Ο Κώστας Μόντης γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1914 στην κατεχόμενη, σήμερα από τα τουρκικά στρατεύματα, Αμμόχωστο. Έφυγε από τη ζωή μια μέρα σαν κι αυτή, το 2004 και είναι αστείο, γιατί όλο έλεγε στον καλό του φίλο Μάριο Τόκα πως «δεν με νοιάζει να πεθάνω, αρκεί να είναι Άνοιξη και να βλέπω θάλασσα».
Υπήρξε πολιτικός καθοδηγητής των μελών της ΕΟΚΑ, συμβάλλοντας στον Κυπριακό Απελευθερωτικό Αγώνα (1955-59). Η Ακαδημία Αθηνών τον είχε συμπεριλάβει ως αντεπιστέλλων μέλος της. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πάνω από δέκα γλώσσες και το 1984 προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ.
Η ποίηση του είναι εξομολογητική, έχει παράπονο και νοσταλγία. Συχνά χρησιμοποιεί β΄ ενικό πρόσωπο δημιουργώντας την εντύπωση πως συνομιλεί με κάποιον. Στέκεται στον άνθρωπο και στα προβλήματα του με έναν τρόπο πατρικό και βαθιά στοργικό. Η συναίσθηση της ελληνικότητας του και ο διακαής του πόθος να ενωθεί η Κύπρος με την Ελλάδα είναι κάτι που συναντάμε πολύ συχνά στο λόγο του.
Στο αντιπολεμικό ποίημα του «Άγνωστος Στρατιώτης» τιμάει όλους τους άγνωστους στρατιώτες που έδωσαν τη ζωή τους για μια ιδέα ή για την παραφροσύνη εκείνων που η ιστορία τους έκανε γνωστούς… Μα περισσότερο, τιμάει όσους δεν θα γίνουν ποτέ αγάλματα. Εκείνους, που αγάπησαν την πατρίδα τους, μα μπορεί και να φοβήθηκαν, να μην ήταν τόσο δυνατοί και όμορφοι. Εκείνους που ονειρεύτηκαν έναν κόσμο, χωρίς πολέμους, ήρωες και αγάλματα!!
Άγνωστος Στρατιώτης
Γιατί πάντα αυτός ο ρωμαλέος,
γιατί πάντα αυτός ο γενναίος πολεμιστής
ν’ αντιπροσωπεύει τον Άγνωστο Στρατιώτη;
Υπάρχουν κι’ άλλοι πιο δειλοί, πιο αδύνατοι,
με πιο ρυτιδωμένα μέτωπα,
με πιο πικρή σκέψη στο βλέφαρο,
με πολλούς υπολογισμούς πίσω απ’ τη σκανδάλη.
Δε μας κάνουν αυτοί,
δε γίνονται αγάλματα αυτοί;