Δύο μπαλκόνια στην πόλη, ένας γέρος, μια γριά και τα πουλιά που ψάχνουν για φαγητό
Εχω νεύρα.
Μιλάµε για πολλά νεύρα.
Εκεί που κάθοµαι µε πιάνουνε.
Μου έρχεται να τα σπάσω όλα. Να πάρω έναν µπαλτά και να ξυρίσω όλο το σπίτι. Μωρέ όλα να τα ξηλώσω, ούτε χαρτοπετσέτα να µη µου γλιτώσει.
Και δεν είµαι νευρικός άνθρωπος.
Καθόλου.
Είναι που κλείστηκα µέσα στο σπίτι έναν µήνα τώρα.
Καραντίνα, σου λέει.
Τον κορονοϊό µου µέσα, µη χέσω.
Οπότε δεν βγαίνω ντιπ από το σπίτι, να πάω στη λαϊκή, να πάω να πληρώσω καµιά ∆ΕΗ, να δω κόσµο, να πάρω τον αέρα µου.
Κάθοµαι µέσα και κοιτάζω τα πατώµατα. Και τους µιλάω.
Χαζή δεν είµαι, µόνος άνθρωπος είµαι.
Ανθρωπος σχεδόν γριά είµαι, τέτοιο πράµα άνθρωπος.
Κι άµα είσαι µόνος, και στα σανίδια θα µιλήσεις και στις βρύσες και στην τοστιέρα.
Μόνο στο ψυγείο δεν µιλάω. Είµαστε µαλωµένοι αυτό τον καιρό και κάνω ότι δεν το βλέπω όταν περνάω από µπροστά του.
Μιλούσα και στα πουλιά έξω στο µπαλκόνι. Πριν από την καραντίνα είναι που τους µιλούσα. Τους πετούσα χάµω ψίχουλα κι έρχονταν και τσιµπολογούσανε. Σπουργίτια, κουρούνες, αγριοπερίστερα. Μια φορά ήρθε κι ένα κανάρι, από κάνα κλουβί θα το είχε σκάσει, ωραίο κανάρι, κίτρινο σαν λίρα. Τότε ηµερεύανε τα νεύρα µου, εκεί που καθόµουνα και τα χάζευα να ντερλικώνουνε τα ψίχουλα και να σηκώνουνε τον λαιµό τους να µε κοιτάνε γουργουρίζοντας.
Ετσι περνούσα τις µέρες µου µέχρι πριν από πέντε µήνες. ∆ηλαδή µέχρι τότε που άρχισαν να αραιώνουν τα πουλιά. Οχι από τον ουρανό, από το µπαλκόνι µου αραιώσανε.
Επαιρνα δυο φέτες ψωµί για να τα ταΐσω και η µια µου έµενε στη χούφτα άτριφτη.
Στο τέλος την έτρωγα εγώ για να µην πάει χαράµι.
Αρχισα να τα σφυρίζω, να τα καλοπιάνω, να τα ταχτιρντίζω, αλλά εκείνα δεν έδιναν σηµασία.
Τριγύρναγαν το µεσηµέρι πάνω από τη βεράντα µου, χαζεύαν τα ψίχουλα, αµολάγαν τις κουτσουλιές τους στα κάγκελα και φεύγαν χωρίς να καταδεχτούν το ψωµάκι µου.
Καθόµουνα στον καναπέ και τα περίµενα.
Αργά το απόγευµα τα έβλεπα να επιστρέφουν στις φωλιές τους κρατώντας πάντα στο ράµφος τους κάτι πράµατα που κρέµονταν και έµοιαζαν σαν ποντικοουρές ή σαν φιδοουρές, δεν ξέρω, κάτι λεπτό και µακρουλό πάντως.
Αυτό το πράµα κράτησε πολύ καιρό.
Εδώ και βδοµάδες πια δεν κατεβαίνουν για να φάνε ούτε µισή µπουκιά από τα ψίχουλα που τους πετώ.
Επιστρέφοντας κάνουν έναν κύκλο πάνω από το µπαλκόνι µου και τραβούν χορτάτα κατευθείαν για ύπνο.
Κλείνω κι εγώ τα παντζούρια και ξαπλώνω στο δωµάτιο µέχρι να ξηµερώσει, µε όλα τα φώτα ανοιχτά.
Ωσπου δεν άντεξα.
Τρεις µέρες στη σειρά βγήκα έξω και τα παρακολούθησα.
Πηγαίναν και κάθονταν σ’ ένα µπαλκόνι στη διπλανή πολυκατοικία, µια παλιά µε φουσκωµένους σοβάδες και παρταλιασµένα παντζούρια.
Εµεναν µε τις ώρες εκεί κι όλο τσιµπολογούσαν. Οχι από χάµω από τα µωσαϊκά, αλλά από µια χούφτα. Τη χούφτα ενός γέρου. Καθόταν κι αυτός, όπως κι εγώ, σε µια καρέκλα στη µέση του µπαλκονιού και τα τάιζε µε το χέρι του απλωµένο. Κι αυτά στριµώχνονταν και γυροφέρναν από πάνω του, όπως οι αλογόµυγες πάνω από την αχνιστή σβουνιά.
Πρέπει να ήτανε καµιά πέντε µήνες τώρα που είχε µετακοµίσει ο γέρος εκεί. Είχα δει κάτι µπογιατζήδες να µπαινοβγαίνουνε στο µπαλκόνι. Αλλά τον γέρο δεν τον είχα προσέξει. ∆εν µ’ αρέσει να κοιτάω στα ξένα τα µπαλκόνια. ∆εν είµαι κουτσοµπόλα εγώ. Μόνος άνθρωπος είµαι.
Που λες, χτες µου ήρθανε τσατίλες. Γερές, ξεγυρισµένες τσατίλες.
Είχα ξεροσταλιάσει για καµιά πέντε ώρες στο µπαλκόνι µε τη χούφτα µου απλωµένη, τίγκα στα ψίχουλα, όµως τα πουλιά τρέχανε σα τρελαµένα ίσα προς τη µεριά του γέρου, ποιο θα προλάβει πρώτο την καλή την µπουκιά.
Γύρισε και µε είδε κι αυτός.
Μπήκε µέσα και ύστερα από λίγη ώρα βγήκε κρατώντας τη σιδερώστρα των ρούχων. Την ακούµπησε στο κενό των µπαλκονιών µας κι άπλωσε πάνω της ένα λευκό τραπεζοµάντιλο.
Σε παλαβό έπεσες, Φιφίκα, είπα µέσα µου. Ητανε που ήτανε ο κοσµάκης, τον αποτρέλανε κι αυτός ο κωλοϊός.
Τον είδα να βάζει δυο πιάτα, σερβίτσια, δυο ποτήρια, µια κατσαρόλα κι ένα µπουκάλι κρασί.
«Ελάτε, αγαπητή µου, κοπιάστε» µου είπε µε µαλακή φωνή, θαρρείς και µε περίµενε.
Αντε, Φιφή, είπα µέσα µου, πήγαινε, δεν θα σε φάει ο άνθρωπος. Σάµατις είχα και τίποτε καλύτερο να κάνω;
«∆οκιµάστε αυτό» µου πρότεινε, προσφέροντάς µου ένα ποτήρι µε κόκκινο κρασί.
Αυτός στο δικό του µπαλκόνι, εγώ στο δικό µου.
Ηπια.
Ηταν ένα ηµίγλυκο κρασί, πολύ µέγκλα µιλάµε.
«Ω, µα δεν κάνει να το πίνετε νηστική, περιµένετε να σας φιλέψω κάτι» είπε και σέρβιρε στο πιάτο µου από την κατσαρόλα.
Εφαγα πέντε µπουκιές και µου λύθηκαν τα γόνατα από τη γλύκα.
Πρέπει να τον κοίταξα σα χάχας.
«Ταλιατέλες µε κρεµµύδι και γιαούρτι είναι. Απλό φαγάκι, του δεκαλέπτου. Πάρτε κι άλλο».
Πήρα.
Κι ήπια και κρασί, άλλα πέντε ποτήρια.
Μια γουλιά εγώ, µια ο γέρος.
Ωσπου µου φύγανε τα νεύρα και τον ρώτησα.
Κι αυτός µου είπε.
Οτι κάποτε ήτανε σεφ στα καλύτερα ρεστοράν.
Κι ότι του άρεζε το καλό φαΐ.
Κι ότι χαιρόταν να βλέπει τον κόσµο να ευχαριστιέται τρώγοντας από τα δικά του χέρια.
Κι ότι αυτό του έλειπε πολύ τώρα.
Αλλά ευτυχώς που είχε τα πουλιά.
«Κοιτάτε τώρα» µου είπε.
Πήρε µια χούφτα ταλιατέλες, άπλωσε το χέρι του κι αµέσως φτερούγισαν και κάθισαν πάνω του τρία περιστέρια και δύο κουρούνες. Πλησίασαν σβέλτα τη χούφτα του και ράµφισαν από µια ταλιατέλα το καθένα. Μετά απογειώθηκαν στα ουράνια, µε τη γιαουρτωµένη ταλιατέλα να ανεµίζει κρεµάµενη από το στόµα τους.
«Κάθε µέρα τους µαγειρεύω κι από άλλο φαγάκι» γύρισε και µου είπε, «µα αυτές οι ταλιατέλες είναι το πιο αγαπηµένο τους. Εσάς σας άρεσαν;».
Ενα αεράκι σηκώθηκε εκείνη την ώρα και η χαρτοπετσέτα του πέταξε και προσγειώθηκε στο µπαλκόνι µου πλάι στη σφουγγαρίστρα.
Χτες γίναν αυτά.
Το βράδυ κοιµήθηκα µε τα φώτα σβηστά.
Και µε τη χαρτοπετσέτα του στο διπλανό µαξιλάρι.
Σπάω την καραντίνα έτσι;
Είπε τίποτε ο Τσιόδρας γι’ αυτό;
O Σάκης Σερέφας είναι πεζογράφος – ποιητής