Το υπ’ αριθμόν ένα ζήτημα ασφαλείας του καθεστώτος του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, η αντιμετώπιση του κουρδικού αλυτρωτισμού, είναι μια απ’ τις βασικές αιτίες για την αγορά των ρωσικών αντιαεροπορικών πυραύλων S-400 από την Τουρκία και τη διαφαινόμενη απώλεια των made in USA μαχητικών αεροσκαφών F-35.
Η Άγκυρα παρακολουθεί με ανησυχία τη στήριξη των ΗΠΑ στους Κούρδους μαχητές στη Συρία και στο βόρειο Ιράκ, οι οποίοι ήταν και παραμένουν η αιχμή του δόρατος στον πόλεμο κατά του Ισλαμικού Κράτους.
Ο πρόεδρος Ερντογάν φαίνεται ότι αποφάσισε πως, αν και τα συμφέροντα Τουρκίας και Ρωσίας δεν συμπίπτουν, η μειωμένη εμπλοκή των Αμερικανών στη Μέση Ανατολή αναβαθμίζει τον ρόλο της Μόσχας και ο Βλαντίμιρ Πούτιν γίνεται ο ισχυρός παίκτης με τον οποίο «πρέπει» να συνταχθεί, τουλάχιστον μέχρι να αλλάξουν διεύθυνση οι άνεμοι της Ιστορίας. Τα πρώτα τμήματα των S-400 έφτασαν προ ημερών στην Τουρκία.
Το ζήτημα δεν είναι μόνο γεωστρατηγικό αλλά είναι και καθαρά πρακτικό, λειτουργικό. Η σύγχρονη αεράμυνα είναι πολύπλοκη και δεν επαφίεται σε ένα και μοναδικό σύστημα αλλά σε ένα πακέτο διαφορετικών πυραύλων, ραντάρ, δορυφόρων, κρυπτογραφημένων επικοινωνιών και δομών διεθνούς συνεργασίας. Όλα αυτά πρέπει να είναι συμβατά μεταξύ τους.
Όπως γράφει ο διπλωματικός και στρατιωτικός συντάκτης του BBC Τζόναθαν Μάρκους, «αν Ρώσοι τεχνικοί εγκατασταθούν μέχρι νεοτέρας στην Τουρκία για να εκπαιδεύσουν Τούρκους χειριστές και να “καλιμπράρουν” τους S-400, θα αποκτήσουν πρόσβαση σε κάθε είδους απόρρητα δεδομένα για τα μαχητικά F-35».
Αυτό δεν αρέσει καθόλου στην αμερικανική πολεμική βιομηχανία, η οποία, μεταξύ άλλων, μοσχοπουλάει σε δεκάδες χώρες προστασία από τη ρωσική αρκούδα. Δεν αρέσει καθόλου και στον Ντόναλντ Τραμπ.