Στην αναβάθμιση των προοπτικών του ελληνικού αξιόχρεου από σταθερές σε θετικές, στη βαθμίδα ΒΒΒ-, προχώρησε ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Standard & Poor’s.
Οι θετικές προοπτικές αντανακλούν την προσδοκία του S&P ότι το αυστηρό δημοσιονομικό καθεστώς θα συνεχίσει να μειώνει το δημόσιο χρέος, ενώ η ανάπτυξη αναμένεται ότι θα εξακολουθήσει να υπερβαίνει αυτή της Ευρωζώνης.
Βασικά σημεία της αξιολόγησής του οίκου:
Διαβάστε επίσης – Συντάξεις: Οφειλόμενα του 2016 τάζει για το 2025 ο Χατζηδάκης
• Οι ελληνικές Αρχές επιχειρούν σε μία ευρεία ατζέντα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και αντιμετωπίζουν μακροπρόθεσμες στενότητες
• Παρά τα πρόσφατα κάπως πιο ήπια οικονομικά στοιχεία, η ανάπτυξη της οικονομίας ξεπέρασε αυτή του μέσου όρου της Ευρωζώνης, «μία τάση που αναμένουμε να συνεχιστεί»
• Το προηγούμενα πολύ υψηλό καθαρό δημόσιο χρέος της Ελλάδας ως ποσοστό στο ΑΕΠ μειώνεται και αναμένεται να συνεχίσει να το κάνει «αν οι προσδοκίες μας για δημοσιονομική πειθαρχία και σχετικά ισχυρή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ υλοποιηθεί.
«Θα μπορούσαμε να αναβαθμίσουμε τις αξιολογήσεις στους επόμενους 24 μήνες, αν ο λόγος του καθαρού δημόσιου χρέους της Ελλάδας προς το ΑΕΠ υποχωρήσει περαιτέρω για να προσεγγίσει τα επίπεδα άλλων χωρών. Πιστεύουμε ότι οι Αρχές θα μπορούσαν να το επιτύχουν αυτό μέσω ενός συνδυασμού διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, της πλήρους αξιοποίησης των μεγάλων πόρων του προγράμματος NextGenerationEU και στερεών δημοσιονομικών πλεονασμάτων για μια μακρά περίοδο», αναφέρει ο οίκος.
«Θα μπορούσαμε να αναθεωρήσουμε τις προοπτικές σε σταθερές μέσα στους επόμενους 24 μήνες, αν η δημοσιονομική επίδοση της Ελλάδας και οι εξωτερικές ανισορροπίες, όπως του υψηλού ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, επιδεινώνονταν σημαντικά πέραν των προσδοκιών μας. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί, για παράδειγμα, αν οι γεωπολιτικές και εξωγενείς πιέσεις πλήξουν την Ελλάδα περισσότερο απ’ ό,τι υποθέτουμε σήμερα», προσθέτει.
Μεταρρυθμίσεις σε βασικούς τομείς
Ο S&P αναφέρει ότι τώρα υπάρχουν αξιόπιστα σχέδια για την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων σε βασικούς προβληματικούς τομείς, στους οποίους η πρόοδος ήταν περιορισμένη έως τώρα, όπως σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις στη Δικαιοσύνη και την Υγεία.
«Κατά την άποψή μας, ο βασικός κίνδυνος για την υλοποίησή τους είναι η επικράτηση μεταρρυθμιστικής κόπωσης πριν να έχει αναληφθεί επαρκής δράση, ιδιαίτερα αν η βελτίωση των οικονομικών επιδόσεων δεν γίνεται αισθητή σε όλη την κοινωνία», σημειώνει.
Πιο αδύναμα οικονομικά στοιχεία
Αναφέρει ότι παρά τα ελαφρά πιο αδύναμα οικονομικά στοιχεία τα τελευταία τρίμηνα, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ ήταν σχετικά εύρωστη, στο 2%, το 2023. Από την άλλη πλευρά, τα δημόσια έσοδα δεν εξασθένησαν, αλλά αυξήθηκαν κατά 6,2% σε ενοποιημένη βάση το 2023. «Κατά την άποψή μας, αυτό μπορεί να εξηγηθεί από τον συνδυασμό του υψηλού ακόμη πληθωρισμού πέρυσι (ο δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε 4,2%) και των μερισμάτων από τις δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα στους τομείς της ψηφιοποίησης και της δημοσιονομικής συμμόρφωσης».
Μεσοπρόθεσμα, ιδιαίτερα αν διατηρηθεί η μεταρρυθμιστική δυναμική, «πιστεύουμε ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να αναπτυχθεί ταχύτερα από την Ευρωζώνη. Προβλέπουμε ότι το πραγματικό ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά μέσο όρο 2,4% την περίοδο 2024-2027, αντανακλώντας μια απτή άνοδο της επενδυτικής δραστηριότητας που θα καθοδηγείται από τα σχέδια του NextGenerationEU, τους βελτιωμένους ισολογισμούς των νοικοκυριών και του τραπεζικού συστήματος και από το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία είναι ακόμη περίπου 22% μικρότερη σε σχέση με το υψηλό επίπεδο που είχε πριν από την κρίση χρέους», αναφέρει.
Σημειώνει ότι η Ελλάδα, όπως και οι άλλες μικρές ανοικτές οικονομίες, παραμένει εκτεθειμένη στην αλλαγή των ανέμων της παγκόσμιας οικονομίας και τους συνεχιζόμενους γεωπολιτικούς κινδύνους, όπως μια πιθανή οικονομική επιβράδυνση που θα μπορούσε να επηρεάσει τους σημαντικούς εξωστρεφείς τομείς του τουρισμού ή της ναυτιλίας, ή άλλη μια ξαφνική εκτίναξη των τιμών ενέργειας.
«Οι εξελίξεις αυτές θα μπορούσαν να επιβραδύνουν τη βελτιωμένη δυναμική των πιστοληπτικών δεικτών της Ελλάδας. Οι αξιολογήσεις μας εξακολουθούν να περιορίζονται από το υψηλό ακόμη επίπεδο του δημόσιου χρέους και τη σχετικά αδύναμη εξωτερική θέση ρευστότητας της οικονομίας», αναφέρει ο οίκος.