Σαντιάγο Ρονκαλιόλο: «Οσο έγραφα αληθινές ιστορίες η ζωή μου ήταν κόλαση»

Σαντιάγο Ρονκαλιόλο: «Οσο έγραφα αληθινές ιστορίες η ζωή μου ήταν κόλαση»
(© Αναστάσης Ναρεκιάν/Eurokinissi)

Συναντηθήκαμε με τον Περουβιανό συγγραφέα στο κέντρο της Αθήνας και μιλήσαμε για την πολιτική στη Λατινική Αμερική και τις σιωπές στην ανθρώπινη ζωή.

Γεννήθηκε στη Λίµα του Περού και πέρασε την παιδική του ηλικία στο Μεξικό καθώς ο πατέρας του ήταν εξόριστος. Στο σχολείο είχε συµµαθητές των οποίων οι γονείς επίσης ήταν εξόριστοι. Οταν η οικογένειά του επέστρεψε στο Περού τη δεκαετία του 1980 το Φωτεινό Μονοπάτι είχε ήδη δείξει πως αυτό που πίστεψαν όσοι το υποστήριξαν ήταν πολύ µακριά από την πραγµατικότητα. Ο Σαντιάγο Ρονκαλιόλο µεγάλωσε σε µια εµπόλεµη χώρα όπου βασίλευε ο παραλογισµός και αυτό το τραύµα µεταφέρει µε διαφορετικό τρόπο κάθε φορά στα βιβλία του. Στο νέο του µυθιστόρηµα «Αλλά ρύσαι ηµάς από του πονηρού» ασχολείται µε την περίπτωση σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας και µε τα οικογενειακά µυστικά γύρω από έναν άνθρωπο ο οποίος εµπλέκεται στην υπόθεση. Συναντηθήκαµε στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στο πλαίσιο του 14ου Φεστιβάλ ΛΕΑ (Λογοτεχνία Εν Αθήναις).

Εχετε ζήσει σε χώρες στις οποίες η ζωή ήταν σκληρή, είτε για πολιτικούς είτε για οικονοµικούς λόγους. Η οικογένειά σας αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Περού λίγα χρόνια αφότου γεννηθήκατε και η συνέχεια επίσης δεν ήταν εύκολη.

Θα έλεγα ότι έχω χάρισµα. Ηµουν στο Μεξικό όταν ξέσπασε η οικονοµική κρίση του 1982, όταν επέστρεψα στο Περού γινόταν πόλεµος, την εποχή που πήρα την ισπανική υπηκοότητα προέκυψε νέα κρίση –διεθνής αυτήν τη φορά– και όταν µετακόµισα στη Βαρκελώνη οι Καταλανοί άρχισαν να ζητούν την ανεξαρτησία τους. Υποθέτω λοιπόν πως για όλα φταίω εγώ.

Πάντως εξακολουθείτε να διατηρείτε το χαµόγελό σας.

Ερχοµαι από την κόλαση. Ειδικά στο Περού τη δεκαετία του 1980 το να είσαι παιδί ή έφηβος σήµαινε διαρκή επαφή µε τον θάνατο. Ηταν πολύ έντονες η βία και η κακοποίηση, για τις οποίες γράφω συχνά στα βιβλία µου. Την ίδια στιγµή όµως κάτι γινόταν καλύτερο. Και αν µπορεί να βελτιωθεί µια τέτοια κατάσταση, τα πάντα µπορούν να βελτιωθούν. Ο πόνος σε µαθαίνει να εκτιµάς την ευτυχία. Οι άνθρωποι που έχουν τα πάντα συνήθως δεν είναι πιο ευτυχισµένοι από όσους υποφέρουν, απλώς υποφέρουν για ανόητα πράγµατα. Ωστόσο δεν υπάρχει πιθανότητα να ευτυχήσεις αν δεν βιώσεις τον πόνο. Θα έλεγα ότι το να γράφω γι’ αυτά µε κάνει πιο λογικό ή έστω λιγότερο παράλογο. Είναι ένας τρόπος να ξορκίσω όσα έχω µέσα µου. Το γράψιµο είναι θεραπεία. Σου δίνει την ευκαιρία να µιλήσεις για τα σκοτάδια που έχεις στο µυαλό σου. Υποθέτω ότι θα ήµουν πιο σκοτεινός άνθρωπος αν δεν έγραφα σκοτεινά βιβλία.

(© Αναστάσης Ναρεκιάν/Eurokinissi)

Πώς γίνατε συγγραφέας;

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 το να είσαι συγγραφέας στη Λατινική Αµερική ήταν κάτι αδύνατο, σχεδόν τιτάνιο. Με την άνθηση της λατινοαµερικανικής λογοτεχνίας οι συγγραφείς δεν ήταν απλώς συγγραφείς. Ταξίδευαν µε τον Φιντέλ Κάστρο, έτρωγαν παρέα µε τον Κλίντον· αυτό φαινόταν σαν κάτι υπεράνθρωπο που δεν θα µπορούσε να κάνει ένας καθηµερινός άνθρωπος. Οταν σπούδαζα λογοτεχνία ήξερα ότι η ζωή µου θα είχε σχέση µε τη συγγραφή. Οµως ποτέ δεν πίστευα ότι θα µπορούσα να βιοπορίζοµαι από αυτή. Αρχισα να γράφω τις πρώτες µου ιστορίες στα κρυφά. ∆εν ήθελα να τις δείξω σε κανέναν γιατί οι συµφοιτητές µου µπορούσαν να καταρρίψουν όλη τη λογοτεχνία µέσα σε πέντε λεπτά. Είχαν ένα σωρό απόψεις και όταν είσαι δεκαεπτά δεν καταλαβαίνεις ότι δεν ξέρουν τίποτε επειδή κι εκείνοι είναι δεκαεπτά. Εγραφα λοιπόν στα κρυφά και έστειλα ένα διήγηµα σε ένα µικρό διαγωνισµό –το 1997, αν θυµάµαι καλά– και κέρδισα. Ετσι ένιωσα ότι µου δόθηκε ένα είδος εξουσιοδότησης για να γίνω συγγραφέας. Και πίστεψα ότι θα έκανα µια άλλη δουλειά αλλά παράλληλα θα είχα το δικαίωµα να γράφω και λογοτεχνία.

Εχετε γράψει και non fiction. Σκέφτοµαι συχνά το βιβλίο σας για το Φωτεινό Μονοπάτι και τη δράση του Αµπιµαέλ Γκουσµάν. Θα ξαναµπαίνατε στη διαδικασία να γράψετε ένα αντίστοιχης θεµατολογίας βιβλίο;

Μου αρέσει να γράφω αληθινές ιστορίες, αλλά όσο το έκανα η ζωή µου ήταν κόλαση. Ηρθα αντιµέτωπος µε επιθετικότητα, λογοκρισία και δικαστήρια, οπότε κάποια στιγµή αποφάσισα να µείνω στη µυθοπλασία. Είναι πιο ασφαλές.

Από το συγκεκριµένο βιβλίο µού έχει µείνει ιδιαίτερα η εικόνα των κρεµασµένων σκύλων από τις κολόνες. Κάποιες φορές από ένα και µοναδικό στιγµιότυπο µπορεί να αντιληφθεί κανείς το σκοτάδι που υπάρχει σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής.

Γι’ αυτό γράφω ιστορίες τρόµου, γιατί µεγάλωσα εκεί.

Ο πατέρας σας εξορίστηκε από το Περού και φύγατε οικογενειακώς για το Μεξικό. Πώς ήταν τα πράγµατα όταν επιστρέψατε στη χώρα σας;

Οταν επιστρέψαµε ήµουν περίπου δέκα χρόνων. Ξαφνικά βρέθηκα σε µια χώρα όπου γινόταν πόλεµος – κάθε µέρα βλέπαµε πτώµατα στους δρόµους, συνεχώς γίνονταν µπλακάουτ και είχε επιβληθεί απαγόρευση κυκλοφορίας. Για τα παιδιά που είχαν µεγαλώσει εκεί αυτός ήταν ο µοναδικός κόσµος που γνώριζαν, δεν είχαν δει κάτι άλλο. Αν ερχόσουν όµως από το εξωτερικό, ήξερες ότι υπήρχε και µια άλλη ζωή, εντελώς διαφορετική. Υποθέτω ότι εκείνη την περίοδο ξεκίνησε η εµµονή µου µε τις ιστορίες. Ηταν η εποχή που άρχισα να διαβάζω ψάχνοντας µια καλύτερη ζωή από εκείνη που είχα. Τα βιβλία, όπως οι ταινίες και η τηλεόραση, µου έσωσαν τη ζωή. Οι ιστορίες που διάβαζα κι έβλεπα µου άνοιξαν παράθυρο σε έναν καλύτερο κόσµο. Το ίδιο µου συνέβη και στο lockdown. Χρειαζόµαστε τις ιστορίες για να κάνουµε τη ζωή µεγαλύτερη.

Γιατί εξορίστηκε ο πατέρας σας;

∆εν ήταν µόνο ο πατέρας µου· σχεδόν όλοι εξορίστηκαν – είναι θαύµα που υπήρχαν άνθρωποι στη χώρα εκείνη την εποχή. Ο πατέρας µου δεν ήταν αντάρτης αλλά δηµοσιογράφος που έγραφε άβολες αλήθειες. Ηταν µέλος του Επαναστατικού Σοσιαλιστικού Κόµµατος και συνεργαζόταν µε πολλούς που είχαν εξοριστεί από τη Χιλή και την Αργεντινή – η περουβιανή δικτατορία ήταν συνδεδεµένη µε τις δικτατορίες των χωρών αυτών. Οι εξόριστοι συνήθως πήγαιναν στη Νορβηγία ή τη Σουηδία όπου είχε πολύ κρύο είτε στο Παρίσι όπου, καθώς ήταν πολύ ακριβό, έπρεπε να ζεις περιορισµένα. Η άλλη επιλογή ήταν το Μεξικό, το οποίο είχε δεχτεί πρόσφυγες από τον Ισπανικό Εµφύλιο και στη δεκαετία του 1970 τους εξόριστους της Νότιας Αµερικής.

Ποια χρονιά εξορίστηκε;

Μάλλον το 1977. ∆εν είµαι σίγουρος για τις δραστηριότητές του· είχε ένα πλαστό αργεντίνικο διαβατήριο µε µια φωτογραφία του µε µούσι και διαφορετικό όνοµα. Ποτέ δεν κατάλαβα τι ακριβώς έκανε µε αυτό το διαβατήριο. Είµαι σίγουρος ότι υπάρχουν πολλά µυστικά τα οποία δεν θα µάθω ποτέ.

Σε χώρες που δεν έχουν δηµοκρατία είναι περισσότερα τα οικογενειακά µυστικά;

Η δηµοκρατία είναι ένα σύστηµα στο οποίο όλοι µπορούν να µιλήσουν. Σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς αυτό δεν συµβαίνει. ∆εν καταλαβαίνεις τη δηµοκρατία από τις εκλογές. Ακόµη και σε ολοκληρωτικά καθεστώτα διενεργούνται, ωστόσο κατά τη διάρκεια της προεκλογικής καµπάνιας δεν µπορούν να µιλήσουν όλοι. ∆ηµοκρατία είναι να µπορούµε να ακούµε ο ένας τον άλλο. Γι’ αυτό όταν υπάρχει κάποιο µυστικό βρίσκω την ευκαιρία για να γράψω. Αντλώ τα θέµατά µου από τις σιωπές, τα µυστήρια, τα πράγµατα για τα οποία οι άνθρωποι δεν θέλουν να µιλήσουν. Πολλά από τα µυστικά αφορούν πολύ κακές πράξεις – αυτές πηγάζουν από καθηµερινά ανθρώπινα συναισθήµατα. ∆εν χρειάζεται να είναι κανείς ψυχοπαθής ή εξωγήινος. Συχνά το κακό προέρχεται από κάτι τόσο βασικό όσο το ότι οι άνθρωποι χρειάζονται αγάπη αλλά δεν την έχουν. Οι χαρακτήρες αυτών των βιβλίων είναι πιο τροµακτικοί από τους ήρωες µιας ταινίας τρόµου επειδή είναι αληθινοί. Μέσα από αυτές τις ιστορίες θέλω ο αναγνώστης να αναρωτηθεί αν θα µπορούσε ο ίδιος να είναι το τέρας.

Αυτό που κυρίως σας απασχολεί δηλαδή είναι η κοινοτοπία του κακού;

Ναι. Για να είσαι πραγµατικά φρικτός πρέπει να µπορούν οι πράξεις σου να δικαιολογηθούν από πολύ θετικά συναισθήµατα ή επιθυµίες ή ιδανικά. Να πιστέψεις ότι όταν παλεύεις για έναν καλύτερο κόσµο όλες οι πράξεις σου δικαιώνονται.

(© Αναστάσης Ναρεκιάν/Eurokinissi)

Στο πρόσφατο βιβλίο σας «Αλλά ρύσαι ηµάς από του πονηρού» ασχολείστε µε τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών στους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας – συγκεκριµένα µε ό,τι συνέβη στη χριστιανική αδελφότητα Sodalicio de Vida Cristiana στο Περού.

Βασίζεται σε αυτή την περίπτωση, αλλά δεν ήθελα να µείνω στην πραγµατικότητα – το σκεφτόµουν κυρίως ως µυθιστόρηµα για τη σιωπή. Αυτό που συµβαίνει µε τον κεντρικό ήρωα είναι ότι δεν µπορεί ποτέ να δει ολόκληρο το τέρας. Ανοίγει µια πόρτα και βλέπει το κεφάλι και από ένα παράθυρο βλέπει την ουρά. Οταν άρχισαν οι αποκαλύψεις για το θέµα συνειδητοποίησα ότι είχα φίλους που ήταν σε αυτή την αδελφότητα, γνώριζα ιερείς που δούλευαν µαζί τους και δηµοσιογράφους που ασχολούνταν µε το θέµα. Υπήρχε πολύς κόσµος κοντά σε όλο αυτό και κανείς δεν είχε πει λέξη για δύο δεκαετίες. Οταν άρχισαν να ακούγονται πράγµατα είχα µπροστά µου µόλις ένα µικρό µέρος της κορυφής του παγόβουνου – µέσω της µυθοπλασίας έπρεπε να δηµιουργήσω το υπόλοιπο. ∆εν ήθελα να δώσω περιγραφές όσων συνέβησαν, προτιµούσα ο αναγνώστης να παίξει µε τις σιωπές, να καταλαβαίνει όσα συµβαίνουν πίσω από τις κλειστές πόρτες χωρίς να περιγράφονται.

Είναι επώδυνο να επιστρέφετε στις ρίζες σας;

∆εν έχω επιλογή. Οταν αλλάζεις τόπους έχεις πάντα µια νέα ζωή, έστω και για µικρό διάστηµα. Ερχεσαι για παράδειγµα στην Ελλάδα για τρεις µέρες και τρως το φαγητό που δεν θα έτρωγες αν ήσουν αλλού και συναντάς τις γυναίκες µε τις οποίες θα έβγαινες αν ήσουν κάποιος άλλος. Εχεις έστω και για λίγο την αίσθηση ότι δηµιουργείς µια διαφορετική ζωή. Αυτό όµως που σε κάνει αυτό που είσαι είναι οι µνήµες που έχεις όταν ξυπνάς κάθε πρωί. Η ανάµνηση των ριζών σου και της διαδροµής σου µέχρι τώρα. Αν µου ζητούσατε να ορίσω την ταυτότητα ενός ατόµου, αυτό θα έλεγα. Πολλοί από τους χαρακτήρες µου αναζητούν το παρελθόν τους και ιδιαίτερα το παρελθόν των πατέρων τους. Θα έλεγα, ή µάλλον ο θεραπευτής µου θα έλεγε, ότι κάθε φορά ψάχνω την ιστορία που µε έκανε αυτό που είµαι. Είναι οδυνηρή διαδικασία γιατί ποτέ δεν είσαι αυτός που θα έπρεπε. Μάλλον είσαι αυτό που δεν έπρεπε να είσαι. Οµως δεν υπάρχει επιλογή.

INF0

Το βιβλίο «Aλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού» του Σαντιάγο Ρονκαλιόλο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση του Κώστα Αθανασίου

Documento Newsletter