Σαντιάγο Γκαμπόα: «Στην Κολομβία δεν είχαμε ποτέ δημοκρατία»

Σαντιάγο Γκαμπόα: «Στην Κολομβία δεν είχαμε ποτέ δημοκρατία»

Το όνομα του Σαντιάγο Γκαμπόα ακούστηκε πολύ στη χώρα μας πέρυσι με την έκδοση του μυθιστορήματός του «Νυχτερινές ικεσίες» (Πόλις, μετάφραση Βασιλική Κνήτου), που έχει ως θέμα την περιπέτεια ενός Κολομβιανού φοιτητή φιλοσοφίας ο οποίος ψάχνοντας να βρει τα ίχνη της χαμένης αδερφής του στην Μπανγκόκ καταλήγει να κατηγορείται για κατοχή ναρκωτικών και κινδυνεύει να καταδικαστεί σε θάνατο. 

Το 10ο Ιβηροαμερικανικό Φεστιβάλ Λογοτεχνία Εν Αθήναις (ΛΕΑ) που ολοκληρώθηκε πριν από λίγες μέρες ήταν καλή αφορμή για να συναντηθούμε με τον Κολομβιανό συγγραφέα και να κάνουμε μια μεγάλη κουβέντα με θέμα το φεστιβάλ, το βιβλίο, την Κολομβία, την έννοια της δικαιοσύνης και τη σχέση του με τον σημαντικότερο συγγραφέα της χώρας του, τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Ακολουθεί η αφήγησή του σε πρώτο πρόσωπο.

Αθηναϊκό ημερολόγιο

Επισκέφθηκα την Αθήνα πρώτη φορά το 1973 με τους γονείς μου. Ο πατέρας μου είναι ιστορικός τέχνης και η μητέρα μου ζωγράφος και ήρθαμε επειδή ήθελαν να μυήσουν εμένα και τον αδερφό μου στον πολιτισμό της αρχαίας Ελλάδας. Ήρθαμε στην Αθήνα οδικώς, μέσω Γιουγκοσλαβίας, έπειτα πήγαμε στα νησιά και στην Πελοπόννησο και μας θυμάμαι να περπατάμε στους αρχαιολογικούς χώρους και να ακούμε ιστορίες για θεούς και ήρωες. Τις μέρες που αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στην Ιταλία όπου ζούσαμε πέσαμε πάνω στα γεγονότα στην Κύπρο. Λόγω της κατάστασης είχαν επιταχτεί τα πλοία και δεν μπορούσαμε να φύγουμε από το λιμάνι της Πάτρας. Μείναμε δυο μέρες επιπλέον ώσπου βρήκαμε ένα καράβι που πήγαινε στο Μπρίντιζι. Εκτοτε ήρθα στην Ελλάδα αρκετές φορές, και την εποχή που ζούσα στο Παρίσι αλλά και όταν εργαζόμουν στην UNESCO, για τα εγκαίνια του Μουσείου της Ακρόπολης.

Φέτος είναι η δεύτερη φορά που έρχομαι στο πλαίσιο του Φεστιβάλ ΛΕΑ. Ήρθα αρχικά πέρυσι για το βιβλίο μου «Νυχτερινές ικεσίες», που πήγε τόσο καλά ώστε βρίσκεται ήδη στην τρίτη έκδοση. Πήρε πολύ καλές κριτικές και ο κόσμος το υποστήριξε – είναι υπέροχο να λαμβάνω μηνύματα αναγνωστών από την Ελλάδα. Το βιβλίο αφορά την ιστορία δύο αδερφών, του Μανουέλ και της Χουάνα, που μεγαλώνουν σε μια οικογένεια με την οποία δεν ταιριάζουν. Ό,τι είναι σημαντικό για εκείνους δεν έχει καμία αξία για τους γονείς τους. Η μόνη διέξοδος που έχουν για συναίσθημα είναι μέσω της τέχνης. Από μικρός ήθελα να έχω μια μεγάλη αδερφή. Η μεγάλη αδερφή είναι ο τέλειος συνδυασμός της μάνας και της φίλης. Αυτό που ήθελα να γράψω στην ουσία είναι η ιστορία δύο ανθρώπων που αγαπιούνται –στη συγκεκριμένη περίπτωση με την πιο αγνή αγάπη– αλλά έρχονται αντιμέτωποι με καταστάσεις που είναι εναντίον τους.

Επέλεξα δηλαδή ένα παραδοσιακό θέμα, μια πανάρχαια συζήτηση πάνω στους δύο που εναντιώνονται στις συγκυρίες. Άλλωστε η λογοτεχνία περιστρέφεται γύρω από γνωστά θέματα που έχουν γραφτεί και ξαναγραφτεί. Το διαφορετικό στοιχείο κάθε φορά είναι η νέα προσέγγιση. Όταν γράφω δεν έχω από την αρχή όλη την ιστορία στο μυαλό μου. Γράφω για να ανακαλύψω το βιβλίο που θέλω να γράψω. Γράφοντας κάθε ιστορία αρχίζω να αγαπάω τους ήρωες. Στο μεταξύ στο βιβλίο παίζει πολύ σημαντικό ρόλο ο πρόξενος· είναι αυτός που προσπαθεί να ενώσει τα αδέρφια. Ο χαρακτήρας αυτός θα έλεγα ότι είναι το alter ego μου. Πάντα μου άρεσε η λογοτεχνία που έχει πρόξενους, όπως του Γκράχαμ Γκριν, του Βάργκας Λιόσα και του Μάλκολμ Λόουρι. Υπήρξα κι εγώ πρόξενος της Κολομβίας στο Δελχί, το Τόκιο, στην Τεχεράνη και την Μπανγκόκ, οπότε έχτισα τον ήρωα πάνω στις εμπειρίες μου.

Ο Μανουέλ κατηγορείται για εμπόριο ναρκωτικών στην Μπανγκόκ. Το εμπόριο ναρκωτικών στην Ασία τιμωρείται με την ποινή του θανάτου. Αν δηλώσεις ένοχος, συνήθως πηγαίνεις φυλακή ισόβια και ίσως έπειτα από κάποια χρόνια να μεταφερθείς στη χώρα σου. Αν δηλώσεις αθώος, πας κατευθείαν για εκτέλεση. Και δεν σε εκτελούν έπειτα από δύο χρόνια όπως στις ΗΠΑ, αλλά όποτε αποφασίσουν. Δεν δίνουν συγκεκριμένη ημερομηνία, οπότε μπορεί να σε εκτελέσουν σήμερα το απόγευμα, αύριο το πρωί ή σε δύο εβδομάδες. Επομένως, καλύτερα σε κάθε περίπτωση να δηλώσεις ένοχος.

Αν πιστεύω στη δικαιοσύνη; Σε κάποια μέρη η δικαιοσύνη είναι πολύ άδικη. Σε άλλα σημεία είναι υπερβολικά ευαίσθητη. Υπάρχουν δηλαδή άνθρωποι που έχουν κάνει πολύ σοβαρά εγκλήματα και περπατούν ελεύθεροι στους δρόμους και άλλοι που είναι αθώοι και περνούν όλη τη ζωή τους στη φυλακή. Το πρόβλημα είναι ότι η δικαιοσύνη είναι φτιαγμένη από τους ανθρώπους, με ό,τι σημαίνει αυτό για τις αδυναμίες που μπορεί να έχει. Η δικαιοσύνη είναι ουτοπία.

Κολομβία, χώρα ανισοτήτων

Τα τελευταία τρία χρόνια έχω επιστρέψει στην Κολομβία. Το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας είναι ότι έχουμε διχαστεί. Οι μισοί είναι συντηρητικοί δεξιοί που έχουν τους παραστρατιωτικούς στο πλευρό τους και οι άλλοι μισοί είναι προοδευτικοί. Η Κολομβία είναι χώρα ανισοτήτων. Είναι η τρίτη σε ανισότητες χώρα του κόσμου μετά την Αϊτή και την Κένυα. Το 15% του πληθυσμού αποτελείται από τη μεσαία οικονομική τάξη, το 80% είναι η κατώτερη. Το 30% αυτής της τάξης ζει κάτω από τo όριo της φτώχειας. Και αυτό οφείλεται στο ότι η χώρα δεν γνώρισε ποτέ πολιτική αλλαγή. Εξακολουθεί να είναι αριστοκρατική κοινωνία. Ποτέ δεν είχαμε δικτατορία, ούτε όμως και δημοκρατία. Μεταξύ 1948 και 1952 είχαμε ένα είδος δικτατορίας που αποτέλεσε τόσο μεγάλο σοκ για την κοινωνία ώστε όλες οι πολιτικές πλευρές συμφώνησαν να επιτρέψουν στον στρατό να εισχωρήσει στην κυβέρνηση για να ελέγξει την κατάσταση. Σήμερα στην Κολομβία 200 οικογένειες κατέχουν τα πάντα και οι υπόλοιπες τίποτε. Αυτές οι οικογένειες δεν επιθυμούν την αλλαγή. Γι’ αυτό είναι ενάντια στη διαδικασία ειρήνευσης. Γιατί εμπεριέχει την αξία της κοινωνικής δικαιοσύνης και αυτό σημαίνει ανακατανομή της γης.

Πώς ακριβώς λειτουργούν οι βαρόνοι των ναρκωτικών; Αγοράζουν γη για τις καλλιέργειές τους και βάζουν παραστρατιωτικούς να την προστατεύουν. Χωρίζουν τη γη σε διαδρόμους, με στόχο να φτάνουν ως τη θάλασσα. Αν η ιδιοκτησία κάποιου βρίσκεται στον διάδρομο που χαράζεται για να επιτευχθεί η πρόσβαση στη θάλασσα, οι παραστρατιωτικοί τού ζητούν να πουλήσει τη γη του κοψοχρονιά και να φύγει το συντομότερο δυνατό. Η μεγαλύτερη τραγωδία της Κολομβίας είναι η γη. Γιατί έχει υπέροχο έδαφος, ιδανικό για καλλιέργεια. Για να καταλάβεις πόσο εύφορο είναι, σκέψου ότι αν πάρεις ένα κλαδί και το χώσεις τυχαία στο έδαφος, θα το δεις σε τρεις μέρες να ριζώνει. Η γη της Κολομβίας είναι ταυτόχρονα θαύμα και τραγωδία.

«Η σχέση μου με τον Μάρκες»

Συνάντησα τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες πολλές φορές στη ζωή μου. Τα «Εκατό χρόνια μοναξιά» τα πρωτοδιάβασα όταν ήμουν δώδεκα χρόνων. Εκείνη την εποχή ήταν σχεδόν κλασικός. Από κοντά τον γνώρισα το 1996. Τότε είχε εκδοθεί το πρώτο μου βιβλίο στην Κολομβία, αλλά ζούσα στο Παρίσι. Γινόταν τότε ένα φεστιβάλ στη νότια Γαλλία και πήγα όχι ως συγγραφέας, γιατί ήμουν καινούργιος και κανείς δεν με ήξερε, αλλά ως δημοσιογράφος. Στο ίδιο φεστιβάλ ήταν και ο Μάρκες, ο οποίος δεν δέχτηκε ποτέ να μιλήσει σε πάνελ. Είχε έρθει εκεί για να δει μερικούς φίλους του. Κάποια στιγμή βρεθήκαμε με τους συγγραφείς σε ένα ξενοδοχείο. Η συνάντηση γινόταν σε ένα πλάτωμα, στην ευθεία υπήρχε ένας κήπος και στο τέλος του ξεκινούσαν κάτι σκαλιά που οδηγούσαν στην παραλία. Όπως κοιτούσα προς τη θάλασσα, είδα ξαφνικά να περπατά πάνω στην άμμο ο Μάρκες μαζί με έναν γνωστό μου φωτογράφο. Έμεινα να κοιτάζω σαν χαμένος.

Ο φωτογράφος μάς έδειξε με το χέρι του και άρχισαν να έρχονται προς το μέρος μας. Όταν έφτασε κοντά μας όλοι οι συγγραφείς σηκώθηκαν όρθιοι να τον χαιρετήσουν. Εγώ ντρεπόμουν τόσο που πήγα και κρύφτηκα πίσω από τους άλλους. Άρχισαν κάποια στιγμή να του συστήνουν τον κόσμο, από εδώ ο Μεξικανός συγγραφέας τάδε, από εδώ ο Γάλλος συγγραφέας Ζαν-Κλοντ Ιζό. Και ήρθε η στιγμή που έφτασαν σε μένα. Ο φωτογράφος τού είπε: «Α, αυτός εδώ είναι από την Κολομβία. Τον λένε Σαντιάγο Γκαμπόα». Τότε ήρθε κοντά μου ο Μάρκες και μου είπε: «Σε έψαχνα γιατί διαβάζω το βιβλίο σου». Κατάπια τη γλώσσα μου. «Δώσε μου το τηλέφωνό σου στο Παρίσι» συνέχισε «και θα σε πάρω την άλλη βδομάδα να μιλήσουμε». Όταν ολοκληρώθηκε η πρώτη συνάντησή μας στεκόμουν σαν κεραυνοβολημένος και κοίταζα για ώρα το κενό.

Την επόμενη βδομάδα, τη στιγμή που έκανα ντους, χτύπησε το τηλέφωνο και μπήκε ο τηλεφωνητής. Καθώς έτρεχε το νερό άκουσα μια βαθιά αντρική φωνή. Έτρεξα με τα νερά να πιάσω το τηλέφωνο. Μιλήσαμε δύο ώρες και κανονίσαμε να βρεθούμε. Μετά τη συνάντησή μας μου τηλεφώνησε ο εκδότης μου και μου πρότεινε να γράψω ένα δημοσιογραφικό βιβλίο με τον Μάρκες –έπειτα από πρόταση του ίδιου του Μάρκες–, το οποίο και κάναμε. Από εκεί και πέρα αρχίσαμε να κάνουμε παρέα. Δεν τολμώ να πω ότι ήμουν φίλος του. Από σεβασμό δεν τον είπα ποτέ Γκάμπο, έτσι τον έλεγαν οι φίλοι του. Τον έλεγα Γκαμπριέλ. Ήταν πολύ συνεσταλμένος άνθρωπος. Καταγόταν από την Αρακατάκα, ένα πολύ φτωχό μέρος κοντά στην Καραϊβική. Ήρθε με τη δύναμη των ανθρώπων που έρχονται από χαμηλά. Εν τω μεταξύ ήταν πάντα ερωτευμένος με τη λογοτεχνία. Δεν σταματούσε να μιλάει για λογοτεχνία. Όταν καθόμασταν, με ρωτούσε λεπτομέρειες για αυτά που έγραφα, μιλούσαμε και αναλύαμε και με βοήθησε πολύ να καταλάβω τι κάνω.

Τελευταία φορά τον είδα επτά μήνες προτού πεθάνει. Και με ρώτησε: «Είσαι ακόμη στην Ινδία;», γιατί λόγω ηλικίας δεν συγκρατούσε πληροφορίες. «Έχεις πάει ποτέ στην Ινδία;» τον ρώτησα. Και μου απάντησε: «Ναι. Το 1983 κι ενώ βρισκόμουν στο Παρίσι μου τηλεφώνησε ο Φιδέλ Κάστρο και μου ζήτησε να τον συνοδεύσω στην Ινδία γιατί γινόταν η συνάντηση του Κινήματος των Αδέσμευτων». Όταν προσγειώθηκαν στο Δελχί, ο Μάρκες αποφάσισε να περιμένει στο αεροπλάνο μέχρι να ολοκληρωθεί η τελετή υποδοχής. Από το παράθυρο του αεροπλάνου είδε τότε την Ίντιρα Γκάντι να περπατάει στον αεροδιάδρομο και να ανεβαίνει στο αεροπλάνο φωνάζοντας με ανησυχία: «Πού είναι ο Γκαρσία Μάρκες;».

Από εκείνη τη μέρα ο Μάρκες και η Γκάντι βρίσκονταν στο σπίτι της κάθε απόγευμα στις 5 και έπαιρναν μαζί το απογευματινό τους τσάι, συζητώντας στα γαλλικά. Έπειτα από τρεις μέρες έγιναν φίλοι και η Ίντιρα του ζήτησε να ξαναπάει στην Ινδία και να γυρίσουν μαζί όλη τη χώρα. Τότε εκείνος της απάντησε: «Οργάνωσέ το και θα έρθω». Όταν έφτασε σε αυτό το σημείο της αφήγησής του, το πρόσωπό του σκοτείνιασε ξαφνικά. «Λίγο καιρό μετά τη συνάντησή μας με ειδοποίησαν ότι τη σκότωσαν. Δεν μπόρεσα ποτέ να ξαναπάω στην Ινδία» μου είπε.

Γνώρισα πολλούς ανθρώπους, είχα την τύχη να συνομιλήσω με κορυφαίους συγγραφείς. Κανείς ωστόσο δεν ήταν σαν εκείνον. Όταν συζητούσα μαζί του, είχα την αίσθηση ότι μιλούσα με μια διάνοια. Θα το πω, και το εννοώ χωρίς υπερβολή: Ο Μάρκες ήταν ο σημαντικότερος άνθρωπος που γνώρισα στη ζωή μου.

Info

Οι «Νυχτερινές ικεσίες» του Σαντιάγο Γκαμπόα κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση Βασιλικής Κνήτου

Ετικέτες

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter