Σαν σήμερα: Μανόλης Αναγνωστάκης – Φοβάμαι τους ανθρώπους που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι

Σαν σήμερα, 23 Ιουνίου 2005, έφυγε από τη ζωή ένας από τους σπουδαιότερους μεταπολεμικούς ποιητές. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης δεν υπήρξε μεγάλος μόνο για το ποιητικό του έργο, αλλά και για την έντονη πολιτική του δράση.

Υπήρξε κατεξοχήν πολιτικός ποιητής, ποτέ δεν αρνήθηκε τη σχέση του με την Αριστερά, ακόμα κι όταν το 1948 φυλακίστηκε για τη δράση του στο φοιτητικό κίνημα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με αποτέλεσμα να καταδικαστεί σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Το 1951 βγήκε από τη φυλακή με τη γενική αμνηστία.

Στα ποιήματά του πρωταγωνιστεί ο άνθρωπος. Επηρεασμένος από τα γεγονότα του Β΄Παγκοσμίου πολέμου μέχρι και την δικτατορία ο λόγος του βρίσκεται πάντα στο πλευρό των αδικημένων. Είναι στοργικός και συχνά οι εξομολογήσεις του φανερώνουν μια πικρία για την αριστερά, χωρίς ποτέ όμως να απομακρύνεται από το όραμα της.

Μεταφυσικοί υποτονισμοί, μελαγχολία, διάψευση είναι μόνο κάποια από τα χαρακτηριστικά της ποίησης του. Τα πρώτα χρόνια επηρεάζεται από τους συμβολιστές, κάποιοι τον συγκρίνουν με τον Καρυωτάκη ,περισσότερο στο ύφος και λιγότερο στο περιεχόμενο. Αργότερα προσανατολίζεται προς τον ρεαλισμό χρησιμοποιώντας ελεύθερο στίχο, καθημερινό που όμως δεν ξεφεύγει από την δραματικότητα. Αυτός είναι και ο λόγος που μαζί με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο τον θεωρούν εισηγητή του «ποιητικού ρεαλισμού».

Η μνήμη παίζει κυρίαρχο λόγο στο έργο του και συχνά τα όσα περιγράφει αποτελούν προσωπικά βιώματα. Επιστρέφει σε εκείνον και μοιράζεται, χωρίς καμία διάθεση εντυπωσιασμού, τη ζωή του στους αναγνώστες, στα «αδέρφια» του όπως συχνά θα τον ακούσουν να λέει. Ο κοινωνικός-πολιτικός προβληματισμός συνυπάρχει σε ένα σύμπαν υπαρξιακό.

Στο ποίημα του «Φοβάμαι» το οποίο γράφτηκε τον Νοέμβρη του 1983 -δέκα χρόνια μετά τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο- και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή μιλάει με πικρία και σαρκασμό για όλους όσους εκμεταλλεύτηκαν και οικειοποιήθηκαν έναν αγώνα που ποτέ δεν ήταν δικός τους.

Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».

Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.

Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου ‘κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.

Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα ‘σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».

Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.

Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.

Ετικέτες