«Είναι κάτι στιγμές, τρυφερές και λεπτές, σαν κλωστές τυλιγμένες σ’ αδράχτι, σε γυρνούν απαλά, σε μεθούν σιωπηρά, σε γεμίζουν με πείσμα και άχτι»
Οκτώ χρόνια πριν στις 17 Απριλίου του 2011 ο Νίκος Παπάζογλου έχασε τη μάχη με τον καρκίνο και η μουσική σκηνή της Ελλάδας φτώχυνε λίγο ακόμα.
Ο μεγάλος Νίκος Παπάζογλου, ο «ινδιάνος της ελληνικής μουσικής», ο Πους Πουλ, «έφυγε» συμπτωματικά λίγο μετά τον θάνατο του φίλου και συνεργάτη του Μανώλη Ρασούλη.
Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη το 1948, ο καλλιτέχνης με τη χαρακτηριστική φωνή που παραπέμπει σε λυγμό, ασχολήθηκε με τη μουσική από πολύ μικρή ηλικία.
Θαύμαζε απεριόριστα τον Ντίλαν και σε μικρή ηλικία μετά τα πρώτα του μουσικά βήματα στην Ελλάδα, επιχείρησε να κάνει καριέρα στο εξωτερικό μετακομίζοντας στο Αachen της Γερμανίας. Εκείνη την περίοδο ηχογράφησε έξι τραγούδια τα οποία δεν κυκλοφόρησαν ποτέ.
Με την επιστροφή του στη χώρα, συνεργάστηκε με σπουδαία ονόματα του ελληνικού πενταγράμμου, όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Μανώλης Ρασούλης ο Νίκος Ξυδάκης και άλλοι.
Ο ίδιος απαντώντας σε ερώτηση για τον λυγμό της φωνής του είχε πει:
«Υπήρχε πάντα. Πρέπει να το ‘χω πάρει απ’ τη μητέρα μου. Της οποίας το τραγούδισμα ήτανε κάπως έτσι. Δηλαδή, μου δόθηκε, σαν… μητρική γλώσσα».
Χαρακτηριστικό του χαρακτήρα του Παπάζογλου ήταν ότι, ήταν πάντα πρόθυμος να βοηθήσει νέους καλλιτέχνες. Αυτός ήταν που έδωσε χώρο και ώθηση στον Σωκράτη Μάλαμα, τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, τη Μελίνα Κανά τον Ορφέα Περίδη και πολλούς άλλους.
Όταν διέκρινε νέους με αγάπη για τη μουσική, τους παραχωρούσε, δωρεάν, το στούντιο «Αγροτικόν» που είχε φτιάξει ο ίδιος στη Θεσσαλονίκη.
Εκτός από τον λυγμό στη φωνή του, ο Παπάζογλου είχε ακόμα δύο χαρακτηριστικά στοιχεία. Τα τζιν του πουκάμισα και το κόκκινο φουλάρι. Πουθενά δεν πήγαινε χωρίς αυτό το μαντίλι.
«Πιτσιρικάς, για να βγάζω ένα χαρτζιλίκι, είχα ένα κόκκινο μάλλινο πανί στην τσέπη του μπλουτζίν μου και τριγυρνούσα στους πάγκους των εμπόρων γυαλίζοντας τα φρούτα τους για να ’χουν ωραία μόστρα. Μάλλον από κει ’μου έμεινε η συνήθεια με την μπαντάνα κι απ’ το γεγονός ότι η μητέρα μου δεν μ’ άφηνε ποτέ να φύγω απ’ το σπίτι χωρίς μαντίλι», είχε πει σε συνέντευξή του το 2007.
Όσο για τα περιβόητα τζιν πουκάμισα ή αλλιώς τα πουκάμισα της φυλακής όπως έλεγε, στην αρχή τα φορούσε από ανάγκη, καθώς ήταν φτηνά και τα οικονομικά του, αφού απολύθηκε από τον στρατό δεν βοηθούσαν την κατάσταση. Έτσι ο Παπάζογλου αγόραζε μόνο τζιν πουκάμισα μετά από παραγγελία. Εξαιτίας αυτού, δέχτηκε μία μορφή κοινωνικού ρατσισμού αφού παρατήρησε πως πολλοί ήταν οι γνωστοί του που απέφευγαν να τον καλέσουν σε διάφορες εκδηλώσεις επειδή όπως έλεγαν, φορούσε πάντα το ίδιο πουκάμισο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο μουσικός να πεισμώσει και να φοράει μόνο τζιν πουκάμισα, όπως άλλωστε έκανε μέχρι και το τέλος.