Σαν σήμερα η φωνή της Μαρία Κάλλας σίγησε για πάντα

Σαν σήμερα η φωνή της Μαρία Κάλλας σίγησε για πάντα

Στις 16 Σεπτεμβρίου 1977, η κορυφαία υψιφωνος του 20ου αιώνα, Μαρία Κάλλας πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια στο διαμέρισμά της στο Παρίσι, όπου ζούσε σε απομόνωση ακούγοντας παλιές ηχογραφήσεις της.

Απέφευγε ακόμα και τους πιο στενούς φίλους της, δεν έβγαινε έξω, δεν είχε διάθεση για ζωή ούτε έκανε πλέον σχέδια. Ο θάνατος του Αριστοτέλη Ωνάση λέγεται ότι ήταν η χαριστική βολή, μετά την απώλεια της φωνής της και την εγκατάλειψη από τον μεγάλο έρωτα της ζωής της, ο οποίος την άφησε για να παντρευτεί την Τζάκι Κένεντι.

Η Μαρία Κάλας, η γυναίκα που ξαναζωντάνεψε το λυρικό θέατρο αφήνοντας το ανεξίτηλο σημάδι της δεν ήθελε να ζήσει άλλο. Την ημέρα του θανάτου της σηκώθηκε από το κρεβάτι της για να πάει στο λουτρό, όταν ένας οξύς πόνος στο στήθος την έριξε στο πάτωμα. Φώναξε την πιστή καμαριέρα της, η οποία τη σήκωσε για να τη μεταφέρει στο κρεβάτι. Αλλά ήδη ήταν πολύ αργά. Ήταν νεκρή σε ηλικία μόλις 53 ετών.

Ποτέ δεν υπήρξε άλλη σαν αυτήν, ούτε πριν ούτε μετά. Οχι επειδή ήταν τέλεια, αλλά επειδή έκανε τις αδυναμίες της προτερήματα. Η Μαρία Αννα Σεσίλια Σοφία Καλογεροπούλου διέγραψε μια ιλιγγιώδη, μεταφυσική και αλλόκοτη διαδρομή, άλλαξε για πάντα τον τρόπο που ακούμε κλασική μουσική, λατρεύτηκε σαν Ελληνίδα θεά και έκαψε τα φτερά της χωρίς να συμβιβαστεί ποτέ με όλα όσα την πόνεσαν.

Η ωραία φωνή δεν αρκεί

Κάποιοι πιστεύουν ότι ήρθε από άλλον πλανήτη. Γιατί δεν υπήρξε ποτέ –πριν ή μετά– κανείς που να την πλησιάσει. Ήταν μια μια γυναίκα που τόλμησε να φτάσει εκεί που έφτασε επειδή συνειδητοποίησε την αξία της ρωγμής, της αδυναμίας, της υπέρβασης. Επειδή απέδειξε ότι η τελειότητα δεν αρκεί, ότι η αλήθεια είναι πιο πάνω από μια άρτια εκτελεσμένη παρτιτούρα. Οτι ούτε η ωραία φωνή αρκεί. Γιατί η φωνή της φυματικής Βιολέτας δεν είναι τέλεια, κουράζεται και σπάει. Γιατί η Νόρμα, όπως και η ίδια η Κάλλας, είναι «πρόβατο που προσπαθεί να βρυχάται σα λιοντάρι». Γιατί η Αΐντα «τραγουδισμένη σε ρέοντα τόνο θα χάσει γρήγορα το ενδιαφέρον της». Γιατί η ανθρώπινη φωνή δεν είναι φυσικό να παράγει τόσο ψηλές νότες χωρίς κάποια τραχύτητα. Γιατί είναι άλλο να είσαι άρτιος εκτελεστής και άλλο αυθεντικός καλλιτέχνης. Η Μαρία Κάλλας μάς τα είπε όλα με τη μόνη γλώσσα που ήξερε: τη γλώσσα της μουσικής. Τα απομνημονεύματά της είναι γραμμένα στους ρόλους που ερμήνευσε. «Για μένα το τραγούδι είναι απόπειρα ανύψωσης στα ουράνια, όπου όλα είναι αρμονία» έχει πει. Η Casta Diva της μαζί με μουσική του Μότσαρτ, τον ήχο ενός κύματος που σπάει στην ακτή ή το κλάμα ενός μωρού κάπου εκεί ψηλά βρίσκεται, σε μια κάψουλα μαζί με άλλους ήχους της γης, για όποια ανώτερη νοημοσύνη έρθει ποτέ σε επαφή μαζί τους.

«Δεν νιώθω σίγουρη για τον εαυτό μου»

Η Κάλλας γράφει στον σύζυγό της Τζιοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι το 1948: «Μολονότι μου καταλογίζουν αλαζονική συμπεριφορά, δεν νιώθω ποτέ σίγουρη για τον εαυτό μου, με βασανίζουν η αμφιβολία και ο φόβος. Θεωρώ το όργανο της φωνής αχάριστο, ανυπάκουο, δεν θέλει να το ελέγχουν, να το υποτάσσουν. Με χειροκροτούν μα εγώ ξέρω πως θα μπορούσα να τα είχα καταφέρει πολύ καλύτερα». Η αέναη πάλη της να τιθασεύσει το απρόσιτο, το άπιαστο, το χιμαιρικό είναι η ιστορία της ζωής της. Από έφηβη, όταν ήρθε από την Αμερική όπου γεννήθηκε και γράφτηκε στο Ωδείο Αθηνών και στα μαθήματα της Ισπανίδας υψιφώνου Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, μέχρι την Ιταλία και τον διάσημο μαέστρο Τούλιο Σεραφίν – δύο μορφές που την καθόρισαν ως ερμηνεύτρια. Η ίδια θα περιγράψει με μεγάλη γλαφυρότητα τη φωνή της: «Το τίμπρο της φωνής μου ήταν σκούρο, μαυριδερό, όταν το σκέφτομαι μου έρχεται στο νου ένα παχύρρευστο λάδι». Η Ισπανίδα δασκάλα της πάνω σ’ αυτόν τον καμβά θα δουλέψει. Θα την εισαγάγει στο μπελκάντο και στον Μπελίνι, τον Ροσίνι, τον Βέρντι, λειαίνοντας, εξευγενίζοντας, επιμένοντας, αυστηρή και μητρική μαζί, για να εμπνεύσει ένα κορίτσι που δούλευε σαν τρελό μέρες και νύχτες υπό έναν όρο: να φτάσει στην κορυφή ή πουθενά, κερδίζοντας το στοίχημα «όλα ή τίποτα». Η Κάλλας κάνει την είσοδό της στη διακεκαυμένη ζώνη που στροβιλίζεται στις πιο ψηλές συχνότητες, αλλά για να αγγίξει τα σύννεφα πρέπει να ανακαλύψει φωνητικά προτερήματα, να εντοπίσει αδυναμίες, να γνωρίσει το εύρος, την έκταση και το σπάνιο μέταλλο της φωνής της, να αποκρυπτογραφήσει τους κώδικες των πρώτων ρόλων της, να τολμήσει, να ανεχτεί, να υποταχθεί, να πεισμώσει, να ξαναπιάσει την παρτιτούρα απ’ την αρχή. Ξανά και ξανά. Μέχρι το εφηβικό παραλήρημα μεγαλείου να γίνει αίσθηση ιερού σκοπού. Μέχρι να σφυρηλατηθεί η ατσάλινη αποφασιστικότητα που έχει όποιος κυνηγάει το απόλυτο. Η Ελβίρα ντε Ιντάλγκο έχει πει για εκείνη: «Μπορούσε να τραγουδήσει ολόκληρη μελωδία με μία μόνο εκπνοή και είχε φυσική κλίση προς τους δραματικούς τόνους. Επρεπε μόνο να βάλει ένα φρένο, να συνηθίσει στην ελαφράδα, την τρίλια, στο κέντημα». Η Κάλλας μελετούσε ώρες ατέλειωτες για να ομογενοποιήσει τον ήχο, να σβήσει «περάσματα», να καθαρίσει την άρθρωση, να δυναμώσει το διάφραγμα, να πιάσει λεπτές αποχρώσεις, ευλυγισίες, ποικίλματα. Για εκείνη καμιά άσκηση δεν ήταν άγονοι λαρυγγισμοί, αλλά «φανταστικά σπαράγματα μελωδιών, σχεδιάσματα παράξενων και ακαθόριστων μουσικών». Για εκείνη τίποτε δεν είχε σημασία, μόνο η ερμηνεία και η φωνή. Αυτή η φωνή, για την οποία ο διευθυντής της EMI Γουόλτερ Λέγκ είχε πει: «Το ηχόχρωμά της οφειλόταν στην ανατομία του ουρανίσκου της, που δεν ήταν σαν τη νορμανδική αψίδα των κανονικών στομάτων, αλλά μυτερός σαν γοτθικό τόξο».

Ο πανικός της κορυφής

Ο αγώνας της απόλυτης επικράτησης συνεχιζόταν αδιάλειπτα, ακόμη και μετά την κατά πολλούς «σύντομη χρυσή εποχή της». Αλλά μήπως η αξία αυτής της απαράμιλλης φωνής χάθηκε ποτέ; Άραγε αυτό το «μπαλάρισμα», το τρέμουλο στα ψηλά ρετζίστρα, που χαλιναγωγήθηκε και εξαφανίστηκε στην Αθήνα αλλά επανήλθε στα μισά περίπου της δεκαετίας του ’50, ακύρωνε την ουσία της μουσικής της μοναδικότητας; ΄Η μήπως, όπως έγραψε ο Τέρενς ΜακΝάλι, συγγραφέας του διάσημου «Master Class», «το να ακούς την Κάλλας σαν μια Αθάνατη της Χρυσής Εποχής είναι σαν να μην έχεις ακούσει ποτέ την αληθινή της φωνή. Τα όριά της δεν έχουν καμιά σημασία μπροστά στην ερμηνευτική ιδιοφυΐα και στα ενστικτώδη δώρα της». Είναι αλήθεια ότι η Κάλλας δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να κρατήσει εφεδρείες. Στα χρόνια που ακολούθησαν ερμήνευσε περίπου ταυτόχρονα ρόλους με διαφορετικές φωνητικές απαιτήσεις: Ελβίρα και Βρουνχίλδη, Αμίνα και Νόρμα, Βιολέτα και λαίδη Μάκβεθ, Αρμίντα και Ιζόλδη, Γκίλντα και Τόσκα, Τουραντό και Κάρμεν, Φιορέλα και Μήδεια.

Η Μαρία Κάλλας μπορούσε να κάνει θαύματα έλεγαν στη Σκάλα του Μιλάνου. Ολα τα μπορούσε, ακόμη και πέρα από τα ανθρώπινα όρια, γιατί ήταν η κορυφαία. Κούρασε, πόνεσε, πίεσε τη φωνή της, έτσι το θέλησε και φυσικά το πλήρωσε. Ονειρευόταν να τραγουδάει χωρίς φραγμούς, σαν πουλί, από μικρό κορίτσι στη Νέα Υόρκη, όταν έβαζε έκθαμβη το δάχτυλο στον λαιμό του καναρινιού της για να νιώσει τον παλμό στο μικροσκοπικό του λαρύγγι. «Δεν έχω δεχτεί ποτέ να κάνω γενική πρόβα χωρίς προσπάθεια ανάλογη με εκείνη που καταβάλλω στις παραστάσεις – κι ας μου συστήνουν να μην κοπιάζω τόσο. Από την άλλη, αισθάνομαι το δράμα της κάθε ηρωίδας μου τόσο έντονα, ώστε δεν μπορώ παρά να το ζω με κάθε δυνατότητα που έχει η φωνή μου, σε κάθε πράξη, από την αρχή ως το τέλος» εξομολογείται σε γράμμα της προς την Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, για την οποία παραδεχόταν δημοσίως: «Της οφείλω όλη την προετοιμασία και την καλλιτεχνική, σκηνική και μουσική κατάρτιση της πρώτης καριέρας μου, που την τοποθετώ στα χρόνια της Αθήνας και της Λυρικής Σκηνής». Τότε που 15 χρόνων πριμαντόνα ανέβηκε πρώτη φορά στη σκηνή και κανείς δεν μπόρεσε να την ξεχάσει.

Η πρόωρη απώλεια της φωνής

Η τελευταία φορά που τραγούδησε «Νόρμα», μια από τις πιο αγαπημένες ηρωίδες της και τον ρόλο που θεωρούσε ως «το πολεμικό της άλογο», ήταν στην Οπερα Γκαρνιέ στο Παρίσι τον Μάιο του 1965. Την είχε ερμηνεύσει πάνω από 90 φορές. Αυτήν τη φορά όμως με το ζόρι έφτασε στο τέλος της δεύτερης πράξης. Δεν μπορούσε να συνεχίσει. Στο διάλειμμα λιποθύμησε στο καμαρίνι και ο γιατρός διέγνωσε νευρική εξάντληση και οργανική αδυναμία λόγω υπερκόπωσης. Οι θεατές υποδέχονται τα νέα χειροκροτώντας για να στείλουν μηνύματα συμπαράστασης. Η «Τόσκα» στο Λονδίνο ακυρώνεται επίσης, εκτός από μια παράσταση τον Ιούλιο στο Royal Opera House. Ηταν μόλις 42 ετών και τραγουδούσε από τα 13 της.

Τον Αύγουστο γράφει από τη θαλαμηγό «Χριστίνα» στον Αμερικανό φίλο της, διακεκριμένο μαέστρο, συνθέτη και πιανίστα Λέοναρντ (Λένι) Μπερνστάιν να μην την ξεχάσει. Ήξερε ήδη από το 1957 ότι ήταν υπερβολικά καταπονημένη, αλλά αρνιόταν να το παραδεχτεί. Την επόμενη χρονιά εξομολογείται στην Ελβίρα ντε Ιντάλγκο ότι η ηρεμία τη βοηθούσε να τιθασεύσει το νευρικό της σύστημα «που ευθύνεται για όλα», αν και η ηρεμία δεν σημαίνει απαραίτητα και ευτυχία για εκείνη. Και το 1967 γράφει στον Τούλιο Σεραφίν ότι ξεκινάει ξανά δουλειά αλλά «χωρίς τη ρώμη της νιότης, επειδή η ενέργεια εξαντλείται και μαζί και η ψυχή». Πολύ μελάνι έχει χυθεί για τους λόγους της πρόωρης απώλειας της φωνής της Κάλλας. Πολλοί ενοχοποίησαν την ανέμελη ζωή της ερωτευμένης γυναίκας με τον Αριστοτέλη Ωνάση – αν και το πρόβλημα είχε ξεκινήσει πριν από την αρχή της σχέσης τους το 1959. Κάποιοι μελετώντας και συγκρίνοντας ηχογραφήσεις μιλούν για την απότομη απώλεια κιλών που επηρέασε το διάφραγμά της.

Υπάρχει επίσης η θεωρία ότι η Ισπανίδα δασκάλα δεν της πρόσφερε καλές υπηρεσίες βάζοντας μια 16χρονη δραματική σοπράνο να τραγουδάει κόντρα ρόλους για να αναπτύξει το ερμηνευτικό εύρος της, υπονομεύοντας την ακόμη άγουρη φωνή της. Οποιοι κι αν ήταν οι λόγοι της φωνητικής της αδυναμίας, η Μαρία Κάλλας δεν εγκατέλειψε. Συνέχισε να τραγουδάει, όλο και πιο σπάνια είναι η αλήθεια, σε ρεσιτάλ ανά τον κόσμο, μαζί με τον στενό φίλο και συνεργάτη της τενόρο Τζουζέπε ντι Στέφανο. Ο κόσμος την ακολουθούσε παντού, οι εκδηλώσεις λατρείας ήταν αμείωτες, αν και οι κριτικοί δεν ήταν πάντα ευγενικοί μαζί της. Λες και είχαν περισσότερη σημασία γι’ αυτούς η τονική αστάθεια, η βραχνάδα ή το σπάσιμο μιας νότας από τις τελευταίες χαμένες μάχες μιας θρυλικής ντίβας, η οποία, σε μια μυστική συμφωνία με τους απανταχού λάτρεις της λυρικής μουσικής, συνέχιζε να τραγουδάει. Ηταν ο ανθρώπινος θρίαμβος μιας ιδιοφυούς μουσικής προσωπικότητας, έτοιμης πάντα να ρισκάρει και να ματώσει παλεύοντας με τη φθορά. Αυτό ήταν το πραγματικό master class της Κάλλας: ότι ανέβαινε στη σκηνή ακόμη και χωρίς τη φωνή της, πολεμίστρια χωρίς το όπλο της, βασίλισσα που δεν είχε ανάγκη πια το στέμμα, αποδεικνύοντας από τι μέταλλο ήταν φτιαγμένη. Αυτή που τραγουδούσε τώρα ήταν η Μαρία απαλλαγμένη επιτέλους από την Κάλλας, συμπληρώνοντας τον μεγάλο Ρομέν Ρολάν, ο οποίος έχει πει: «Η μουσική είναι η σύγχρονη θρησκεία. Μην πυροβολείτε τους θεούς της».

Η Αντζελίνα Τζολί ως Μαρία Κάλλας

Στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας έγινε στις 29 Αυγούστου η πολυαναμενόμενη παγκόσμια πρεμιέρα της νέας βιογραφικής ταινίας για την Κάλλας με τίτλο “Maria”, μια ελληνική συμπαραγωγή της εταιρείας «Heretic». Τη μεγάλη σοπράνο υποδύεται η Αντζελίνα Τζολί, η οποία χειροκροτήθηκε επί 15 λεπτά στο τέλος της προβολής. Η αλήθεια είναι ότι η Τζολί δίστασε να αναλάβει το ρόλο όταν της προτάθηκε από τον Χιλιανό σκηνοθέτη Πάμπλο Λαρέν αλλά τελικά το τόλμησε αφού κι εκείνη αγαπάει τις προκλήσεις. Η προετοιμασία της ηθοποιού για το ρόλο κράτησε πάνω από 6 μήνες, με μαθήματα φωνητικής, αναπνοής και στάσης του σώματος, ενώ πολλοί μιλούν για την επιστροφή της διάσημης ηθοποιού στα βραβεία Όσκαρ. Το ενδιαφέρον της ταινίας εστιάζεται στις τελευταίες μέρες της Κάλλας στο Παρίσι και στην ταραχώδη, εξωπραγματική και τραγική ιστορία της ζωής της.

INF0
Πηγές: «Η άγνωστη Κάλλας» του Νίκου Πετσάλη-Διομήδη (εκδ. Καστανιώτης) και «Μαρία Κάλλας: γράμματα και αναμνήσεις» από τον Τομ Βολφ (εκδ. Πατάκη)

Ετικέτες

Documento Newsletter