαπουνόφουσκα”, μια χριστουγεννιάτικη ιστορία του Χρήστου Χρυσόπουλου

“Σαπουνόφουσκα”, μια χριστουγεννιάτικη ιστορία του Χρήστου Χρυσόπουλου

Ο συγγραφέας Χρήστος Χρυσόπουλος γράφει για το Docville ένα διήγημα για τον θάνατο ενός αγοριού, η ζωή του οποίου σταμάτησε σιωπηλά τα Χριστούγεννα του 1945

Οχι, όχι, τέλειωσε, δεν υπάρχει σωτηρία,

Μίλτος Σαχτούρης, «Ο σωτήρας» (1945)

Το τέλος

Τα πιο ήσυχα δωμάτια έβλεπαν στην πίσω αυλή, κάτω από την κεραμοσκεπή, αθέατα από την πλευρά του δρόμου. Χάθηκε φοβισμένος, σωριασμένος στο κρεβάτι μιας τέτοιας κάμαρας, αφυδατωμένος από τον πυρετό. Ηταν Χριστούγεννα του 1945. Τα παράθυρα ορθάνοιχτα, μα δεν ακουγόταν ψυχή, μόνο το γουργούρισμα των πουλιών. Στα βόρεια προάστια οι δρόμοι ήταν ανέκαθεν ολιγάνθρωποι.

Δεν ήταν σπουδαίο πράγμα να πεθαίνει ένα αγόρι εκείνο τον καιρό και μάλιστα σε ένα τέτοιο υπνοδωμάτιο, εκεί όπου πρώτα τα περιστέρια τον νεκροφίλησαν με περιέργεια, επιθυμώντας να γευτούν μια ελάχιστη εκτομή δέρματος από το νεκρό του μάγουλο.

Η ζωή του σταμάτησε σιωπηλά, όπως σπάει μια φυσαλίδα σαπουνιού.

Ιούλιος

Το καλοκαίρι η μητέρα αποφάσισε ότι θα τον έστελνε τα πρωινά στο φαρμακείο. Ιούλιος του 1945. Ο φαρμακοποιός ζούσε σε ένα καλοδιατηρημένο γωνιακό διαμέρισμα πάνω από το ισόγειο φαρμακείο του. Ηταν ένα παλιό κατάστημα με ξύλινα σκεβρωμένα ράφια και ντουλάπια με χοντρά ημιδιαφανή τζάμια. Μόνο το χτύπημα του ρολογιού ακουγόταν εκεί μέσα και ένα μακρινό αδιάλειπτο μουρμουρητό από τη λάμπα υγραερίου που ήταν διαρκώς αναμμένη στο παρασκευαστήριο.

Κάθε πρωί εμφανιζόταν στον εργοδότη του αμίλητος, κρατώντας στα χέρια το μεσημεριανό του κολατσιό. Πολύ σύντομα έμαθε πού φυλάσσονταν τα φάρμακα –αυτά δηλαδή που αναγνώριζε ως φάρμακα: κινίνο, οινόπνευμα και βαμβάκι– και τα έφερνε από το ντουλάπι όποτε τα ζητούσε ο εργοδότης του. Ο φαρμακοποιός ήταν πολύ ανεκτικός. Του μιλούσε ελάχιστα και τις λίγες φορές που του απεύθυνε τον λόγο το έκανε χαμηλόφωνα και με τυπικότητα. Μιλούσε στο μικρό αγόρι στον πληθυντικό.

Ήταν ένας άντρας χλωμός και γενικά δύσθυμος. Παντρεμένος με μια πολύ νεότερή του παιδούλα που υπέφερε από κάποιας μορφής νοητική υστέρηση. Ίσως να ήταν απλώς φοβισμένη. Δεν την άφηνε να βγαίνει μόνη από το σπίτι. Κάποιο μεσημέρι, αφότου έκλεισε το κατάστημα, ο φαρμακοποιός κάθισε πίσω από το ταμείο, έκλεισε τα στόρια της βιτρίνας, είπε στο αγόρι να σταθεί ακίνητο μπροστά στην προθήκη με τις κολόνιες και ειδοποίησε τη νεαρή σύζυγό του που κατέβηκε από το διαμέρισμα ξυπόλυτη, φορώντας μια διάφανη βαμβακερή ρόμπα. Ηταν αχτένιστη. Προχώρησε με αργά βήματα στο κέντρο του μαγαζιού και ακολούθησε τις οδηγίες του συζύγου της. Γδύθηκε χωρίς να πει κουβέντα, σαν να ακολουθούσε ένα καλά σχεδιασμένο τελετουργικό. Δεν φορούσε εσώρουχα. Το δέρμα της ήταν αψεγάδιαστο. Στάθηκε εκεί για κάμποση ώρα. Η ανάσα της φανερωνόταν στην ταλάντωση του γυμνού στήθους. «Σ’ αρέσει;» τον ρώτησε ο φαρμακοποιός. Εκείνος δεν ήξερε τι έπρεπε να απαντήσει. Η ίδια σκηνή επαναλήφθηκε μερικές μέρες αργότερα. Και τις δυο φορές η γυμνή νεαρή γυναίκα τον κοιτούσε άφοβα στα μάτια. Το βλέμμα της χαμογελούσε. Καθώς είχε τα χέρια κατεβασμένα, τα ακροδάκτυλά της ίσα που άγγιζαν, χαϊδεύοντας ανεπαίσθητα τους βελούδινους μηρούς της.

Αν και του άρεσε η σιωπή και η ανία του φαρμακείου, η μυρωδιά των φαρμάκων τον αρρώσταινε.

Η συνέχεια

Δεν έζησε ούτε μισό χρόνο ύστερα από εκείνες τις διακοπές. Χάθηκε φοβισμένος, σωριασμένος στο κρεβάτι μιας τέτοιας κάμαρας, αφυδατωμένος από τον πυρετό. Ηταν Χριστούγεννα του 1945 και στα βόρεια προάστια οι δρόμοι ήταν ανέκαθεν ολιγάνθρωποι. Ο χειμωνιάτικος ήλιος τον βασάνιζε με την παράδοξα βάναυση λαμπρότητά του.

Δεν ήταν σπουδαίο πράγμα να πεθαίνει ένα αγόρι εκείνο τον καιρό. Τα περιστέρια τον νεκροφίλησαν με περιέργεια, επιθυμώντας να γευτούν μια ελάχιστη εκτομή δέρματος από το νεκρό του μάγουλο.

Η ζωή του σταμάτησε σιωπηλά, όπως σπάει μια φυσαλίδα σαπουνιού.

Το είχε ονειρευτεί αυτό το τέλος.

Είχε γιορτάσει στον νου του τη μνήμη εκείνου του γυμνού σώματος.

Ηταν όσο εγγύτερα στον έρωτα πρόλαβε να βρεθεί τόσο λίγο που έζησε…

Ετικέτες

Documento Newsletter