Ποιητής, τρελός, σύγχρονος Αριστοφάνης είναι μόνο, μερικοί, από του χαρακτηρισμούς που έχουν αποδοθεί στον Γιώργο Σουρή. Οι πρώτοι σατιρικοί του στίχοι δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά «Ασμοδαίος», «Μή χάνεσαι», του Βλάση Γαβριηλίδη και «Ραμπαγάς».
Στις 2 Απριλίου 1883, σε ηλικία 30 ετών κυκλοφόρησε το πρώτο φύλλο της εφημερίδας του, που ο Γεώργιος Δροσίνης τη βάφτισε «Ο Ρωμηός», η οποία ήταν μια έμμετρη εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα.
Το 1897 ο Σουρής διώχθηκε ποινικά, για το ποίημά του «Ο Φασουλής συνομιλεί με την κυρίαν Φασουλήν», που δημοσιεύτηκε στις 25 Ιανουαρίου στον Ρωμηό. Η Εισαγγελία Αθηνών, εξέδωσε ένταλμα σύλληψης του ποιητή και ένταλμα κατάσχεσης του συγκεκριμένου τεύχους, θεωρώντας ότι περιείχε υβριστικούς υπαινιγμούς για το θεσμό της Βασιλείας γενικά, και της Βασίλισσας Όλγας ιδιαίτερα. Οι επίμαχοι στίχοι, που ενόχλησαν τους δικαστικούς λειτουργούς ήταν οι παρακάτω:
«…Κυρά Γιώργαινα γυρίστρα, κυρά Γιώργαινα μπεκρού,
θα γενείς πομπή του κόσμου του μεγάλου και μικρού,
κυρά Γιώργαινα να λείψουν τα μεθύσια τα πολλά,
κυρά Γιώργαινα σου λέω δεν στεκόμαστε καλά…».
Ένα από τα πιο γνωστά του ποιήματα και τρομακτικά επίκαιρο είναι το «Ποιος είδε κράτος λιγοστό», όπου περιγράφει με τον πιο εύστοχο τρόπο αυτούς που μας κυβερνάνε!!
«Ποιος είδε κράτος λιγοστό
σ’ όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς,
νά ‘χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;
Νά ‘χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε
τον κλέφτη να γυρεύουνε;
Όλα σ’ αυτή τη γη μασκαρευτήκαν
ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν
δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού
συγχρόνως μπούφος και αλεπού.
Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-
να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα πόδια που ‘χει
στο ‘να λουστρίνι, στ’ άλλο τσαρούχι.
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,
ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Και ψωμοτύρι και για καφέ
το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς.
Δυστυχία σου, Ελλάς,
με τα τέκνα που γεννάς!
Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα,
τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα»