Ένα δίκτυο ισχυρής διείσδυσης των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών με στόχο την επιρροή σε εκκλησιαστικούς παράγοντες, δημάρχους αλλά και βουλευτές φέρνει στην επιφάνεια η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να απελάσει δύο Ρώσους διπλωμάτες και να απαγορεύσει την είσοδο στη χώρα σε δύο ακόμη Ρώσους αξιωματούχους.
Άλλωστε το έσχατο μέτρο της απέλασης, το οποίο δεν ταιριάζει με τις καλές ελληνορωσικές σχέσεις, δηλώνει ακριβώς εμπλοκή που σχετίζεται με ακραίες καταστάσεις οι οποίες δεν μπορούσαν να επιλυθούν δια της διπλωματικής οδού. Με λίγα λόγια οι ελληνικές μυστικές υπηρεσίες και το υπουργείο Εξωτερικών έχουν στη διάθεσή τους στοιχεία που είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση για τη δράση του ρωσικού συστήματος.
Σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες αυτό που ξεχύλισε το ποτήρι και οδήγησε την κυβέρνηση στην απόφαση του έσχατου μέτρου ήταν η προσπάθεια των Ρώσων πρακτόρων να χρηματίσουν τρεις βουλευτές των ΑΝΕΛ οδηγώντας τους σε διαδοχικές συναντήσεις σε διαμέρισμα στη Λ. Αλεξάνδρας. Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες τα αποδεικτικά στοιχεία αυτής της προσπάθειας χρηματισμού είναι στη διάθεση των ελληνικών υπηρεσιών. Εξετάζεται επίσης αν οι επαφές των πρακτόρων με μέλη νεοσύστατου κόμματος κρύβουν εκτός από χειραγώγηση και χρηματοδότηση.
Σε δημόσια θέα οι Ρώσοι πράκτορες δημιουργούσαν ένα πλέγμα καλών σχέσεων με τοπικούς παράγοντες στο πλαίσιο των κοινών παραδόσεων και της κοινής θρησκείας, στην πραγματικότητα όμως παγίωναν μια πρακτική έντονης πολιτικής παρέμβασης η οποία εκφράστηκε έντονα την περίοδο της συμφωνίας των Πρεσπών με την πΓΔΜ. Ετσι οδήγησαν με τις επιρροές τους, σε αρκετές περιπτώσεις με το αζημίωτο, στον «πατριωτικό δρόμο» των διαδηλώσεων και της αντίδρασης στη συμφωνία. Το ζητούμενο φυσικά δεν ήταν η διαφύλαξη των κεκτημένων της Ελλάδας,αλλά η εξυπηρέτηση των ρωσικών γεωπολιτικών σχεδιασμών.
Η λύση του ονοματολογικού για την πΓΔΜ την οδηγεί στο ΝΑΤΟ και αποδυναμώνει τους ρωσικούς σχεδιασμούς. Ετσι σκοπός του δικτύου ήταν να αποτρέψει τη λύση του μακεδονικού μέσα από τη διαιώνιση της ανωμαλίας. Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, υπήρξαν ενδείξεις προς την ελληνική πλευρά πως σχεδιαζόταν ακόμη και πτώση της κυβέρνησης μέσω προσεταιρισμού βουλευτών, ώστε να ματαιωθεί η επίλυση. Πριν από τις απελάσεις η ελληνική πλευρά έστειλε αρκετά μηνύματα προς τη φίλη Ρωσία η οποία, όπως άλλωστε φαίνεται και από τις δηλώσεις που ακολούθησαν, δεν περίμενε τέτοια «ακραία» αντίδραση. Οπως σχολιάζουν διπλωμάτες «για να φτάσει σε αυτό το σημείο η Ελλάδα η οποία έχει συστηματικά διαφοροποιηθεί από ευρωπαϊκά μέτρα εναντίον της Ρωσίας για διάφορες υποθέσεις (δράση πρακτόρων στη Βρετανία, Ουκρανικό κ.λπ.) σημαίνει πως η υπόθεση είναι πολύ σοβαρή ακόμη και αν υποβαθμιστεί διπλωματικά και επιλεγούν οι χαμηλοί τόνοι».
Οι Ρώσοι πρωταγωνιστές που συντόνιζαν την επιχείρηση σύμφωνα με την ελληνική πλευρά ήταν ο Βίκτορ Γιάκοβλεφ Α΄ γραμμματέας της ρωσικής πρεσβείας στην Ελλάδα και ο πρώην γενικός πρόξενος του ρωσικού προξενείου στη Θεσσαλονίκη Αλεξέι Ποπόφ. Στο σύστημα των ανατολικών μυστικών υπηρεσιών πολύ συχνά ο ρόλος του Α΄ γραμματέα της πρεσβείας καλύπτει διπλωματικά έναν πράκτορα. Ετσι η απέλαση του Γιάκοβλεφ από τη χώρα ενδέχεται να έχει την έννοια του χτυπήματος στον σχεδιαστή του δικτύου.
Διαφορετική είναι η περίπτωση του Ποπόφ. Πρόκειται για άτομο με μεγάλη διπλωματική εμπειρία και μόρφωση, το οποίο μετά την αποστράτευσή του από το διπλωματικό σώμα επέλεξε να μείνει σε δικό του σπίτι στη Θεσσαλονίκη, απ’ όπου και απελάθηκε. Μιλά άπταιστα ελληνικά και είναι ιδιαίτερα αγαπητός σε παράγοντες της βορείου Ελλάδας. Οσα χρόνια ο Ποπόφ υπηρέτησε στο προξενείο, ανέπτυξε σχέσεις με αιρετούς άρχοντες, επιχειρηματίες και εκκλησιαστικούς παράγοντες σε όλη τη χώρα.
Η δραστηριότητά του, όπως είναι καταγεγραμμένη στο διαδίκτυο, είναι ένα συνεχές ταξίδι σε όλη τη χώρα. Από την Αλεξανδρούπολη, την Καβάλα, το Αγιο Ορος έως τη Βέροια και τη Λήμνο, ο Ποπόφ φαίνεται επί χρόνια να… πλέκει ένα δίκτυο ανθρώπων και συμπάθειας. Κατά καιρούς ανακαλύπτει Ρώσους πεσόντες στην Ελλάδα και φροντίζει να στηθεί ένα μνημείο μνήμης και ελληνορωσικής συμπόρευσης. Στις ομιλίες του κάνει αναφορές στην Ορθοδοξία, τις καλές σχέσεις των δύο χωρών και διατηρεί προνομιακές σχέσεις με μητροπολίτες και κυρίως με τη Μονή Βατοπεδίου.
Το ενδιαφέρον το οποίο επιδεικνύει φαίνεται να νομιμοποιείται από τον ρόλο που έχει ως αντιπρόεδρος του ελληνικού παραρτήματος της ρωσικής οργάνωσης, Ορθόδοξη Αυτοκρατορική Παλαιστινιακή Ενωση. Πρόεδρος της Ενωσης είναι το στέλεχος του ομίλου Μπόμπολα ΑΚΤΩΡ Σίμος Παναγιωτίδης. Πρόεδρος της Ορθόδοξης Αυτοκρατορικής Ενωσης για όλο τον κόσμο είναι ο πρώην πρωθυπουργός της Ρωσίας και πρώην επικεφαλής της ρωσικής αντικατασκοπείας (FSK) Σεργκέι Στεπάσιν.
Η οργάνωση αυτή σύμφωνα με τα στοιχεία των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών χρησιμοποιήθηκε ως όχημα επιρροής και στρατολογιών.
Τα μοναστήρια, ο Καποδίστριας και οι μεγαλοπρεπείς τελετές
Ο πολιορκητικός κριός της οργάνωσης είναι το αφήγημα της κοινής θρησκείας, των κοινών παραδόσεων και η ανάγκη για έναν άξονα αλληλοϋποστήριξης που θα εξυπηρετεί τη μικρή και αγαπητή Ελλάδα. Το 2016 η Ενωση κάνει την εμφάνισή της στη Μονή Δοβρά στη Βέροια. Ο Ποπόφ έχει φιλικές σχέσεις με τον μητροπολίτη Παντελεήμονα και στην τελετή ίδρυσης του παραρτήματος στη Βέροια συμμετέχει και ο Σεργκέι Στεπάσιν ο οποίος επισκέπτεται διαδοχικά τη Μητρόπολη Βέροιας και τη Μονή Βατοπεδίου.
Η Ενωση εμφανίζεται με ισχυρή επιρροή στην Καβάλα, την Αλεξανδρούπολη, στο Ναύπλιο και στην περιοχή της Μεσογαίας. Οι καλόκαρδοι Ρώσοι χριστιανοί διπλωμάτες ταξιδεύουν σε όλη την Ελλάδα, στήνουν αγάλματα του Καποδίστρια ως κοινού ήρωα των δύο χωρών, απονέμουν και λαμβάνουν τιμητικές πλακέτες και καταλήγουν να μιλούν ίδια γλώσσα με τους Ελληνες που συναντούν συχνά. Μόνο που αυτή η γλώσσα δεν μένει στα περί φιλίας. Πολλοί από αυτούς που ανήκουν στην επιρροή των Ρώσων διπλωματών συμμερίζονται τον προβληματισμό τους «πως η Ελλάδα και η Εκκλησία δεν πρέπει να αφήσουν να προχωρήσει η προδοσία της Μακεδονίας».
Σύμφωνα με πληροφορίες οι ελληνικές αρχές έχουν στη διάθεσή τους βιντεοσκοπημένο υλικό που αποδεικνύει συναλλαγές που γίνονται, προκειμένου να διοργανωθούν συλλαλητήρια και εκδηλώσεις αντιδράσεων ενάντια στις αποφάσεις για το μακεδονικό.
Στοιχεία όμως υπάρχουν για τη δράση του δικτύου τα δύο τελευταία χρόνια, αν και είναι σαφές πως όσοι συμμετέχουν στον σχεδιασμό δεν είναι απαραίτητο ότι είναι και γνώστες ότι πρόκειται για σχέδιο με σκοπό να ωφεληθεί μια ξένη χώρα.
Η φιλορωσική Αλεξανδρούπολη
Τον Αλεξέι Ποπόφ συνοδεύει πολύ συχνά στις εκδηλώσεις στη Βέροια, τη Λήμνο και αλλού ο Κωνσταντίνος Γκαμπαερίδης. Ελληνας στην καταγωγή ο οποίος έχει παντρευτεί τη Ρωσίδα Ιουλία Γκαβρίλοβα, πρόεδρο του συλλόγου Ρώσικο Σπίτι της Αλεξανδρούπολης. Ο Γκαμπαερίδης, ο οποίος καταδικάστηκε πρόσφατα για υπεξαίρεση από ελληνικό δικαστήριο, είναι σύμβουλος του δημάρχου της Αλεξανδρούπολης Βαγγέλη Λαμπάκη, ενώ ο ίδιος εμφανίζεται και ως σύμβουλος του δημάρχου της Πετρούπολης Πολτβασένκο.
Το 2015 ο Κωνσταντίνος Γκαμπαερίδης εμφανίζεται σε ΦΕΚ να διορίζεται ως επίτιμος πρόξενος της Ρωσικής Ομοσπονδίας στην Αλεξανδρούπολη αλλά δεν ορίζεται γιατί απαιτείται και δεύτερη υπουργική απόφαση. Τον Σεπτέμβριο όμως του 2016 ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς ανακαλεί τον διορισμό του. Είναι άγνωστοι οι λόγοι που το ελληνικό ΥΠΕΞ προχώρησε στην απομάκρυνση του Γκαμπαερίδη. Σύμφωνα με πληροφορίες όμως, από τότε οι ελληνικές υπηρεσίες είχαν χαρακτηρίσει ως ύποπτο τον χώρο στον οποίο κινούνταν ο Γκαμπαερίδης και επέλεξαν την απομάκρυνσή του αν και δεν του καταλόγισαν γνώση για το τι συνέβαινε.
Ο Ποπόφ και οι συνεργάτες του κατόρθωσαν να αποκτήσουν μεγάλη επιρροή στην Αλεξανδρούπολη η οποία εμφανίζεται ως πολιτιστική συνεύρεση. Στην πόλη της Αλεξανδρούπολης χτίζεται ναός κλασικής ρωσικής τεχνοτροπίας, ο οποίος αν και ξένος προς την ελληνική τεχνοτροπία γίνεται αποδεκτός από τη μητρόπολη. Τα έξοδα βαραίνουν ένα εργοστάσιο της Αγίας Πετρούπολης και διαμεσολαβητής είναι η κ. Γκαμπαερίδη με το Ρώσικο Σπίτι.
Μετά τα θυρανοίξια του ναού, στις 6 Μαΐου 2018, γίνεται παρέλαση στους δρόμους της Αλεξανδρούπολης προς τιμήν του Αθάνατου Τάγματος ενάντια στον ναζισμό, με ρωσικά εμβατήρια. Φυσικά παρών είναι ο Ποπόφ.
Ο Ποπόφ και ο Εφραίμ
Ο πρώην πρόξενος της Ρωσίας στη Θεσσαλονίκη διατηρεί σχέσεις με τη Μονή Βατοπεδίου και τον ηγούμενο Εφραίμ. Για την πορεία της δικαστικής υπόθεσης του Εφραίμ στην Ελλάδα υπήρξαν στο παρελθόν μαζικές πρωτοβουλίες στη Ρωσία. Ορθόδοξα ιδρύματα και οργανώσεις της Ρωσικής Ομοσπονδίας τάχθηκαν ενάντια στη δίωξη του Εφραίμ τον οποίο συχνά αποκαλούσαν άγιο.
Ο Ποπόφ συνόδευσε τον Στεπάσιν στο ταξίδι του στη Μονή Βατοπεδίου, το οποίο επισκέφτηκε ως πρόεδρος της Ορθόδοξης Ενωσης, ενώ συνάντηση είχαν και στη Μονή Δοβρά στη Βέροια. Ο Αλεξέι Ποποφ ήταν από αυτούς που συνάντησε ο Εφραίμ στη Θεσσαλονίκη, αμέσως μετά την αποφυλάκισή του με εγγύηση το 2013. Εκτοτε σύμφωνα με πληροφορίες διατηρεί επαφή με το ηγούμενο της μονής και δύο ακόμη μοναχούς.
Ποιοι χρηματίζονταν
Οι ελληνικές αρχές, ακολουθώντας μια τακτική η οποία δεν είναι ασυνήθιστη, δεν δίνουν πληροφορίες για το αν έχουν στοιχεία για χρηματισμούς Ελλήνων πολιτών. Σε μια τόσο μεγάλη υπόθεση κατασκοπείας (γιατί για κατασκοπεία πρόκειται όπως και αν χαρακτηριστεί τυπικά) το ζητούμενο δεν είναι η τιμωρία των ενόχων αλλά η ματαίωση των σχεδίων. Η δημοσιοποίηση της απέλασης των τεσσάρων Ρώσων αδρανοποιεί το δίκτυο και τη λειτουργία του και ματαιώνει τον σχεδιασμό για ανωμαλία με πατριωτικά ή θρησκευτικά προσχήματα. «Σε τέτοιες περιπτώσεις το θέμα δεν είναι η αστυνομική διάσταση αλλά η ματαίωση των σχεδίων» λέει πολύ έμπειρος διπλωμάτης. Οι ελληνικές αρχές μετά τις ανακοινώσεις τηρούν απόλυτη ησυχία, αφήνοντας τα πράγματα να εξελιχθούν από τη ρωσική πλευρά. Οπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, ούτε θα επιβεβαιώσουν ούτε θα διαψεύσουν οποιαδήποτε πληροφορία, απλώς θα περιμένουν αντιδράσεις. Η ελληνική αντικατασκοπεία, το ΥΠΕΞ και ο ίδιος ο πρωθυπουργός φαίνεται ωστόσο να έχουν στη διάθεσή τους πλούσιο υλικό που δείχνει αυτούς που ανεμίζουν σημαίες να χαϊδεύουν δολάρια.
Το πορτρέτο του Σεργκέι Στεπάσιν
Ο Σεργκέι Στεπάσιν διετέλεσε πρωθυπουργός της Ρωσίας το 1999. Από το 2000 έως το 2013 υπήρξε πρόεδρος του Λογιστικού Επιμελητηρίου Ρωσίας.
Ο Στεπάσιν ήταν επικεφαλής της αντικατασκοπευτικής υπηρεσίας FSK από τον Φεβρουάριο του 1994 έως τον Ιούνιο του 1995. Την περίοδο αυτή η FSK αναδιοργανώθηκε και ισχυροποιήθηκε και μάλιστα ύστερα από αίτημα του Στεπάσιν στον τότε πρόεδρο της Ρωσικής Ομοσπονδίας Μπορίς Γέλτσιν επανήλθε σε μεγάλο βαθμό το πρότερο καθεστώς της KGB.
Περισσότερο ακόμη και από την πρωθυπουργία του ο Στεπάσιν είναι γνωστός για την αποτυχημένη απόπειρα να διασωθούν 1.500 όμηροι που απήχθησαν το καλοκαίρι του 1995 από τον Τσετσένο πολέμαρχο Σαμίλ Μπασάγεφ στη ρωσική πόλη Μπούντενοφσκ. Ο Στεπάσιν οργάνωσε μια αποτυχημένη επιχείρηση διάσωσης που προκάλεσε το θάνατο εκατό ομήρων και παράλληλα την αποπομπή του από την FSK.
Ως επικεφαλής των υπηρεσιών ασφαλείας της Ρωσίας ο Στεπάσιν προσπάθησε μυστικά να οπλίσει την αντιπολίτευση του τότε Ρώσου Τσετσένου προέδρου Τζαχάρ Ντουντάεφ. Τον Νοέμβριο του 1994 κατόπιν εντολών του Στεπάσιν διεξάχθηκε μυστική επιχείρηση για να ανατραπεί ο Ντουντάεφ. Αποτέλεσμα της επιχείρησης ήταν 58 Ρώσοι στρατιώτες να καταλήξουν αιχμάλωτοι των Τσετσένων. Ηταν ακόμη μεταξύ αυτών που κατόρθωσαν τελικά να πείσουν τον πρόεδρο Γέλτσιν να εξαπολύσει ένα γενικευμένο πόλεμο εναντίον της Τσετσενίας, ο οποίος οδήγησε στον θάνατο δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους.
Βασίλης Ανδριανόπουλος