Σαλμάν Ρούσντι: «Προσεύχονταν για μένα ενώ ήμουν ένας άθεος μπάσταρδος»

Ο Σαλμάν Ρούσντι στο νέο του βιβλίο περιγράφει την απόπειρα δολοφονίας του πριν από δύο χρόνια στη Ν. Υόρκη.

Το καλοκαίρι του 2022 τίποτε δεν θύμιζε στον Σαλμάν Ρούσντι τη μακροχρόνια ταλαιπωρία που είχε υποστεί μετά την κυκλοφορία των «Σατανικών στίχων» το 1989, όταν ο αγιατολάχ Ρουχολάχ Χομεϊνί εξέδωσε εντολή θανάτου εναντίον του. Αντιθέτως, περνούσε μια από τις ωραιότερες περιόδους της ζωής του και περίμενε με ανυπομονησία την έκδοση του 21ου βιβλίου του, «Πόλη της νίκης» (θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά το 2025 από τις εκδ. Ψυχογιός).

Ενα συνταρακτικό χρονικό

Ολα θα ανατρέπονταν το πρωί της 12ης Αυγούστου όταν ο 75άχρονος Βρετανοϊνδός συγγραφέας ανέβηκε στη σκηνή του αμφιθεάτρου του Ινστιτούτου Τσατάκουα με σκοπό να μιλήσει για τη σημασία της παροχής συνθηκών ασφαλείας στους συγγραφείς. Αφορμή ήταν η δημιουργία καταφυγίων στις ΗΠΑ για συγγραφείς των οποίων η ασφάλεια απειλείται στη χώρα καταγωγής τους. Λίγο μετά την εμφάνιση του Ρούσντι στη σκηνή πετάχτηκε από το κοινό ένας άντρας ο οποίος κινήθηκε απειλητικά προς το μέρος του. Στα είκοσι επτά δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν μέχρι να απομακρύνουν τον επίδοξο δολοφόνο ο συγγραφέας είχε δεχτεί τόσες μαχαιριές ώστε ήταν σχεδόν σίγουρο ότι δεν θα επιβίωνε.

Στα χρόνια που ακολούθησαν τον φετφά (τη διαταγή δολοφονίας του) ο Ρούσντι φανταζόταν συχνά έναν αόρατο δολοφόνο να σηκώνεται σε κάποιο δημόσιο φόρουμ και να κατευθύνεται προς το μέρος του ακριβώς με τον τρόπο που εντέλει του συνέβη στην πραγματική ζωή. «Ετσι η πρώτη μου σκέψη όταν είδα τη δολοφονική φιγούρα να τρέχει ορμητικά προς το μέρος μου ήταν: Εσύ είσαι λοιπόν» γράφει στο βιβλίο του «Μαχαίρι», το χρονικό της απόπειρας δολοφονίας του που μόλις κυκλοφόρησε. Οπως έγινε γνωστό στην πορεία, ο επίδοξος δολοφόνος ήταν ο 24χρονος Χάντι Ματάρ από το Ιράν, ο οποίος ούτε γνώριζε το έργο του Ρούσντι ούτε κατάφερε να εξηγήσει επαρκώς για ποιο λόγο επιτέθηκε σε έναν άνθρωπο που δεν είχε συναντήσει ποτέ μέχρι τότε. Μια θολή αίσθηση περί προσβολής του ισλάμ ήταν που όπλισε το χέρι του.

Η περιγραφή του Ρούσντι από τη θέση του ανθρώπου που βλέπει τον θάνατο να πλησιάζει είναι συνταρακτική. «Εγώ στεκόμουν απλώς εκεί, κοιτάζοντας προς το μέρος του, κοκαλωμένος σαν λαγός σε αδιέξοδο» γράφει. Πολλές φορές μετά το περιστατικό αναρωτήθηκε για ποιο λόγο δεν προσπάθησε να υπερασπιστεί τη ζωή του. «Πραγματικά δεν ξέρω τι να σκεφτώ και πώς να απαντήσω. Κάποιες μέρες νιώθω αμηχανία, ακόμη και ντροπή, επειδή δεν αντιστάθηκα. Αλλες μέρες λέω στον εαυτό μου να μην είμαι βλάκας: τι φαντάζομαι πως ήμουν ικανός να κάνω;» αναρωτιέται. Σοκαριστικό επίσης είναι ότι όσο δεχόταν την επίθεση δεν παρενέβη η ασφάλεια του κτιρίου (ποτέ δεν εξηγήθηκε επαρκώς για ποιο λόγο), ενώ μέρος των θεατών θεώρησε πως ό,τι συνέβαινε μπροστά στα μάτια τους αποτελούσε ένα είδος περφόρμανς με στόχο την περαιτέρω ανάδειξη του ζητήματος της ασφάλειας των συγγραφέων.

Η γραφή σαν θεραπεία

Οπως και στο «Τζόζεφ Αντον», στο οποίο περιγράφει τη ζωή του μετά την έκδοση του φετφά (το βιβλίο είναι γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο), έτσι κι εδώ ο Ρούσντι μιλάει προσωπικά, όμως αυτήν τη φορά σε πρώτο πρόσωπο και μέσα από το εγώ. Το τραυματικό του βίωμα, μια έντονη σωματική εμπειρία όπως την περιγράφει, του ανασύρει σκέψεις για όλο το φάσμα της ζωής του. Ετσι, αναφέρεται στη δύσκολη σχέση με τον πατέρα του («είχε γίνει, εκτός των άλλων, ένας θυμωμένος μπεκρής»), στα αδέρφια και τα παιδιά του, στη σχέση του με την τωρινή του σύζυγο, ποιήτρια Ρέιτσελ Ελίζα Γκρίφιθς, η οποία στάθηκε ηρωικά στο πλευρό του, στον φόβο του όσο ήταν αιμόφυρτος ότι μετά την επίθεση θα πέθαινε μακριά από όσους αγαπάει.

Ο Ρούσντι γράφει θαρραλέα για τις πιο δύσκολες στιγμές του βίου του: την περίοδο που νοσηλευόταν, την συναισθηματικά οδυνηρή απώλεια του ματιού του λόγω της επίθεσης, το αίσθημα ταπείνωσης όταν δεν μπορούσε να ελέγξει το σώμα του, την παραλίγο εξάρτησή του από τα οπιοειδή, τη φάση της αποκατάστασης. «Η πολυτέλειά μας ήταν να κοιμηθούμε ως αργά χωρίς να μας ξυπνήσουν οι νοσηλευτές για αιμοληψία στις τέσσερις τα χαράματα ή οι νοσοκόμες των πέντε ή οι γιατροί των έξι» σημειώνει.

Οπως περιγράφει, δέχτηκε ένα τεράστιο κύμα συμπαράστασης από ομότεχνούς του και αναγνώστες από όλο τον κόσμο. «Πολλοί άνθρωποι έλεγαν πως προσεύχονταν για μένα. Παρόλο που ήξεραν πως ήμουν ένας άθεος μπάσταρδος» γράφει. Στο χρονικό αυτό τα βιώματά του πλέκονται με τους στοχασμούς του πάνω στην τυφλότητα, στα όρια μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού, στην ελευθερία της έκφρασης. Το πιο δύσκολο κομμάτι φαίνεται πως ήταν για τον Ρούσντι εκείνο στο οποίο συνομιλεί νοερά με τον επίδοξο δολοφόνο του. Εκεί αποκαλύπτεται -όχι μόνο μέσα από τις λέξεις αλλά κυρίως μέσα από την απουσία- τους ο τρόμος για τον θάνατο. Αυτό το βιβλίο ήταν εμφανώς ο τρόπος του να διαχειριστεί το μετατραυματικό στρες. Οπως ο ίδιος γράφει: «Δεν μου αρέσει να σκέφτομαι τη γραφή σαν θεραπεία –το γράψιμο είναι γράψιμο και η θεραπεία είναι θεραπεία–, ωστόσο υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να νιώσω καλύτερα μέσω της εξιστόρησης από τη δική μου οπτική».

INF0
Το βιβλίο «Μαχαίρι: Σκέψεις ύστερα από μια απόπειρα δολοφονίας» του Σαλμάν Ρούσντι κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα