Σαμάνοι του Μητσοτάκη, καφετζούδες του Μαξίμου

Σαμάνοι του Μητσοτάκη, καφετζούδες του Μαξίμου

Υπάρχει µια πολύ διδακτική ασπρόµαυρη φωτογραφία που τραβήχτηκε στις 4 Νοεµβρίου του 1948, την οποία µάλλον αγνοεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Στη φωτογραφία ο µόλις πριν από δύο µέρες εκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ Χάρι Τρούµαν χαµογελάει µε εµφανή ικανοποίηση κρατώντας στο χέρι το φύλλο της εφηµερίδας «Chicago Daily Tribune». Το φύλλο είχε τυπωθεί το βράδυ των εκλογών της 2ας Νοεµβρίου µε τίτλο «Ο Ντιούι επικράτησε του Τρούµαν».

Ο Τρούµαν επέλεξε πηγαίνοντας προς τον Λευκό Οίκο για να αναλάβει ως νέος πρόεδρος να δείξει σε όλο τον κόσµο την ιστορική γκάφα της εφηµερίδας αλλά και των δηµοσκόπων που µόλις είχε διαψεύσει. Ο Ντιούι φυσικά δεν είχε επικρατήσει του Τρούµαν, αντιθέτως έχασε µε πέντε µονάδες, αλλά η εφηµερίδα πήγε εσπευσµένα στο τυπογραφείο θεωρώντας πραγµατικό δεδοµένο τις προβλέψεις που είχε κάνει ο δηµιουργός των γκάλοπ Τζορτζ Γκάλοπ.

Το 1936 ο καθηγητής ∆ηµοσιογραφίας Τζορτζ Γκάλοπ θέλησε να µετατρέψει τις σφυγµοµετρήσεις της κοινής γνώµης, τις οποίες διενεργούσε για να κατευθύνει διαφήµιση στα πιο δηµοφιλή µέσα ενηµέρωσης, σε εργαλείο για την πρόβλεψη ψήφου. Αν µπορείς να µετράς τι επιλέγει ο άλλος, γιατί αυτό να µην ισχύει για την πολιτική του επιλογή; Το νέο εργαλείο, που ονοµάστηκε «γκάλοπ» από το όνοµα του δηµιουργού του, λειτούργησε µάλλον επιτυχώς (τα ποσοστά αποτυχίας ήταν κοντά στο 3%) έως το 1948 που η ιστορική γκάφα µε τον Τρούµαν έθεσε σοβαρό προβληµατισµό για την εγκυρότητα των δηµοσκοπήσεων.

Την προηγούµενη Κυριακή, 75 χρόνια µετά τη δηµοσκόπηση-τραγέλαφο στις ΗΠΑ, το εκλογικό αποτέλεσµα των προεδρικών εκλογών στην Κύπρο απέδειξε για πολλοστή φορά ότι οι δηµοσκοπικές προβλέψεις σίγουρα δεν είναι λαϊκή ετυµηγορία, ενώ µπορεί να αποτελούν και προσπάθεια για τη νόθευσή της. Οι δηµοσκοπήσεις στην Κύπρο µέχρι και τρεις µήνες πριν από τις εκλογές εµφάνιζαν τον υποψήφιο Ανδρέα Μαυρογιάννη, ο οποίος στηρίχτηκε από το ΑΚΕΛ, το κόµµα της Αριστεράς, έως και 13,5 µονάδες πίσω από τον υποψήφιο Νίκο Χριστοδουλίδη ο οποίος στηρίχτηκε από το ∆ΗΚΟ. Στις τελευταίες δηµοσκοπήσεις που δηµοσιεύτηκαν ο Μαυρογιάννης εµφανίζεται έως και 10 µονάδες πίσω, ενώ υπήρξαν και δηµοσκοπήσεις που εµφάνιζαν δεύτερο τον υποψήφιο του συντηρητικού κόµµατος ∆ΗΣΥ Αβέρωφ Νεοφύτου και τρίτο τον Μαυρογιάννη. Η πραγµατική διαφορά που αναδείχθηκε στις εκλογές ήταν µόλις 2,4 % και ο Μαυρογιάννης διεκδικεί πλέον την προεδρία της Κύπρου στον δεύτερο γύρο.

Η Κύπρος είναι το πρόσφατο παράδειγµα. Η ελληνική εκλογική ιστορία έχει να επιδείξει δηµοσκοπήσεις που µοιάζουν περισσότερο µε καλοστηµένη απάτη παρά µε επιστηµονική πρόβλεψη. Το δηµοψήφισµα του 2015 είναι ίσως η πιο γλαφυρή περίπτωση αποτυχίας πρόβλεψης.

Αν το θέµα ήταν οι τελευταίες δηµοσκοπήσεις πριν από τις εκλογές στις οποίες υπάρχει απόκλιση από το εκλογικό αποτέλεσµα, τότε ίσως να ήταν πρόβληµα µαθηµατικών µοντέλων και όχι απάτης. Στην Ελλάδα όµως οι δηµοσκοπήσεις χρησιµοποιούνται συστηµατικά ως εργαλείο διαµόρφωσης της κοινής γνώµης και όχι ως εργαλείο καταγραφής της. Μπορεί ο κάθε δηµοσκόπος ή δηµοκόπος να ισχυρίζεται το αντίθετο λέγοντας ότι κάτι έγινε την τελευταία στιγµή και όλα άλλαξαν, αλλά η επίµονη ιστορία των λαθών των δηµοσκοπήσεων είναι αµείλικτη. Ή τα εργαλεία που χρησιµοποιούνται στις δηµοσκοπήσεις είναι λανθασµένα (αθώο σενάριο) ή υπάρχει µια επιστηµονικοποιηµένη απάτη που νοθεύει τη δηµοκρατία επιχειρώντας να δηµιουργήσει το φηµολογούµενο αποτέλεσµα που επικαλείται ως δεδοµένο. Σε κάθε περίπτωση, τα τελευταία χρόνια έχει ιδιαίτερη σηµασία ότι οι δηµοσκόποι εµφανίζονται ως το κουτοπόνηρο γκαρσόν που κάνει συστηµατικά λάθος στον λογαριασµό αλλά πάντα µε θύµα τον πελάτη και όχι τον εαυτό του. Τα λάθη των δηµοσκόπων είναι συστηµατικά υπέρ της Ν∆ και σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ.

Οι δηµοσκοπήσεις στην Ελλάδα έχουν ένα ακόµη ιδιαίτερο ποιοτικό χαρακτηριστικό. ∆εν καταγράφουν την «εικόνα της στιγµής», όπως θέλουν να λένε οι δηµοσκόποι, ιδιαίτερα όταν η στιγµή αυτή διαψεύδεται εκ των υστέρων από τα αποτελέσµατα. Οι εγχώριες δηµοσκοπήσεις πλασάρονται σε νεκρό χρόνο, όταν δηλαδή η κοινή γνώµη δεν έχει κανένα λόγο να καταγραφεί. Αντιθέτως, υπάρχει κάποια ανάγκη στην κυβέρνηση να σκηνοθετήσει την εικόνα της. Η αµφίβολη δηµοσκόπηση διεκπεραιώνεται και αναπαράγεται ως πολιτική πραγµατικότητα που δεν µπορεί να αµφισβητηθεί. ∆ηµιουργείται πολιτικό κλίµα στον αντίποδα της κοινωνικής ανησυχίας. Ο πολίτης οφείλει να µην ανησυχεί και πρέπει να αποτελέσει µέλος µιας οµάδας που είναι ικανοποιηµένη όπως ακριβώς καταγράφεται στις δηµοσκοπήσεις.

Τα τρία χρόνια διακυβέρνησης Μητσοτάκη οι δηµοσκοπήσεις εµφανίζονται για να µπορέσει η κυβέρνηση να επιβεβαιώσει την κυριαρχία της ενώ όλα γύρω διαµορφώνουν ακριβώς το αντίθετο κλίµα. Είναι µικρές προφητείες που φιλοδοξούν να γίνουν µια µεγάλη αυτοεκπληρούµενη προφητεία µε προφήτη και Μωυσή τον Μητσοτάκη.

Οποτε υπάρξουν εθνικό θέµα, πρόβληµα µε τη διαχείριση στην οικονοµία, πανδηµία, υποκλοπές, εγκληµατικότητα, το µιντιακό σύστηµα και οι πολιτευτές της Ν∆ δανείζονται στοιχεία από κάποια δηµοσκόπηση η οποία παράγει το επιχείρηµα «ναι, αλλά ο πρωθυπουργός παραµένει ισχυρός». Μπροστά στον δηµοσκοπικά ισχυρό Μητσοτάκη η λογική φαίνεται ανίσχυρη.

Την περίοδο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος κυβέρνησε µε σταθερότητα επί σχεδόν τέσσερα χρόνια, µε µια αντίστροφη διαδικασία οι δηµοσκοπήσεις προέβλεπαν φθορά και αµφισβήτηση, αστάθεια και έλλειψη σοβαρότητας.

∆εν χρειάζεται έλεγχος (που δεν γίνεται ποτέ) στα αρχεία και τα κιτάπια των δηµοσκοπικών εταιρειών για να συµπεράνει κάποιος ότι οι δηµοσκοπήσεις δεν είναι εργαλείο καταγραφής της πολιτικής αλλά διαµόρφωσής της. Πρόσφατα αποκαλύφθηκε ότι δηµοσκοπικές εταιρείες τιµολογούσαν ή τιµολογούνταν από εταιρείες εκσκαφών που είναι ύποπτες για εικονικά τιµολόγια. Πώς ζουν αλήθεια όλες αυτές οι εταιρείες δηµοσκοπήσεων; Μια αναζήτηση στη ∆ιαύγεια αποκαλύπτει ότι είναι σιτιζόµενες από υπουργεία και κυβερνητικές αρχές που παραγγέλνουν κατά καιρούς δηµοσκόπηση «για τις επιπτώσεις του πετάγµατος της µεσογειακής µύγας στην αύρα του Αιγαίου» και άλλα παραµύθια.

Το πρόβληµα µε τις δηµοσκοπήσεις στην Ελλάδα δεν είναι η δηµιουργία ψευδούς εικόνας κυβερνητικής ισχύος µε στόχο τη χειραγώγηση των πολιτών. Οι δηµοσκοπήσεις νοθεύουν την ίδια την πολιτική. Η κυβέρνηση µπορεί να κρατά την µπαγκέτα των δηµοσκοπήσεων, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ αγοράζει εισιτήριο για το κουαρτέτο της απάτης. Εχει εκπαιδευτεί να κινείται µε βάση τα δεδοµένα και το κλίµα των δηµοσκοπήσεων. Αναρωτιέται, όπως ο αφελής πολίτης, πού βρίσκονται τα ποσοστά του µε βάση τις δηµοσκοπήσεις αντί να αναρωτιέται πού βρίσκεται το κόµµα µε βάση την πολιτική του. Εχει αποδεχτεί την ψευδή εικόνα ως αναγκαίο στοιχείο της πολιτικής, ως δεδοµένο (έστω απατηλό) στην πολιτική πιάτσα και πολιτεύεται µε βάση αυτό.

Κανένα κόµµα δεν πρέπει να κάνει πολιτική µε βάση τις δηµοσκοπήσεις, ακόµη κι αν είναι αληθινές. Πόσο µάλλον όταν γίνονται από την παρέα του Μητσοτάκη. Οι πολιτικές επιλογές δεν γίνονται µε βάση την αριθµητική καταγραφή του πολιτικού κόστους αλλά µε βάση τον σχεδιασµό και τις σαφείς επιλογές. Αυτές παράγουν αποτέλεσµα και αυτοπεποίθηση και όχι οι πλασµατικές καταγραφές.

Για τις δηµοσκοπήσεις εν ολίγοις ισχύει αυτό που είχε πει ο Αντρέι Ταρκόφσκι για τον Θεό: «Αν πιστεύεις ότι Θεός υπάρχει, τότε υπάρχει. Αν δεν πιστεύεις, τότε δεν υπάρχει». Αν ο ΣΥΡΙΖΑ πιστέψει ότι έχουν αξία οι δηµοσκοπήσεις από το τρέχον σύστηµα δηµοσκοπικής µπακαλικής, τους σαµάνους του Μητσοτάκη και τις καφετζούδες του Μαξίµου, τότε οι δηµοσκοπήσεις θα επιβεβαιωθούν. Με νικητή αυτόν που ήδη ανακοινώνουν.

 

Documento Newsletter