Σε διευκρινιστική δήλωση αναφορικά με την τοποθέτησή της στην Ολομέλεια της Βουλής για την έκθεση της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής «για την ανάπτυξη της Θράκης», προχώρησε η βουλεύτρια του ΜΕΡΑ 25, Σοφία Σακοράφα.
Συγκεκριμένα στην τοποθέτησή της η κα Σακοράφα είχε αναφερθεί μεταξύ άλλων «στις ιδιαιτερότητες των αναγκών εκπαίδευσης για τις μουσουλμανικές μειονότητες, όπως αυτές είναι αναγνωρισμένες στη συνθήκη της Λωζάνης». Η τοποθέτηση προκάλεσε αντιδράσεις με αποτέλεσμα η ίδια να προχωρήσει σε διευκρινιστική δήλωση.
Διαβάστε αναλυτικά τη δήλωση της Σοφίας Σακοράφα:
«Με αφορμή μια πρόσφατη ομιλία μου στη Βουλή έχει δημιουργηθεί θόρυβος, που με υποχρεώνει σε δημόσια τοποθέτηση:
Στην Ολομέλεια της Βουλής, στις 6/4/22, στη συζήτηση για την έκθεση της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής “για την ανάπτυξη της Θράκης”, αναφέρθηκα, ανάμεσα στα άλλα, στις ιδιαιτερότητες των αναγκών εκπαίδευσης για τις μουσουλμανικές μειονότητες, όπως αυτές είναι αναγνωρισμένες στη συνθήκη της Λωζάνης.
Εκεί, μίλησα για μαθήματα και στα πομακικά και τα Ρομανί (για μαθητές/τριες που δεν έχουν μητρική γλώσσα την τουρκική αλλά αυτήν διδάσκονται στα μειονοτικά σχολεία ενώ απουσιάζει πλήρως η γλώσσα των οικογενειών τους). Και με αυτή την αφετηρία έκανα και την εξής (κατά λέξη) πρόσθετη αναφορά :
Μία παρένθεση εδώ: Επιτέλους, η Ελληνική Πολιτεία έχει την υποχρέωση να ξεπεράσει τη φοβική και συμπλεγματική αντιμετώπιση απέναντι στις γλώσσες και τον ιδιαίτερο πολιτισμό των Κοινοτήτων της. Δεν απειλείται από αυτά η εθνική ομοψυχία και η υπόσταση του έθνους, ούτε από τα βλάχικα, τα αρβανίτικα ή τα σλαβομακεδόνικα. Και κανείς δεν δικαιούται να είναι υπερήφανος για το ιστορικό του ελληνικού κράτους σε αυτόν τον τομέα. Κλείνει η παρένθεση.
Η αναφορά μου είναι πολύ σαφής και δεν επιδέχεται ούτε παρερμηνείες ούτε παρανοήσεις, εκτός από δύο, και μόνο, πιθανές περιπτώσεις :
Εάν υπάρχει σκόπιμη διαστρέβλωση του περιεχομένου της ή εάν υπάρχει αδυναμία αντίληψης από τον αποδέκτη. Την δεύτερη περίπτωση είμαστε υποχρεωμένοι να την συγχωρούμε, η πρώτη, όμως, είναι ασυγχώρητη.
Είναι προφανές ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για συζητήσεις περί αμφισβήτησης της “ελληνικότητας” ή της εθνικής συνείδησης και τα παρόμοια.
Συνεπώς, οι αντιδράσεις του τύπου “είστε ανθέλληνες” ή “μας προσβάλλετε, εμείς είμαστε Έλληνες, δεν είμαστε ούτε μειονότητα ούτε Κοινότητα” είναι εντελώς άτοπες.
Και επειδή έχω και εγώ βλάχικη καταγωγή θα αναφερθώ σε εμάς:
Ο Βλάχοι, είναι (ήταν), αναμφισβήτητα, και επιστημονικά άποψη, μια “γλωσσική μειονότητα”, αφού η μητρική τους γλώσσα δεν είναι αυτή της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού (τί το απλούστερο!).
Αποτελούν δε, και αυτοί, μία ξεχωριστή “Κοινότητα” του ελληνικού λαού (όπως π.χ. και οι Νησιώτες ή οι Πόντιοι). Είναι φορείς της δικής τους ιδιαίτερης πολιτιστικής παράδοσης, που δεν ταυτίζεται με τις υπόλοιπες. Εξάλλου, εάν δεν υπήρχε αυτή η ιδιαιτερότητα, δεν θα υπήρχαν και όλοι οι Σύλλογοι των Βλάχων ή οι Ομοσπονδίες τους κ.λπ..
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που απομένει είναι να κρίνει ο κάθε τυχόν ενδιαφερόμενος σε ποια κατηγορία ανήκουν οι στρεβλέςαντιδράσεις στην παραπάνω τοποθέτησή μου, όπως προανέφερα:
Δηλαδή αν, η καθεμιά από αυτές, μπορεί να συγχωρηθεί ή όχι.
Πέρα από όλα αυτά, η αναγνώριση και ο σεβασμός των δικαιωμάτων των μειονοτήτων αποτελεί αυτονόητη – και εθνική και δημοκρατική – υποχρέωση όλων μας.
Όσοι αντιδρούν σε αυτό, είτε είναι προσκολλημένοι σε παρωχημένα ιστορικά και πολιτικά ιδεολογήματα είτε είναι φορείς των ιδεολογιών των σημερινών εθνικιστικών μορφωμάτων, ακροδεξιών ή και νεοναζιστικών.
Και κάτι τελευταίο : Η προσωπική μου συγκρότηση, η όλη πορεία μου και η διαχρονική προσωπική μου στάση και πολιτική παρουσία δεν επιτρέπουν σε κανέναν να αμφισβητεί τον πατριωτισμό μου (τελεία).»